Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
  • BAND LIST
  • ΕΛΛΗΝΙΚΑ
  • ΣΥΝΤΑΚΤΡΙΕΣ/ΕΣ
  • AUDIO / VIDEO
  • WEB RADIOS
  • MUSIC BLOGS / SITES
  • BANDCAMP / SOUNDCLOUD
  • LIVE DATES
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Αρχική
  • ΔΙΣΚΟΙ
  • ΘΕΜΑΤΑ
  • ΣΤΗΛΕΣ
  • LIVE REVIEWS
  • BE MY GUEST
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
  • ΕΙΔΗΣΕΙΣ
  • ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
  • ΣΙΝΕΜΑ - ΘΕΑΤΡΟ
  • ΒΙΒΛΙΑ
Iosonouncane

IRA

Numero Uno/Sony, 2021

Υπερβαίνει τις δύο ώρες τούτη η δισκογραφική κατάθεση, υπερβαίνει ίσως και τις προθέσεις του ακροατή να ταξινομήσει, να αξιολογήσει ή ακόμη και να αμφισβητήσει. Ο Άρης Καραμπεάζης ωστόσο κάνει μια απόπειρα...

Είναι το άλμπουμ αυτού του Ιταλού, που μέχρι πριν κάποια χρόνια κυκλοφορούσε δίσκους με τίτλους όπως «η Μακαρένα στη Ρώμη», το καλύτερο άλμπουμ του 2021; Ασφαλώς και είναι. Είναι το καλύτερο το άλμπουμ του 2021, με τον ίδιο τρόπο που το OK Computer ήταν ο καλύτερος δίσκος του 1997 (γρήγορα ξεμπέρδεψα με την αναφορά στους Radiohead).

Δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να πει κανείς πολλά-πολλά για να αιτιολογήσει τον ισχυρισμό (θα τα πούμε βεβαίως), αλλά και χωρίς να χρειάζεται να ακούσει είτε όλα, είτε εκατό, είτε δέκα ακόμη άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μέσα στη χρονιά, όπως ανοήτως διαπιστώνουμε να λέγεται εδώ κι εκεί. Τον καλύτερο δίσκο κάθε χρονιάς τον ξέρει κανείς με το που τον ακούσει, και χωρίς να έχει ακούσει κανέναν άλλον. Αυτά είναι γνωστά και έχουν αποδειχθεί και επιστημονικά.

Είναι ομοίως το καλύτερο άλμπουμ του 2021, καθώς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κατάφεραν τότε οι λατρεμένα απεχθείς Οξφορδέζοι, η μουσική στην οποία κατέληξε ο Ιταλός, δέκα και πλέον χρόνια μετά τον παραπάνω ανορθόδοξο δίσκο, εκτός του ότι υπερβαίνει τις αναφορές της και το είδος στο οποίο απροσδιόριστα ανήκει, δημιουργεί ένα προσωπικό μικροσύμπαν άμεσα μεν προσπελάσιμο, άβατο όμως τελικά για όσους θα επιλέξουν να μείνουν στα προφανή της ακρόασης.

Μόλις είπαμε ότι ο κόσμος ακόμη δεν έχει ακούσει σωστά το 'OK Computer' ή έγινε κάποιο λάθος ;

Τα προφανή στα όρια του εναλλακτικού ήχου είναι γνωστά και δεδομένα εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Ηλεκτρονική μορφοποίηση και παραφρασμένη pop σε progressive αναπτύξεις, ώστε αφενός να κερδίσει το στοίχημα του εφήμερου, αφετέρου να προσπελάσει την ανία του διαχρονικού. Η συνταγή είναι δύσκολο να αλλάξει, καθώς άλλωστε εδώ και είκοσι χρόνια αναφερόμαστε κύρια σε μουσική ενηλίκων και μόνο, και όπως πάει το πράγμα θα μείνουμε να λέμε για μουσική υπερηλίκων. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Κάποιος έχει πει ότι δίνουμε υπερβολική σημασία στους νέους, εν σχέσει με τα πράγματα που έχουν καταφέρει, αλλά δεν θυμάμαι ποιος. Ή ο Χατζιδάκις ή ο Brian Eno λογικά.

Από παιδί αναρωτιέμαι ποιος θα έχει την δύναμη να επιβάλει την ιταλική μουσική με τον τρόπο που της πρέπει καταρχάς στο ευρωπαϊκό, και παραπέρα στο παγκόσμιο στερέωμα. Αφορμή για αυτό υπήρξαν κατά σειρά οι Litfiba, οι CCCP, οι Asalti Frontali και διαχρονικά ο Fabrizio De André. Έχω πάντα την αίσθηση ότι οι Ιταλοί ακόμη και όταν κυριαρχούν, εν τούτοις ποτέ κανείς δεν τους παίρνει 100% στα σοβαρά, ακριβώς επειδή είναι Ιταλοί. Δεν μπορώ ακριβώς να το εξηγήσω, αλλά συμβαίνει.

Ψάχνοντας για τον Lucio Battisti, με αφορμή κάποιες επανεκδόσεις των δίσκων του κάτι χρόνια πριν, έπεσα πάνω σε μία παρουσίαση του ‘Anima Latina’ σε ένα blog ψυχεδελοkrautάδων (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων), όπου στην πλειοψηφία τους οι σχολιαστές περνούσαν γενιές δεκατέσσερις όχι τόσο τον Battisti, όσο τον Julian Cope, που μέσα από τα βιβλία του προσπαθεί τόσα χρόνια να πλασάρει ως σημαντικούς «κάτι Ιταλούς που γράφουν τραγουδάκια για το πως βράζουν μακαρόνια και δροσίζουν κρασιά περιμένοντας να έρθει η γκόμενα στο σπίτι» και απλώς «τυχαίνει να βρέθηκαν μερικά περίεργα όργανα στο στούντιο γύρω τους».

Καθόλου κακή περιγραφή για το ‘Dio Mio No’, παρότι βέβαια το τραγούδι δεν βρίσκεται στον παραπάνω δίσκο, αλλά είναι όντως ένα από τα πρώτα πράγματα στα οποία θα πέσει κανείς ψάχνοντας για τον Battisti, αν ξεπεράσει το ‘Ancora Tu’. Ακόμη δε καλύτερος ο μηδενισμός αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Julian Cope έγραφε για το Fetus του Battiato, και όχι για κάποιον δίσκο του Battisti. Είναι περίπτωση Παπαχρόνης- Παπασαράντου εδώ που τα λέμε, όλοι τους μπερδεύαμε για καιρό, μέχρι που ο δεύτερος μας έπεισε ότι δεν ξέρει καν να παίζει μπάσκετ και έτσι τους ξεμπερδέψαμε. Κάπως έτσι και με τους σημαίνοντες ‘Λατίνους τραγουδοποιούς’, που κάπου ανάμεσα στο San Remo και στο Obscure, φέρνουν σε σύγχυση τα αμιγώς δυτικά ακροατήρια, καθώς εκτός των άλλων επιμένουν όλοι να ξεκινάει το επώνυμο τους από Ba-. Σε καλό τους.

Αδιάφοροι όντας λοιπόν οι Ιταλοί για το κατά πόσο τους παίρνουν στα σοβαρά ή όχι, πράγματι ορισμένες φορές καταφέρνουν αν όχι να κυριαρχήσουν, τότε σίγουρα να εμφανιστούν σε καλύτερη φόρμα από όλους τους υπόλοιπους. Και τότε σηκώνουν παγκόσμια κύπελλα, επιβάλουν την κουζίνα τους, υποβάλουν την τραγουδιστική παράδοση μιας μικρής γειτονικής χώρας σε διαρκώς ανυπόφορες διασκευές τύπου τερατάκια τσέπη/προσέχετε τον γορίλα κλπ. Παρά ταύτα, οι ίδιοι παραμένουν cool τις περισσότερες φορές. Calmi, δηλαδή.

Υπερβολικοί όμως, όπως επιβάλλεται, στις δράσεις και τις αντιδράσεις τους, και διακατεχόμενοι και αυτοί μονίμως από το σύνδρομο του ‘νέου Maradona’ (που όπως όλοι ξέρουμε ήταν Ιταλός), θεώρησαν αρμόζον να ‘αναστήσουν’ έστω και κατ’ όνομα (far from the reality, όμως) την Numero Uno, το label δηλαδή που στις αρχές των 70s είχαν φτιάξει οι Batisti- Mogol για να διατηρήσουν της ανεξαρτησία τους ως δημιουργοί. Εδώ υπό την σκέπη της Sony Music βεβαίως, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Κάπου θα έχετε διαβάσει ότι ανεξάρτητες εταιρείες επί της ουσία δεν έχουν υπάρξει ποτέ. Κάθε αλήθεια εμπεριέχει ίχνη ψεύδους βέβαια.

Ο Jacopo Incani πάντως – και θα είμαι κάθετος σε αυτό- ούτε είναι, ούτε εμφανίζεται ως νέος Battisti. Περισσότερο επιδιώκει να αιωρείται η απρόσωπη εικόνα του ως το φάντασμα του τελευταίου, με ότι αυτό συνεπάγεται για την συλλογική μνήμη του ακροατηρίου του. Σε μία φαιδρή αντιστοίχιση θα λέγαμε ότι καταφέρνει μόλις με έναν δίσκο (τριπλό μεν, και όχι τον πρώτο του, αλλά ΟΚ), αυτό που κατάφερε ο Λευτέρης Πανταζής σε σχέση με τον Τόλη Βοσκόπουλο μετά από αρκετή προσπάθεια και αμφισβήτηση. Υπήρξε όντως ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Βοσκόπουλος αντέγραψε τον Πανταζή, παρότι κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν συνέβη ποτέ.

Έτσι και εδώ. Σε όλη την διάρκεια του ‘IRA’, η οποία είναι κάτι παραπάνω από μεγαλύτερη από όσο μας επιτρέπουν οι ανάγκες μας σε ακρόαση, υπάρχουν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες οι αναγνώστες του Julian Cope, θα μπορέσουν επιτέλους να πουν «αυτό μάλιστα, οι Ιταλοί έχουν σοβαρευτεί και δεν μασκαρεύουν απλώς τα τραγουδάκια τους με έγκριτη ηχητική ταυτότητα για να μας ξεγελάσουν».

Φτιάχνει ο Incani όμως σοβαρή μουσική ή είναι τυπική περίπτωση ικανότατου τσαρλατάνου, που περιδιαβαίνει στα όρια της μουσικής των άλλων, περισσότερο για να την εξοντώσει, παρά για να την αναστήσει ; Δεν έχω σαφή απάντηση. To ‘IRA’ αντιμετωπίζεται ως ένας ‘σοβαρός και σημαίνον’ δίσκος, αλλά το σημαινόμενο παραμένει ερωτηματικό θεωρώ, μετά από πολλούς μήνες ακροάσεων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την υποτιθέμενη επιδίωξη του, ως Iosonouncane, να επανεφεύρει το ιταλικό τραγούδι σε πλαίσιο που και δεν θα υφαρπάζεται από την κατάρα του φολκλόρ, αλλά και δεν θα θυσιάζεται στις νόρμες του zeitgeist, συνεπώς θα μπορέσει μετά από αρκετά χρόνια απραξίας – είναι αλήθεια- να αφήσει ως παρακαταθήκη 3-4 ιταλικά τραγούδια στο στερέωμα εκείνο που πάνε και μένουν τα σπουδαία τραγούδια, αποκολλημένα πλέον όχι μόνον από την χώρα, αλλά και από το υποκείμενο της καταγωγής τους.

Επικοινωνήθηκε ιδανικά το παραπάνω με την κυκλοφορία του 7’’ ‘Novembre/ Vedrai Vedrei’, όπου ειδικά στην cosmische διασκευή του τελευταίου εμφανίζεται πράγματι ως μία μεταφυσική εκδοχή του Luigi Tengo, λιγότερο τραγικός, περισσότερο και σχεδόν υπερβολικά πομπώδης, αλλά και πάλι καταφέρνοντας να πάρει την σωστή στροφή πριν πέσει με ορμή επάνω στις μπάρες που θα μας υποχρέωναν να κάνουμε λόγο για ένα Ιταλό Τόνι Σφήνο, που δεν πάσχει από λογόρροια, αλλά δεν αποφεύγει και την γλωσσαλγία.

Και κάπου εδώ φτάνουμε στην επιλογή του Iosonouncane να μας τραγουδήσει αυτόν τον υπέροχο δίσκο σε καμία γλώσσα. Όχι στην καμία γλώσσα των Cocteau Twins, στην οποία είμαστε συν-εθισμένοι, ούτε σε αυτή του Demetrio Stratos, την οποία κάνουμε πως απολαμβάνουμε για να μην χαρακτηριστούμε και αδαείς. Η επιλογή του είναι ένα άτσαλο μείγμα με λέξεις και φράσεις από διάφορες γλώσσες, μια ιδιότυπα άχρονη Esperanto δηλαδή, που καθώς βάζει στο παιχνίδι και την Αφρική, καταφέρνει τελικώς να απομακρύνει τον ακροατή από κάθε είδους νοήματα, μηνύματα (που πάντως υπάρχουν) και υποδείξεις (που πάντως δεν υπάρχουν), σε έναν δίσκο διάρκειας δυόμιση ωρών, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο ο μέσος τραγουδοποιός αισθάνεται την ανάγκη να μας διηγηθεί την ζωή του τουλάχιστον δύο φορές. Και αν είναι και Ιταλός, ακόμη και τρεις.

Στο ερώτημα αν η επιλογή αυτή γίνεται για να υπονομευθεί η στόχευση του δίσκου, ενόψει της θέσης του σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιταλικό τραγούδι, ή για να αναδειχθεί το ότι ένας Ιταλός μπορεί να στήσει πράγματι έναν νέο δικό του μουσικό κόσμο, χωρίς λόγια αγάπης, βίας ή και χωρίς κραυγές αγωνίας ακόμη, το IRA απαντάει σχεδόν αφοπλιστικά με την εμμονή του να μην προκαλεί την προσοχή του ακροατή σε σχεδόν κανένα χρονικό σημείο από αυτές τις δυόμιση ώρες, ενώ παράλληλα είναι ένας δίσκος στον οποίο πράγματι μένεις βυθισμένος και όχι μετέωρος. Περισσότερο σε προσέχει ο δίσκος δηλαδή, παρά εσύ αυτόν. Είναι ένας δίσκος που ακούγεται σχεδόν βασανιστικός όταν βάλεις να τον ακούσεις σε αυτοκίνητο, και αυτό αντίθετα με ό,τι λέγεται συνήθως είναι μια ισχυρή ένδειξη για την ποιότητα κάθε δίσκου.

Η μουσική του Iosonouncane στο ‘IRA’ αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο εξώφυλλο του δίσκου. Πέρα από το αν είναι σκοτεινή ή υποβλητική, αδιέξοδη ή/και κλειστοφοβική, άρτια οργανωμένη και άτακτα ξεχειλισμένη, διακοπτόμενη από εκρήξεις, αλλά προσηλωμένη τελικά σε μία επιλεκτική ακινησία, παρατακτική, αλλά και απέχουσα από μια ορισμένη εξελικτική σταθερά, κατά βάση είναι μία απολύτως θολή μουσική. Η θολότητα αυτή έχει περισσότερο την έννοια της αδιαφάνειας που δημιουργείται και υπάρχει στο παρόν, παρά της αόριστης θολούρας, που αναπόδραστα κουβαλάει επάνω της οποιαδήποτε μουσική έρχεται από το παρελθόν, και συνεπώς καταλήγει και σε αυτό.

Παρότι εδώ μέσα υπάρχουν όντως τραγούδια ισχυρά (Soldier, Hajar), παρότι ο Incani δεν στέκεται αδιάφορος απέναντι σε μία Ιταλία που αποστρέφεται τον πολιτισμό της όταν οι ξένοι πολιτισμοί της χτυπάνε ‘λαθραία’ την πόρτα (και για αυτό ίσως επιλέγει να μπασταρδέψει έως και χυδαία την γλώσσα του), η μουσική του τελικά παραμένει θολή ως το τέλος. Αρνείται να δώσει μια σαφή και οριοθετημένη εικόνα του δημιουργού της και τελικά αρνείται το προφανές του σκοπού κάθε μουσικής, καθώς επιμένει να μην γυρνάει στο μυαλό του ακροατή της όταν αυτός δεν την ακούει, αλλά να απομακρύνεται από αυτόν.

Είναι πολλές λοιπόν οι ανατροπές που φέρνει ο Iosonouncane με το ‘IRA’, και είναι σπουδαίο το ότι κάθε μία από αυτές έρχεται ως αποτέλεσμα όχι αντιφάσεων, όπως συνήθως συμβαίνει στο πεδίο της pop/rock δημιουργίας, αλλά αντίθετα ως ισχυρών θέσεων, τις οποίες ο ίδιος έχει δημιουργήσει, και των οποίων τους κώδικες έχω την αίσθηση ότι μόνον ο ίδιος κατανοεί μέχρι στιγμής. Και πιθανολογώ ευελπιστώντας ότι συνεχίζει να τους επεξεργάζεται.

Περίμενα κάτι παραπάνω από έξι μήνες, μέχρι να κάτσω (κακή επιλογή λέξης, για παρουσίαση ιταλικού δίσκου) να γράψω δυο - τρία πράγματα που να βγάζουν άκρη σε σχέση με αυτόν τον δίσκο, αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν δυνατό, συνεπώς έγραψα δεκάδες πράγματα που δεν βγάζουν άκρη. Όπως ακριβώς άκρη δεν βγαίνει και με αυτόν τον δίσκο.

Στην πορεία τον αγόρασα ήδη τρεις φορές, σε κάθε φυσικό μέσο, πλην της κασέτας που ακόμη την περιμένουμε, έφερα τα πάνω- κάτω όταν αισθάνθηκα ότι θα χάσω την πρώτη κοπή από το βινύλιο, τελικά ησύχασα όμως με μια τρομερή καραμπόλα μέσω Bari, και το έχω και στέκει άθικτο στα ράφια μου, μαζί με την δεύτερη κοπή, λίγο πιο πέρα στην είσοδο του σπιτιού, έκανα κάθε τι που περνούσε από το χέρι μου ώστε να τον αγοράσουν περισσότεροι και αυτή τη στιγμή περιμένω την επόμενη κοπή, καθώς έχουν περάσει δύο μήνες από τότε που τον αγόρασα τελευταία φορά, και αισθάνομαι μία έλλειψη.

Παρόλα αυτά κάθε φορά που δεν ακούω αυτόν τον δίσκο, είναι σαν να μην γνωρίζω τίποτε για αυτόν και σαν να μην τον έχω ακούσει ποτέ. Και αυτό είναι πράγματι μια ανατροπή σε σχέση με το πως λειτουργούσαν μέχρι σήμερα οι δίσκοι που είχαμε εκτός από τα ράφια μας, και μέσα μας.

10
19/01/2022
Άρης Καραμπεάζης

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

Ashenspire Hostile Architecture

ΔΙΣΚΟΣ

Φοίβος Δεληβοριάς ΑΝΙΜΕ

ΔΙΣΚΟΣ

ΛΕΞ live: ‘Γεννήθηκε στη Σαλονίκη και ξέρει απ’ έξω την διαδρομή’

LIVE REVIEW

They Call Us The Iggy Pop Kids Λίγο Release Ακόμη: Iggy Pop/ Liam Gallagher/ Pet Shop Boys/Sleaford Mods/Κωνσταντίνος Β

LIVE REVIEW

Bauhaus/ The Jesus And Mary Chain/Deus/Manowar/Rotting Christ Dark Entries, Fire and Steel - Τα πρώτα έργα και ημέρες του Release Festival 2022

LIVE REVIEW
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

RECOMMENDED

Brian Eno & Roger Eno

Brian Eno & Roger Eno Live στο Ηρώδειο

LIVE REVIEW
Godspeed You Black Emperor

Godspeed You! Black Emperor Η διαδικασία μιας αργής εξέγερσης

ΘΕΜΑ
Lush

Lush Live at the Roundhouse

LIVE REVIEW
22ο έτος
  • ΔΙΣΚΟΙ
  • ΘΕΜΑΤΑ
  • ΣΤΗΛΕΣ
  • LIVE REVIEWS
  • BE MY GUEST
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
  • ΕΙΔΗΣΕΙΣ
  • ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
  • ΣΙΝΕΜΑ - ΘΕΑΤΡΟ
  • ΒΙΒΛΙΑ
  • BAND LIST
  • ΕΛΛΗΝΙΚΑ
  • ΣΥΝΤΑΚΤΡΙΕΣ/ΕΣ
  • AUDIO / VIDEO
  • WEB RADIOS
  • MUSIC BLOGS / SITES
  • BANDCAMP / SOUNDCLOUD
  • LIVE DATES
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Copyright © 2000-2021 MiC, All rights reserved. Designed & Developed by E-Sepia