Lazaretto
All work and no play makes Jack a dull musician. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Τον Jack White τον συμπάθησα στις αρχές της νέας χιλιετίας λόγω της συμβολής του στην αναβίωση του garage. Τον θαύμασα όταν έμαθα ότι είναι υπεύθυνος για την αισθητική των εξωφύλλων των White Stripes. Και τον αγάπησα για τον ευφυή τρόπο με τον οποίο ενσωμάτωσε τις cowpunk ρίζες του στη γκαραζιέρικη παράδοση του Ντιτρόιτ, χωρίς να ξεχάσει ότι μεγάλωσε με τα blues του Blind Willie McTell και του Son House. Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, άρχισαν οι αμφιβολίες και τα παράπονα. Τα οποία έχουν να κάνουν μ' αυτή τη larger-than-life persona που καλλιεργεί συστηματικά. Την εποχή που διέλυσε τους White Stripes αισθάνθηκα ότι απείχε ένα βήμα από το να γίνει ο Αμερικανός Bono.
Κι αν αναρωτιέστε τι σχέση έχει η persona του Jack με τη μουσική του, ακούστε το Lazaretto και θα με καταλάβετε. Ο Jack κατάφερε να φτιάξει τον απόλυτο δίσκο-πάτσγουερκ. (Για όσους δεν έπιασαν το όχι ιδιαίτερα επιτυχημένο αστείο μου: εδώ κρύβεται νύξη για το γεγονός ότι πριν γίνει μουσικός, είχε διδαχτεί την τέχνη του ταπετσιέρη). Θέλοντας να παρατάξει όοοοοολες τις μουσικές επιρροές του, έγραψε ένα άλμπουμ χωρίς άξονα - μουσικό, εννοώ. Διότι ο στιχουργικός άξονας του παραμένει (όπως στο Blunderbuss) η απίστευτη οργή. Ο Jack είναι θυμωμένος: με τις γυναίκες του, τους κριτικούς, τους Black Keys - ίσως και μ' εμάς, τους ακροατές. Παρότι ο ίδιος λέει οι στίχοι του άλμπουμ προέρχονται από εφηβικά γραπτά του και μιλούν για τον έρωτα και τα βάσανά του, το Lazaretto μοιάζει να διακατέχεται από βαθιά αγωνία, υπαρξιακή και καλλιτεχνική. Τι άλλο μεγαλεπήβολο μένει να κάνει; Το παιδί από το Ντιτρόιτ που έγινε ο βασιλιάς της κιθάρας των '00s, δείχνει να έχει χάσει ελαφρώς το μπούσουλα.
Το δεύτερο άλμπουμ της Μπλε Περιόδου του Jack ξεκινάει συναρπαστικά: με τη διασκευή ενός blues του αγαπημένου του Blind Willie McTell, το Three Women. Μόνο που ο Jack έχει εκσυγχρονίσει τους στίχους, οι οποίοι μιλούν πια για μια ξανθιά, μια κοκκινομάλλα και μια μελαχρινή - κι απ' την Κική ή την Κοκό ποια να διαλέξει. Το παλιομοδίτικο Lawdy Lawd Lawdy Lawd του ρεφρέν εξελίσσεται κάποια στιγμή σ' ένα ευέλικτο κιθαριστικό πέρασμα που μπλέκει στον έξοχο διάλογο της φυσαρμόνικας με το funky όργανο.
Το Lazaretto με προσγείωσε άτσαλα. Είναι σαν συνονθύλευμα από 3-4 διαφορετικά τραγούδια, που δεν ήξερε τι να τα κάνει και τα έβαλε στο μίξερ. Την hip-hop εκφορά των στίχων διαδέχονται μουσικές φράσεις και περάσματα από διάφορα πράγματα της δεκαετίας του '70: κάπου βρήκα το Sea of Joy, αλλού τους Zeppelin, και στο τέλος το μόνο που μου έμεινε ήταν η μουσική φράση που παίζει το βιολί πριν το κλείσιμο.
Στο Would You Fight For My Love?, ο δραματικός διάλογος του πιάνου με την κιθάρα προετοιμάζει το έδαφος για τη σπαρακτική ερμηνεία του Jack στο πιο προσωπικό κομμάτι του άλμπουμ. Η ατμόσφαιρα παραπέμπει στα γουέστερν-σπαγγέτι αλλά αυτό δεν με χαλάει καθόλου, λόγω της αδυναμίας μου στο είδος. Ίσως στην πραγματικότητα, η μονομαχία στο ΟΚ Coral να έχει ως ήρωες ένα ζευγάρι που χωρίζει. Το δεύτερο αγαπημένο μου τραγούδι του άλμπουμ, αν και το οπερατικό γυναικείο φωνητικό τραβάει τη δραματικότητα στα άκρα.
To instrumental High Ball Stepper το πρωτάκουσα στο βιντεάκι που έδειχνε τον Jack White να ηχογραφεί για το Record Store Day (και ο δίσκος να τυπώνεται σε χρόνο ρεκόρ). Παρά το φωνητικό στην αρχή που με προδιάθεσε ευμενώς, το κομμάτι εξελίσσεται πολύ stoner για τα γούστα μου.
Οι στίχοι του Just One Drink νομίζω ότι παραπέμπουν σ' ένα παλιό blues του Tommy Johnson, το Cool Drink Water (που είχε διασκευάσει κι ο μακαρίτης Jeffrey Lee Pierce - I asked for water, she gave me gasoline) - αλλά οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Κατά τα άλλα, είναι σαν κομμάτι που έμεινε έξω από το It's only rock'n'roll, το άλμπουμ των Stones του 1973 - κι αυτό δεν το λέω τόσο λόγω των φωνητικών, όσο εξαιτίας του πιάνου που ακούγεται από πίσω: ναι, είναι ίδιο το πιανάκι του Nicky Hopkins!
Το Alone In My Home είναι το πιο αδιάφορο μουσικά κομμάτι του δίσκου, παρότι στιχουργικά μιλάει για την τρομερή μοναξιά που νιώθει ο Jack τα βράδια.
Στα πολύ δύσκολα τώρα: ακόμα και σ' εμένα που είμαι δηλωμένη λάτρης της country (alt. και παλιομοδίτικης), έπεσαν βαριά τρία τραγούδια με countr-ίζουσα ατμόσφαιρα (Temporary Ground, Entitlement και Want And Able). Δεν ξεχνώ φυσικά ότι ο δήμαρχος του Νάσβιλ του έχει απονείμει τον τίτλο του Πρεσβευτή της Μουσικής του Νάσβιλ. Το ντουέτο του Temporary Ground ίσως έχει περισσέψει από την παραγωγή του δίσκου της Loretta Lynn, ενώ στο Entitlement, σαν αυθεντικός συντηρητικός redneck ο Jack τα βάζει με τη "σημερινή νεολαία": "Not one single person on god's golden shore / Is entitled to one single thing / We don't deserve a single damn thing". Αγαπητέ Jack, καλωσόρισες στον πλανήτη μας! - Ωστόσο το τρίτο, το Want and Able, με το οποίο κλείνει ο δίσκος, μου κάθισε πολύ καλά λόγω της μελωδικής γραμμής και της ενορχηστρωτικής του λιτότητας: κιθάρα και πιάνο, και ο Jack να αναρωτιέται: "Who is the who that is telling who what to do?"
Στους πιο σκληροπυρηνικούς από μένα θα αρέσει αναμφίβολα το That Black Bat Licorice, που είναι σαν Rage Against the Machine: οι αμιγώς χιπ-χοπ στίχοι πατάνε πάνω σε αγριεμένες κιθάρες. Εδώ πάντως υπάρχει μια λεπτομέρεια που δείχνει ότι ο jack διαθέτει χιούμορ: αφού επαναλάβει οργισμένα πόσο σιχαίνεται το black bat licorice, προσθέτει: Θα σας το πω τώρα το γαμημένο και με βιολί (Now state the same damn thing with the violin!), για να ακολουθήσει ένα τρελαμένο βιολί.
Στο I Think I Found The Culprit βρήκα το τραγούδι που θα με κάνει να ξανακούσω το άλμπουμ και να προσέξω τις μικρές ευφυείς ενορχηστρωτικές ιδέες, όπως είναι η παρουσία του βιολιού σε ρόλο μπαλαντέρ (είπαμε, οι country εμμονές μου). Είναι από τα κομμάτια που ο Jack μπορεί να γράψει με το αριστερό χέρι, κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα με το δεξί - αλλά δεν του φτάνουν, γιατί θέλει να γίνει Πιο Μεγάλος Ακόμα, ένας γνήσιος Αναγεννησιακός Καλλιτέχνης.
Όταν θα πάψει να ξοδεύεται κάνοντας παραγωγές στη Loretta Lynn και την Alicia Keys, να παίζει σε αδιάφορες ταινίες (Cold Mountain), να ασχολείται τόσο πολύ με την καλλιτεχνική του persona (π.χ., αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Three Quid), και να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μιχαήλ Άγγελο - όταν δηλαδή ξεπεράσει την τρέλα του μεγαλείου, και καθίσει να ασχοληθεί μόνο με τη μουσική, ίσως βρει αρκετούς από τους παλιούς του θαυμαστές να τον περιμένουν.