James Blake
Θα σε χαλάσει, αλλά, μάλλον θα σου αρέσει. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
To 2011 κατέφθασε ηχητικά με τους πιο αισιόδοξους οιωνούς, βέβαια μονάχα σε ότι αφορά την ποιότητα της μουσικής παραγωγής, διότι επί της ποσότητας δεν τίθεται θέμα, όλα έχουν προδιαγεγραφεί` ως γνωστόν, οι δείκτες σημειώνουν εκθετικά ανοδική πορεία με άκαμπτη σταθερότητα και τα mb των σκληρών δίσκων κρίνονται όλο και περισσότερο ανεπαρκή για να φιλοξενήσουν τον κυκεώνα των ψηφιακών πληροφοριών. Σχετικά με αυτή καθεαυτή την καθημερινότητα, εκτός της επίδρασης των ψυχαγωγικών μέσων, αφήστε το καλύτερα...
Στα καθ' ημάς αμιγώς μουσικά, το πρώιμο κι εξαιρετικά θετικό σημάδι στον ορίζοντα οφείλεται εν πολλοίς στον πολυγραφότατο, πολυπράγμονα και, επιτρέψτε μου, ευρηματικότατο κύριο James Blake. Ύστερα απ' την κυκλοφορία τριών καταπληκτικών αισθητικά και συνθετικά EPs μέσα στο 2010, συγκεντρώνει τις δυνάμεις του στην παράδοση ενός full length συνόλου που αποτελεί τον αντικατοπτρισμό των έως τώρα ανησυχιών του, δίχως να καταφεύγει στην ευκολία της συλλογής μερικών εκ των "τρανταχτών" κομματιών απ' τις προηγηθείσες προσπάθειές του.
Στο selftitled άλμπουμ του, λοιπόν, ο Blake ιχνηλατεί την μελωδία, η οποία αναδεικνύεται πότε μέσω της συνεχούς electro μετάλλαξης της και πότε διατηρώντας την ακεραιότητα της. Η ρυθμολογική αρτιότητα συνυπολογίζεται στις άμεσες προτεραιότητές του, μα ο μελωδικός οίστρος είναι εκείνος που του δείχνει το δρόμο. Είτε μιλώντας για τα μελωμένα - παραμορφωμένα ή μη - φωνητικά του ιδίου, είτε για τις βασισμένες ως επί το πλείστον σε πιανιστικά μοτίβα συνθέσεις. Τούτος ο 21χρονος (!) παραγωγός/τραγουδιστής/συνθέτης αποπειράται να εμφυσήσει στο υλικό του ένα προσανατολισμό, του οποίου τα πρωτεία διεκδικούν οι soul και R&B γραμμές. Η δομή σαφώς και συντάσσετε με τις dubstep πατέντες, εντούτοις γίνεται αντιληπτό ότι, λόγου χάρη, οι Stevie Wonder επιρροές υπερισχύουν έναντι των σύγχρονων ηλεκτρονικών επιταγών, με τις techno και λοιπές electronica εμπνεύσεις να παρευρίσκονται αλλά να μην υπερθεματίζουν την ανάπτυξη. Αυτή η παρέκκλιση του απ' τις προσφάτως παγιωμένες τάσεις του εν λόγω ιδιώματος, τον διαχωρίζει από την πλειάδα των προσκείμενων σε αυτό καλλιτεχνών.
Παρουσία χαμηλών bpm πτήσεων και μινιμαλιστικών περιπτύξεων κυλάει στην ολότητά του ο δίσκος. Ο Blake βουτά σε υπνωτικές συχνότητες -όπως στο "To Care (Like You)"- που ακόμα και το αισθαντικό σύμπαν του Burial δεν τις περιλαμβάνει σε αντίστοιχη αναλογία. Τα dub μπάσα, επίσης, δεν χτυπάνε ποτέ κόκκινο. Κατά τα φαινόμενα, ο δίσκος δεν προορίζεται για να φέρει γύρες σε clubs εν ώρα dance συνωστισμού, επομένως τρέχει σε αλλιώτικη κούρσα απ' αυτήν στην οποία επιδίδονται acts του τύπου Skream και Benga.
Εστιάζοντας στα απογυμνωμένα "Give Me My Month" και "Measurements", καθώς και στα "I Never Learnt To Share" και "Why Don't You Call Me", βλέπεις ότι επιχειρεί να ξεδιπλώσει τις soulfull αρετές του, πλάι στην click n' cut τεχνική και την αναζήτηση του άψογου συνδυασμού bleeps-beats. Θα σκοντάψεις σε αρκετούς τέτοιους θεσπέσιους συνδυασμούς ("Wilhelms Scream", "Unluck"), οι οποίοι αποδεικνύουν περίτρανα, μεταξύ άλλων, την ικανότητα του στην αποτύπωση ατμοσφαιρικών momentums μέσα από πρώτης διαλογής samples, αλλά και δικών του συνθετικών συλλήψεων. Μέχρι και folktronica πινελιές αφήνει στο ηχογράφημα το "Lindisfarne II". Όλα συνηγορούν στην παραδοχή: sampling, programming, composing, singing και producing σε ένα σώμα.
To εγχείρημα του Blake δεν έχει και τόσο σημασία αν θα καταχωρηθεί στα κιτάπια της post dubstep πραγματικότητας και ποιούς ηχητικούς συμμάχους θα συναντήσει. Αυτά που μετρούν είναι, ποιους συνειρμούς εικόνων θα δημιουργήσει, σε ποια γενιά θα μιλήσει, αν θα προοικονομήσει μια διαφορετική διάσταση επί του ήχου. Ο χρόνος, όπως πάντα, θα δείξει.
ΥΓ: Όσο για την jazzy οργανικά-soul φωνητικά προσέγγιση σε γνωστό και μη εξαιρετέο κομψοτέχνημα τα ξανάπα: Ο Blake ερμηνεύει με δυσβάσταχτα soul αναπνοές το στιγματισμένο απ' την φωνή της Feist "Limit To Your Love", προσθέτει στον ηχητικό καμβά αυτού ψηφίδες μεταμεσονύχτιων σπασμένων ρυθμών και μας συντρίβει ολότελα.