North Wind + Sofia Says
Δύο δίσκοι, βρείτε ομοιότητες και διαφορές: ηλεκτρονική μουσική, ελληνική εταιρεία, είναι τα προφανή. Τα υπόλοιπα τα αναλύει ο Άρης Καραμπεάζης
Ένα από τα –μάλλον και ευτυχώς ξεχασμένα πλέον– κλισέ/αναμασήματα των μουσικογραφιάδων που απασχολούνται με οτιδήποτε μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της «σοβαρής μουσικής» (από τον Νότη Μαυρουδή στον Ian Garbarek, ένα τσιγάρο –Στ.Α: πρωινό- απόσταση κ.λ.π.) θέλει τους διάφορους (και συνήθως και αδιάφορους) δημιουργούς, που παρότι όχι μόνο δεν έχουν συμπράξει, αλλά ούτε καν έχουν συναντηθεί, ενώ κατά το σύνηθες τυγχάνουν και διαφορετικής καταγωγής και διαμονής, με κάποιον σταθερά απροσδιόριστο τρόπο, να «συνομιλούν» δήθεν μεταξύ τους.
Δεν πρόκειται καν για κλισέ εδώ που τα λέμε, αλλά για μία πρώτης τάξεως ανοησία, που μάλιστα αναπαράγεται επειδή ομοίως ανόητα θεωρείται ότι υπογραμμίζει τις αξίες της υψηλής τέχνης. Που ως υψηλή και άφταστη που είναι, απλώς ελεεί κάθε τόσο να κατέβει στους επίλεκτους εκείνους, και αυτή να τους βρίσκει και να τους καθιστά δημιουργούς, και όχι τυχόν το αντίστροφο να συμβαίνει. Δηλαδή η τέχνη αντιμετωπίζεται ως μη δημιουργία τελικά. Κάτι τέτοια λένε ενίοτε και κάποιοι δημιουργοί άλλωστε, με θρησκευτικές εξάρσεις και εκστάσεις, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Και αυτό επειδή κατά κανόνα αυτού του είδους η ‘υπερβατική συνομιλία’ μεταξύ δημιουργών, προτάσσεται για να μην ειπωθεί ξεκάθαρα είτε ότι ο ένας ξεπατικώνει τον άλλον (και ξεπατώνει ίσως, μερικές φορές, υπό την έννοια της καλλιτεχνικής εξόντωσης βέβαια πάντοτε), είτε ότι ψαρεύουν αμφότεροι από τα ίδια θολά νερά.
Συνεπώς, ας επιτραπεί, να ξεκαθαριστεί εξαρχής εδώ πέρα ότι ο λόγος που επιλέχτηκε να παρουσιαστούν σε κοινό κείμενο αυτά τα δύο άλμπουμ, είναι όχι επειδή έχουμε και εμείς την εντύπωση ότι εξαιτίας της αφετηρίας αμφότερων από το ηχητικό δεδομένο των field recordings, λαμβάνει δήθεν χώρα μια κάποιου είδους μεταξύ τους αισθητική ή άλλη συνομιλία. Παρότι βέβαια μας βοηθάει στο να τονιστεί ότι έχουμε να κάνουμε με δημιουργούς που σαφέστατα πράττουν και παράγουν και όχι περί τυχαίου αποτελέσματος και στις δύο περιπτώσεις.
Δηλαδή, αφενός στο 7ο προσωπικό του ION (Γιάννη Παπαϊωάννου), του πιο συνεπούς ίσως Έλληνα δημιουργού σε ότι ευρύτερα αποκαλούμε ηλεκτρονικό ήχο και μουσική (η συνέπεια αναφέρεται και στην ποιότητα εδώ, αν όχι κυρίως σε αυτή), και αφετέρου, στο τρίτο της Γαλλίδας, Nael Segalen, που συστήνεται όχι μόνον ως συνθέτρια, αλλά και ως ακτιβίστρια.
Θα ήταν εξαιρετικά... θολό ομοίως το να υποστηρίξουμε ότι μόνες οι μέθοδοι ή και τα μέσα ηχογράφησης επαρκούν για την δημιουργία δεσμών ανάμεσα σε μουσικά έργα και τους δημιουργούς αυτών, και το πλέον ατυχές εκ της θολούρας τούτης είναι ότι μια τέτοια απλούστευση αδικεί κάθε εμπλεκόμενο μέρος.
Δεν παραβλέπουμε βέβαια το ότι και τα δύο άλμπουμ κινούνται σε ένα μάλλον ειδικότερα στενό πλαίσιο από αυτό της ευρύτερης μουσικής παραγωγής που μας ενδιαφέρει, έστω και αν αυτή την έχουμε περιορίσει ήδη στα όρια που τυχόν υπάρχουν γύρω και πέρα από την ambient και την noise ηλεκτρονικότητα, που πολλές φορές ως γνωστόν όχι απλώς συγχέονται, αλλά και όντως συμπίπτουν.
Συνεπώς η φαινομενική, ή ίσως και πραγματική, κοινή αφετηρία αποτελεί όντως τη βάση για μια κάποιου είδους παράλληλη ενασχόληση με τα ‘North Wind’ και ‘Sofia Says’, όχι όμως για την πολυπόθητη συνεύρεση τους στο άπειρο της δημιουργικής ασάφειας, αλλά ακριβώς για να καταδειχθεί το ότι πρόκειται για δύο δίσκους έντονα διαφορετικούς μεταξύ τους, παρότι όχι και τόσο ευδιάκριτα.
Δύο δίσκους που σε έναν ιδανικό κόσμο επιμελών, αλλά και με όχι χλιαρό αίμα, μουσικόφιλων, οι οποίοι δεν θα συναναστρέφονται μεταξύ τους εξαιτίας ακριβώς των διαφωνιών τους, οι φανατικοί φίλοι του ενός, θα ήταν φανατικοί εχθροί του άλλου, δημιουργώντας και στο πλαίσιο μιας μουσικής με μάλλον ευγενική συμπεριφορά, τις έριδες και τις αψιμαχίες, που πλέον εκλείπουν ακόμη και από τα πιο χουλιγκάνικα παρακλάδια του ροκ και πέριξ αυτού (και στο metal ας πούμε όλος ο καυγάς πλέον γίνεται απλώς με χρονικές συνισταμένες, και ενώ σχεδόν κάθε είδος απολαμβάνει καθολικής αν όχι αποδοχής, τότε σίγουρα έγκρισης).
Θεωρώ τίμιο σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν το να δηλώσω ποιο από τα δύο άλμπουμ μου αρέσει περισσότερο. Ή καλύτερα με ποιο από τα δύο συντάσσομαι. Καθώς οι διαφορές τους έχω την αίσθηση ότι είναι περισσότερο ιδεολογικές, παρά ως προς τους ήχους, τα μέσα έκφρασης και εκτέλεσης και την δυναμική των συνθέσεων. Εδώ σχεδόν εξισώνονται.
Μάλιστα ενώ οι συνθέσεις της Segalen, κυρίως λόγω του ότι παραμένουν μέχρι την τελική επεξεργασία πιο «πιστές» στις αρχές των πηγών της παραγωγής τους (‘Mountain West’) και δεν εμφανίζονται μέχρι και αρμονικά προσχεδιασμένες, όπως αρκετές φορές το καταφέρνει ο Ion φτάνοντας και μέχρι τα θεμιτά όρια του hit (‘Midway’), εν τούτοις σε μία τελική αποτίμηση βάσει αυθαίρετων εντυπώσεων (που θεωρώ ότι έχουν ιδιαίτερη αξία, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε δίσκους ‘επαναληπτικών και απαιτητικών’ ακροάσεων), τελικά καταλήγουν τόσο εύστοχες και απαλλαγμένες περιττών και πλεοναζόντων, που λίγη σημασία έχει αν είναι όντως συνθέσεις και αν είναι τυχόν ολοκληρωμένες.
Το ‘I’ll see you again’ που κλείνει το ‘Sofia Says’, επιφυλάσσει όχι μόνο κορυφώσεις που ταράζουν τον ακροατή, αλλά και μία ιδιωματική «αφήγηση», τέτοια που αποκαλύπτει ότι οι προθέσεις της δημιουργού εδώ είναι πρωταρχικά ιδεολογικές, σχεδόν στρατευμένες.
Αντίθετα, ακόμη και η ψύχραιμη και αρμονική τοποθέτηση στην σειρά εμφάνισης στον δίσκο, των συνθέσεων του ‘North Wind’ επιβεβαιώνει ότι εδώ κυριαρχεί μία αισθητική αν όχι απαλλαγμένη, τότε μάλλον με προθέσεις αφαίρεσης και μάλιστα ολικής – έστω και προσωρινής, πως αλλιώς ;- από κάθε ιδεολογικό-πολιτικό επίστρωμα.
Τα παραπάνω μη συγκοινωνούντα ζητούμενα είναι και στην πράξη λογικά και εύλογα για αμφότερους τους δημιουργούς, αν λάβει κανείς υπόψη του την έντονα πολιτική, αλλά και ιδεολογική, χροιά την οποία έχει το κύριο μουσικό project του Ion τα τελευταία χρόνια (Mechanimal), η οποία αφήνει περιθώρια όπως τα παραπάνω στις προσωπικές του δουλειές, και αντίστοιχα το ότι η Segalen αναφερόμενη στην μουσική της, σχεδόν ποτέ δεν την παρουσιάζει αυτόνομα ή πολύ περισσότερο ως αυτόνομη, σε σχέση με όλη την υπόλοιπη δράση και δραστηριότητα της.
Υπό τις παραπάνω επισημάνσεις, τα δύο άλμπουμ είναι όντως πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Σε αυτό του Ion κυριαρχεί η αίσθηση της ‘Συνέχειας’, σε αυτό της Segalen προτάσσεται η κυριαρχία της ‘Επανάληψης’. Οι δύο έννοιες φέρονται ως συγγενείς όταν αναφερόμαστε στην μουσική και στον ήχο, αλλά θεωρώ ότι η επανάληψη περισσότερο υπονομεύει, παρά ευνοεί την συνέχεια. Αντίθετα, η τελευταία τις περισσότερες φορές και όταν προτάσσεται οδηγεί στην πρώτη.
Στα εφτά και κάτι λεπτά του ‘Cortege’, στην έναρξη της β’ πλευράς του ‘Sofia Says’, τα ηχητικά τεκταινόμενα επανέρχονται έως ότου εξαφανιστούν. Στο ‘Stalinist Guns’, που κλείνει το ‘North Wind’, η εμμονή σε συγκεκριμένους ήχους και ηχητικές παραστάσεις, τους μεταθέτει σε ένα διηνεκές, που εναρμονίζεται με το εξωτερικό φυσικό τοπίο που ενέπνευσε τον δίσκο, που δεν είναι άλλο από τον αρκτικό κύκλο της Σουηδίας (δεν είμαι καλός καθόλου στη γεωγραφία, να εξηγηθώ).
Και αν κάτι μπορεί να κυριαρχήσει και να μείνει ηχητικά από ένα τέτοιο φαινομενικά στατικό περιβάλλον, αυτό δεν είναι παρά το πιο δυναμικό στοιχείο του δηλαδή ο αέρας, που κατά τα γνωστά δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μέσο μεταφοράς του ήχου, δηλαδή ο ίδιος ο ήχος.
Για αυτό και καταλήγω τελικά να «προτιμώ» το άλμπουμ του Ion, σε σχέση με αυτό της Segalen, όχι ασφαλώς λόγω της μεταξύ μας εντοπιότητας, που τυχόν θα κυριαρχούσε στην τελική αποτίμηση.
Το ‘Sofia Says’ είναι ένας σκληρός αστικός δίσκος, που ενώ μεταχειρίζεται με μεγαλύτερη ίσως μαεστρία και τεχνική επιμονή τους ήχους και τις δυνατότητες τους, εν τέλει καταλήγει να τους απορρίπτει.
Το ‘North Wind’ είναι ένα άλμπουμ, όχι τυχόν ανόητα νατουραλιστικό ή πολύ περισσότερο που να ξεπέφτει στα σύνορα του εσχάτως αναβαπτισμένου new age, αλλά που επιδιώκει –και το καταφέρνει χωρίς δεύτερη κουβέντα– να καταστήσει τους ήχους της φύσης, ως ένα απαραίτητο συμπλήρωμα του αστικού τοπίου, στο οποίο συνειδητά τους μεταφέρει και τους τοποθετεί, και δεν τους αφήνει να χάσκουν στο άπειρο της φύσης, χωρίς όμως είτε να τους αποσπάσει από την αρχική τους λειτουργικότητα, είτε να τους διασπάσει σχεδόν εκδικητικά, όπως κάνει η Segalen.
Ευνόητο ότι η παραπάνω ανεπαρκώς αιτιολογημένη προτίμηση, είναι όχι μόνο προσωπική, αλλά έχει να κάνει και με ξεκάθαρα συγκυριακές ανοχές και επιθυμίες, που παραδόξως με τοποθετούν τώρα που μιλάμε (και γράφω) με πιο βολικό τρόπο στο ηχητικό πλαίσιο ενός δίσκου που στόχος του είναι περισσότερο να παρατηρήσει, παρά να υποδείξει. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, και θα ήμουν σίγουρα –έστω και ελαφρά– υπέρ της ιδεολογικής επαγρύπνησης, που πάντως και αυτή με επιμέλεια και μέτρο, υπαγορεύει η Γαλλίδα δημιουργός.
Σε συνθήκες αντικειμενικής αποτίμησης, πρόκειται για δύο άλμπουμ αρκετά πέραν του εξαιρετικού, και όπως και να το κάνουμε είναι κάπως καθησυχαστικό το ότι και τα δύο έχουν κάποια σχέση με την εγχώρια παραγωγή.
Αυτό του Ion δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε το γιατί, αυτό της Segalen οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κυκλοφορεί (σε εξαιρετική έκδοση κόκκινου βινυλίου, μετά την αρχική έκδοση σε κασέτα –το αγαπημένο format του label– στις αρχές του έτους) από την εγχώρια Coherent States, δηλαδή από ανθρώπους που βεβαιωμένα ξέρουν για τι μας μιλάνε, όταν μας προτείνουν να ακούσουμε πράγματα στα οποία κάποιες φορές είμαστε καχύποπτοι ότι περιορίζονται σε αρετές περισσότερο μορφής, παρά περιεχομένου.
Εδώ – και στις δύο περιπτώσεις– συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, χωρίς ασφαλώς σε καμία περίπτωση να μας «λυπεί η μορφή των».