"Ποτέ μην λες ποτέ", αλλά και "ποτέ δεν είναι αργά". Δυο φράσεις με νόημα που όταν τις ξεκόψεις από την καθημερινότητα και τις δεις αυστηρά στα καθ' ημάς μουσικά η αισθητική της πρωτοτυπίας και του πειραματισμού οφείλει πρώτα από οτιδήποτε άλλο να μπορεί να ερμηνεύσει τα φαινόμενα που ενίοτε δημιουργούν.
Φωτογραφίζω το 'What We Must' και τους τωρινούς Jaga Jazzist με μερικές υποθέσεις με νόημα. Οι προεκτάσεις δικές σας.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για ένα συγκρότημα που έχει συνολικά κερδίσει τις εντυπώσεις, αλλά ακούγοντας κανείς τους δύο σημαντικότερους δίσκους του δεν περιμένει ποτέ ότι σε κάποια χρονική στιγμή οι κιθάρες θα γίνουν το επίκεντρο της μουσικής του. Εντούτοις οδηγείται τελικά αυτό σε κείνες και τα μέλη του θεωρούν πως ήταν ακριβώς η κίνηση που χρειαζόταν για να στραφεί με τα καινούργια του προς μια νέα κατεύθυνση.
Επίσης, ας πούμε για το ίδιο συγκρότημα πάλι πως ουδέποτε κατά το παρελθόν είχε γράψει το υλικό του σε demo πριν από τις ηχογραφήσεις για κάποιο από τα άλμπουμ του, αλλά με το νέο του το έκανε: μετά από κάποιους μήνες γραψίματος μπήκε σε ένα απομονωμένο στούντιο κάπου στην επαρχία της πατρίδας του, πήρε μια και έξω ένα δοκιμαστικό σε μια μέρα, βγήκε στους δρόμους δοκιμάζοντας το φρέσκο υλικό και τέλος επέστρεψε για να το ηχογραφήσει, αν και όχι ακριβώς στο ίδιο στούντιο, χρησιμοποιώντας, πάντως, εκείνο το πρώτο demo ως τη θεμελιώδη βάση.
Οι Jaga Jazzist είναι ένα πολύ μεγάλο συγκρότημα και όχι μόνον επειδή αριθμεί δέκα μέλη. Με το 'What We Must' αφήνει πίσω, κλείνει τρόπο τινά, τον εξαιρετικό κύκλο των 'A Livingroom Hush' και 'The Stix', και προσπαθεί να αλλάξει πεδίο. Υποψιάζομαι και να αποτυπώσει όσο γίνεται περισσότερο τον ήχο που βγάζει ζωντανά. Τόσο οι κιθάρες, όσο και η rhythm section χώνονται, χωρίς, μολοντούτο, να καταποντίζονται στο rock styling των seventies, που συνειδητά νόμιζα ότι αποποιούνταν στα χρόνια που πέρασαν, αλλά και στην pop των shoegazers. Από αυτά πηγάζουν και οι μεγαλύτερες διαφορές του παρόντος δίσκου με τους δύο που προηγήθηκαν αυτού χρονικά. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή τους η κίνηση ενέχει προσωρινότητα.
Ο Lars Horntveth, είτε μόνος του, είτε με άλλους, συνέθεσε τα έξι από τα επτά tracks του cd. Υπολογίζοντας το εντυπωσιακό περσινό του προσωπικό 'Pooka' δεν έδωσε σε όλα τον καλύτερο εαυτό του, αν και είναι ομολογουμένως πολύ προσεκτικός, υποψιασμένος και διακριτικός από το εναρκτήριο και βασικό single 'All I Know Is Tonight' ακόμη. Του βγάζω το καπέλο και ίσως δεν πρέπει τελικά να συγκρίνουμε το τι κάνει έξω από τους Jaga Jazzist με αυτό που κάνει εντός τους, μόνον σε μπερδέματα μας βάζει.
Το 'Swedenborgske Rom' του Andreas Hessen Schei που απομένει είναι ατόφιο Sigur Ros εποχής '()' - αναφέρομαι και σ' αυτά τα πρωτόγνωρα για τους Jaga Jazzist χορωδιακά του, αν και δεν είναι και τα μοναδικά στο δίσκο. Η με κάποιο τρόπο χρήση της ανθρώπινης φωνής, έστω και σποραδικά, είναι και αυτή μέρος της μεταμόρφωσης εδώ.
Στους παλιότερους δίσκους τους οι Jaga Jazzist ήταν ειδήμονες στο να παίρνουν απλές ιδέες και να χτίζουν με αυτές σταδιακά και με τη φαντασία αρχιτεκτόνων πολύ μεγάλα πράγματα. Κατά βάθος δεν έχουν μετακινηθεί ρούπι απ' αυτήν την πρακτική. Έστω και αν δεν αιφνιδιάζουν όπως άλλοτε, το 'What We Must' είναι ένας κλιμακωτός δαίδαλος από ήχους, μπορεί με τις εξυπνότερες ενορχηστρώσεις και την καθαρότερη παραγωγή που είχαν ποτέ.
Στο bonus disc της ειδικής έκδοσης, με τον αυτόνομο τίτλο 'Spydeberg Sessions', περιέχονται οι αρχαϊκές, δοκιμαστικές εκτελέσεις τεσσάρων tracks από το album, δύο εκ των οποίων ήταν στο demo που έγραψε το συγκρότημα στο Spydeberg Solstudio που προανέφερα ως υπόθεση στην τρίτη παράγραφο. Και είναι χρήσιμες ως συμπλήρωμα και ως εργαλείο για να πάρουμε μια γεύση από το live feeling μιας πρόβας τους, αφού δεν είχαμε άλλου είδους τύχη.
Δεν ζούμε, όμως, με αυταπάτες και συμπερασματικά με το 'What We Must' οι Jaga Jazzist μπορεί να στράφηκαν προς κάτι γενικώς πιο progressive, δεν έγιναν ωστόσο αυτό που περιμέναμε, καλύτεροι. Και αυτός ο δίσκος με βάση την αέναη μουσική ροή, και όπως αυτή έχει ήδη καταγραφεί στην ιστορία που μου αρέσει να διαβάζω, φυσιολογικά θα έπρεπε να' χε προηγηθεί των 'A Livingroom Hush' και 'The Stix', παρά έτσι που έπεται αμφοτέρων. Τότε θα ανησυχούσα και για το μέλλον λιγότερο. Δεν είδατε τι έπαθαν οι The Mars Volta;
- 7, 5 - Πάνος Πανότας
- - -
Η δεκαμελής μπάντα των Jaga Jazzist ξεκίνησε το 1994 τότε που μερικά από τα μέλη τους ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Η πρώτη τους απόπειρα ήταν το "J?vla Jazzist Grete Stitz" το οποίο και έχουν αποφασίσει να μην ξανακυκλοφορήσουν, ενώ το 2001 ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρον ηλεκτρονική πρόταση το "A Livingroom Hush", και το 2003 το διαδέχεται το κορυφαίο electro-jazz "The Stix" με πολλές αναφορές σε drum 'n' bass ρυθμικά μοτίβα. Το 2005 οι JJ επιστρέφουν με τη πιο δουλεμένη, πολυσύνθετη και κυρίως εμπνευσμένη πρόταση στη δική τους και όχι μόνο ιστορία.
Το "What We Must" όντως πολύπλοκο δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια να το κατατάξεις κάτω από μουσικά είδη, αλλά όπως κάθε μεγάλο συγκρότημα έτσι και οι JJ γεννούν την ανάγκη να επινοήσεις νέα υποείδη που θα ορίσουν μια καινούρια σχολή - κίνημα. Περισσότερο rockist παρά jazzist από ποτέ, οι JJ δείχνουν ότι έχουν αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό όλες τις ετερόκλητες επιρροές τους, γκρεμίζοντας αντιλήψεις περί ορίων και έλλειψης δυνατότητας συνύπαρξης μεταξύ σύγχρονων και μη μουσικών ρευμάτων. Ένα αμάλγαμα πειραματισμού, τεχνικού post rock, electro nu-jazz, kraut και progressive rock, είναι μια πιθανή περιγραφή που θα μπορούσε να δοθεί στον ήχο του "What We Must". Και αυτός είναι ένας λόγος που δεν μπορείς παρά να θαυμάζεις ένα γκρουπ που βρίσκει το τρόπο να εξελίσσει τον ήχο του μελετώντας πιο σύνθετες φόρμες, θυσιάζοντας ίσως μια μερίδα του κοινού του.
Οι επιροές λοιπόν φαίνεται να ξεκινούν από τους Tortoise, τους Isotope 217, τον Jim O' Rourke, τους Talk Talk, τους Stereolab και τους Sigur Ros μέχρι τον Aphex Twin και τον Miles Davis με τον Gil Evans. Με κύριο χαρακτηριστικό τις πλούσιες ενορχηστρώσεις που εκτός από τα βασικά όργανα, κιθάρες, ντράμς, μπάσο, πλήκτρα, συμπεριλαμβάνουν και αρκετά χάλκινα όπως τρομπόνι, τούμπα, σοπράνο σαξόφωνο, τρομπέτα, και άλλα όπως φλάουτο, βιμπράφωνο, μέλλοτρο, οι JJ καταφέρνουν να εκτοξεύσουν τη δυναμική του συγκροτήματος αναμεταδίδοντας την κατάλληλη ενεργητικότητα, χωρίς να φλυαρούν.
Και παράλληλα είναι ο ενθουσιασμός, που προκαλείται από τη συνειδητή αποστασιοποίηση από κάθε τέτοια στατική δυναμική, που με τη σειρά της επιφέρει την αρμονικότητα και τον εκλεπτυσμό της μουσικότητας των JJ. Καταφέρνουν έτσι να αναδείξουν το ιδιόμορφο βουκολικό τους προσωπείο, αναπαράγοντας την ατμοσφαιρικότητα που σε πλανά σε τρισδιάστατους χώρους. Και στο δρόμο οδηγούν τον εγκέφαλο σε απροσδιόριστα πολυεπίπεδα ταξίδια, προς ανακάλυψη μιας πραγματικότητας ασύγχρονης με την υπάρχουσα, ασύγχρονης με όλα τα ερεθίσματα, μέσα από χιλιοδουλεμένες και γεμάτες φαντασία αρμονίες, ρυθμούς και ενορχηστρώσεις.
Το κυρίαρχο όμως στοιχείο της μουσικής των Jaga Jazzist στο "What We Must" δεν είναι άλλο από τις μελωδίες, τις μελωδίες και τις μελωδίες. Νότες απόλυτα συνταιριασμένες με λόγο ύπαρξης, προοπτική και αφορμή για εξερεύνηση, προκαλούν την αγαλλίαση από την ευχάριστη συνήχηση των φθόγγων.
Κομμάτια όπως το "Oslo Skyline", " Stardust Hotel " και το "All I know is tonight", υποκρύπτουν διακριτικά και μ'έναν ευλαβικό τρόπο έναν υφέρποντα ενθουσιασμό, μια ελευθερία. Μια αριστοτεχνικά δομημένη ελευθερία που έρχεται για να σημάνει τη λύτρωση. Όλες οι κρυσταλλωμένες μας αισθήσεις, οι παγωμένοι δρόμοι, βρίσκουν σ'αυτές τις μελωδίες τη μητρόπολη της αφύπνισης, της εγρήγορσης και της πολυπόθητης δικαίωσης. Το "Swedenborgske Rom"και το "For all you happy people" θα σε δεσμεύσουν και θα σε μυήσουν σε μια άλλη σειρά σπάνιων αισθήσεων που θα γίνουν αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας.
Δυστυχώς, το μόνο τρωτό σημείο του δίσκου είναι η παραγωγή του, που πιστέψτε με, ωχριά μπροστά στις εκτελέσεις των ζωντανών τους εμφανίσεων, κρύβοντας ακούσια προφανώς, μοτίβα και ήχους που προκαλούν την πληρότητα.
Οι JJ παίζουν το fusion της γενιάς των '00s και οι μουσικόφιλοι του σήμερα μπορούν να νιώθουν υπερήφανοι, χωρίς να χρειάζεται ν'αναπολούν το "Bitches Brew" του Miles Davis (καλά ντε μια κουβέντα είπαμε).
Το πειραματικό, electro jazz-rock ιδίωμα της μουσικής των JJ έρχεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη αλλοτριωτική, έντονα υποτονική καθημερινότητα, αντιτάσσοντας μια ταξιδιάρικη μακαριότητα. Με το "What We Must" οι JJ δημιούργησαν τη Μεγάλη μουσική με την ανυπολόγιστη αξία στο σήμερα και το αύριο. Μα πάνω απ'όλα σε ωθούν να βιώσεις την ολότητα της σφαίρας που γυρίζει, ενός λουλουδιού, του ίδιου σου του εαυτού.
Προσέλθετε !
- 9 - Χάρης Αποστολόπουλος