Hawk
Αυτό δεν είναι ασφαλώς το καλύτερο άλμπουμ της τριλογίας τους, σε ποσοστά προβοκατόρικης πρόκλησης τουλάχιστον, αλλά από την πρώτη ακρόαση ήδη μου καρφώθηκε στο μυαλό ότι είναι το πιο ειλικρινές. Αγνών προθέσεων, που λένε. Όχι δηλαδή ότι με τα προηγούμενα δολίως έπραξαν και πήγανε να φάνε τα λεφτά του κοσμάκη, αλλά στο πρώτο έχω την αίσθηση ότι η Ισαβέλλα το έπαιζε Μαρκ και στο δεύτερο ότι ο Μαρκ το έπαιζε... όχι Ισαβέλλα βέβαια, αλλά ως δήθεν αρσενικό ιδανικό της αντίστοιχο. Στο τρίτο χτύπημα, η πόρτα της συνθετικής ευστοχίας επιτέλους ανοίγει διάπλατα για την δεσποινίδα και παρότι κορωνίδα (τι άθλια λέξη!) του δίσκου είναι αναμφίβολα η διασκευή στο No Place To Fall του Townes Van Zandt, η ex-Belle είναι και επισήμως μία Σκωτσέζα που γράφει την καλύτερη αμερικάνα στην πιάτσα. Ή την πιο ευρωπαϊκή americana αν προτιμάτε... (που είναι και η καλύτερη, εδώ που τα λέμε).
Και αν όπως σωστά είχε επισημάνει ο Βασίλης Παυλίδης προ πενταετίας, η πρώτη τους συνεργασία πόνταρε στην πρόκληση ως ευαίσθητο σημείο των απανταχού μουσικόφιλων, αυτή τη φορά η ελαφρά αναθεώρηση της ήδη κερδισμένης πρόκλησης, αρκεί για να καταστήσει το Hawk έναν δίσκο που κάτι έχει να πει στους μουσικόφιλους, που το πήραν απόφαση ότι τούτες τις μέρες τα πράγματα στην ευρύτερη pop/rock τραγουδοποιία δεν πρόκειται να πάνε πολύ παρακάτω.
Το περίεργο στην υπόθεση της συνεργασίας τους δεν είναι το δήθεν ετερόκλητο, ούτε η αντίθεση της πάλαι ποτέ χαρωπής φοιτήτριας με τον κακομούτσουνο (ναι καλά, για ρωτήστε τις κυρίες γύρω σας...) βρώμικο ρόκερ που κάποτε "αναγκάστηκε" και έκανε παρέα με χοντρούς και ακόμη πιο βρώμικους, ακόμη πιο ρόκερ τύπους για να χτίσει όνομα και μούρη. Είναι που για τρίτη συνεχόμενη φορά ο "κακομούτσουνος" είναι αυτός που κλέβει την παράσταση, καθώς η παραξενιά κερδίζει το παιχνίδι από την ευαισθησία και παρουσιάζεται ως ακόμη πιο ευαίσθητο αξίωμα. Στο υποδειγματικό εναρκτήριο We Die And See Beauty Reign ο Lanegan πηγαίνει την υπόθεση "μουρμουρητό" ένα βήμα παρακάτω στην ιστορία της ροκ κουλτούρας και έχεις άμεσα την αίσθηση ότι όλο και κάτι κινείται ακόμη και σε αυτές τις μέρες.
Κάπου στη μέση του άλμπουμ θα βρεθεί το ομώνυμο φαζάρισμα με χαλασμένες κιθάρες και χαλασμένες φυσαρμόνικες να ακούγονται ως το ένα και αυτό χαλασμένο όργανο μιας μπάντας, που αποφάσισε να κάνει πέρα τους φυσικούς της πρωταγωνιστές. Μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα του αμέσως επόμενου Sunrise, η Isobel αναλαμβάνει τα ηνία της δικής της καλώς εννοούμενης κρεβατομουρμούρας και όλοι οι ερωτευμένοι ακροατές του δίσκου αρχίζουν να σκέπτονται μήπως ήρθε η ώρα να ηχογραφήσουν κάτι ως ένδειξη της αγάπης τους. Και οι τελευταίοι ρομαντικοί της υπόθεσης του ροκ αρχίζουν να αναρωτιούνται μήπως τελικά ο Lanegan και η Δεσποινίδα είναι ερωτευμένοι και διάγουν βίο παθιασμένο και ανέμελο (προς το παρόν), διότι μέσα σε μία επαγγελματική συνεργασία είναι μάλλον αδύνατο να χωρέσουν τέτοια λιτά και υποδειγματικά ολοκληρωμένα συναισθήματα.
Αμφότεροι μέσα από αυτή τη συνεργασία κατάφεραν και ξέφυγαν από τον παρηκμασμένο κόσμο των συγκροτημάτων, όπως αυτός απλώνεται ήδη γύρω τους. Ο Lanegan θα έμοιαζε με πληρωμένο νούμερο τσίρκου σε κάποιο από τα πολλά κατά προσέγγιση reunion των Queens Of The Stone Age και η αξιοπρέπεια της Campbell μάλλον δεν έχει καμιά θέση στο εμπορευματικό τρένο των Belle And Sebastian, που κάθε φορά καβαντζάρει ένα και μόνο perfect pop song για να δικαιολογήσει τη διαιώνιση της κατά τα λοιπά μέτριας συνέχειας της πορείας του.
Καθώς χειμωνιάζει επιτέλους και σε λίγες ώρες από τώρα θα έχεις την ευκαιρία να επαληθεύσεις και επί σκηνής όλες τις ανωτέρω υπέρ του ζευγαριού υποθέσεις και θεωρίες, ο καθένας μας φαίνεται να βρίσκεται σε φυσική αδυναμία να εντοπίσει έστω και τα προφανή ψεγάδια στο τεχνητά γοητευτικό κόσμο του Mark και της Isobel. Τα τραγούδια προηγούνται και εδώ υπάρχουν και με το παραπάνω βλέπεις....