Αν το Mic ήταν ακουστικό περιοδικό θα έπρεπε να προσέξουμε πως θα προφέρουμε τα ονόματα Jack και Jacques προς αποφυγή σύγχυσης των μεν με τους δε. Τα δύο τζάκια βέβαια δεν συμπλέκονται μόνο ακουστικά αλλά και υπαρξιακά. Κοινός κινητήρας τους ο SSS («sorry soul singer», όπως αποκαλούν το σινάφι του οι μουσικογράφοι) Anthony Reynolds, που αποτελεί ένα είδος πολυτάλαντου σχηματία : μουσικός, ποιητής, τραγουδιστής, είρων, συναισθηματάκιας. Με τα δυό του σχήματα ικανοποιεί δύο βασικές αντίθετες ανάγκες· με τους οκταμελείς Τζακ παίρνει μέρος σε ένα συλλεκτικό γκρουπ (χωρίς να σκίζουν από κοινωνικότητα), με τους Zακ τα πράγματα γίνονται πιο private.
Αυτοί στον πρώτο δίσκο τους (1997) εμφανίζονταν ως ντουέτο μ’ έναν άλλο «πολύπλοκο», τον Momus, και ήθελαν σύμφωνα με τον τίτλο του να τον ακούς όταν πηδάς. Εδώ ο Raynolds αποφασίζει ως σωστός εγωιστονάρκισσος να τα αντιμετωπίσει όλα μόνος του και ο Keith Cullen της Setanta του παρέχει όλα τα απαραίτητα. Ο δίσκος δεν αποτελεί και υπόδειγμα μεγάλων εξάρσεων και συγκινήσεων αλλά έχει σωστή δοσολογία εξυπνάδας, ιδεών και φορτίσεων. Μουσικά πατά σε μία αξιοπρεπή και εκλεκτή βρεττανική παράδοση που τελευταία τιμά καλύτερα απ’ όλους ο Neil Divine Comedy Hannon, ενώ σε τουλάχιστον δύο τρακς μου θύμισαν όχι χωρίς συγκίνηση τα τελευταία δισκάκια των Τριφφίδων.
Η έκπληξη βέβαια καταφθάνει με τη διασκευή του The day before you came των Abba, από εκείνο το αλησμόνητο comeback τους στις αρχές του 80 με το Visitors (αποφεύγοντας όμως το θρηνητικό ντελίριο του πρωτοτύπου, που εδώ μετατρέπεται πάντως σε μια γερή οργανική εκτόνωση). Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι το γεγονός ότι αυτό ήταν το τελευταίο (αν δεν κάνω λάθος) επίσημο σίνγκλ των Σουηδών.
Αν τέλος πιάσατε απουσία αναφοράς Jimmy Webb και σίων μην χαίρεστε, απλά τώρα το θυμηθήκαμε. Και μια και μιλάμε για χιλιοειπωμένες αναφορές, η περιγραφή «ο S. Walker με τον J. Brel παίζουν ΜOR» που έγραψε το Q νομίζω πως πέφτει αρκετά μέσα. Να μην παραλείψουμε όμως και τη στάμπα του κυνικά ρεαλιστή Matt Johnson (είπαμε, μην μπερδέψουμε τους μεν με τους δε δε). Α, και από ιδιόμορφο καθημερινό ερωτισμό σκίζουν : «Θυμάμαι πώς πηδιόμασταν ακούγοντας τους γείτονες να καυγαδίζουν» (The Orchestra I Loved).