Girl At The End Of The World
Όπως θα ήταν ο τίτλος των Radiohead χωρίς το computer. Του Γιώργου Λεβέντη
Έχουμε φτάσει στο 'Attention', τέταρτο τραγούδι του δίσκου. Ξεκινάει με πιάνο και συνεχίζει στο στιλ του κλασικού James-ικού παρά-κάτι-anthem, με μια μελωδία που ψάχνει ένα κέντρο να ακουμπήσει και δε βρίσκει, το νιουορντερικό υπόβαθρο ξαφνικά εκρήγνυται και μια a la U2 space pop έκρηξη οδηγεί στο τέλος σε ένα ριφ που ενώ είναι το καλύτερο τμήμα του τραγουδιού και δυνητικά του δίσκου, το γκρουπ αρνείται να το τραβήξει παραπάνω ή να γυρίσει πίσω και να ξαναγράψει το τραγούδι χτίζοντας πάνω του. Και ενώ το κομμάτι είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει κάνει η μπάντα μετά την επιστροφή της, αν έπρεπε να το χαρακτηρίσουμε κάπως θα το λέγαμε.. ε, οk. Ένας πρέπων χαρακτηρισμός για ένα γκρουπ που ήταν, είναι και θα είναι για πάντα απλά ok, αλλά ok με την καλή έννοια.
Συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον με την περίπτωση των James τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται να έχουν καταλήξει σε έναν τύπο τραγουδιού. Ως γνωστόν, στην πραγματικότητα έγραφαν πάντοτε δύο ειδών τραγούδια. Από τη μία μπαλάντες που πλην θεαματικών εξαιρέσεων δεν ακούγονται, χωρίς καν να υπολογίζουμε στην κριτική το αποτυχημένο ψυχεδελοψάξιμό τους, το οποίο η συλλογική μουσική μνήμη υπήρξε αρκετά ευγενική και έκανε ότι δεν εντόπισε. Από την άλλη, οι ημιεπικοί ύμνοι που στo καλό σενάριο τούς έκαναν μία από τις καλύτερες singles bands της γενιάς τους και στο λιγότερο καλό την γνωστή ok μπάντα. Τα στοιχειώδη ηλεκτρονικά περάσματα που στο μυαλό τους πάντοτε συνιστούσαν μια κάποιου τύπου πειραματική υπέρβαση δεν συνοδεύουν πλέον τις ατυχείς στιγμές που προσπαθούσαν να ακουστούν ως κάτι άλλο, αλλά έχουν έρθει μπροστά μας φάτσα κάρτα τολμώντας με θαυμαστή αναίδεια να ξαναγράψουν την ιστορία τους. Δεν έφταναν τα τόσα χτυπήματα στον ελληνικό λαό, οι James μας πήραν και τις τρομπέτες.
Και είναι ενδιαφέρον, γιατί κάπως έτσι, μέσα σε synths και καπνούς, οι James κάνουν πραγματικότητα το όνειρό μας να ορίσουν επιτέλους το στίγμα τους όχι ως συνισταμένη των κορυφών και των ναδίρ τους, αλλά μέσα από δίσκους που στην κυριολεκτικά χρυσή μετριότητά τους ξεκαθαρίζουν το φορτίο των χαρακτηρισμών που ποτέ η μπάντα δεν υπήρξε συνεπής ώστε να βγάλει λυτρωτικά μπροστά. Αξιοπρεπείς, καλών προθέσεων, φιλικοί. Απλά ok δηλαδή, αλλά πάντα με την καλή έννοια.
Το κέρδος; Δεν εμφανίζεται με ανησυχητική συχνότητα ο στερεότυπος, ενοχλητικός εαυτός τους, οι ουκ ολίγες εκείνες στιγμές που ελλείψει hooks έμειναν μόνοι με το περιορισμένο musicianship και την "τιμιότητά" τους. Λείπουν ευτυχώς με λίγα λόγια όλα αυτά που τους έκαναν κάποτε όχι μόνο να γίνουν μία από τις ελάχιστες βρετανικές μπάντες που είχαν προσκληθεί στο Woodstock II, αλλά να το καμαρώσουν κιόλας.
Τι χάνουμε; Πρώτον και σημαντικότερο, τα σπουδαία τραγούδια που τους βοήθησαν να υπερβαίνουν τις υπόλοιπες αδυναμίες τους. Και δεύτερον, τη φωνή του Booth, ένα από τα καλύτερα στοιχεία της μπάντας. Κρυμμένη συχνά πίσω από μουσική και επεξεργαστές και λίγο πιο θεατρικά κουρασμένη από όσο συνήθως, χάνει το μισό της εκτόπισμα. Κανείς κυνικός δε θα τολμήσει ακούγοντας τις τελευταίες δουλειές τους να τους συγκρίνει με τους Πυξ Λαξ και το τίμημα για αυτό είναι προφανώς να ανεχόμαστε ως πρότυπο "εξέλιξης" το 2016 τη δεύτερη πλευρά του Zooropa ή το να μην ξανατραγουδήσουμε ποτέ ρεφρέν τους.
Κάπως έτσι, ο δίσκος πάσχει από έλλειψη κέντρου βάρους και τα τραγούδια δεν πηγαίνουν πραγματικά προς τα κάπου χωρίς να είναι και κακά. Οι James έχουν αρκετά ταλέντα, αλλά δεν έχουν την απαιτούμενη κατάρτιση για να υποστηρίξουν έναν χαλαρό δίσκο χωρίς νεύρο και πραγματικά hooks. Το post-punk μπάσο του "Bitch" είναι συμπαθητικό όπως απλά συμπαθητικό είναι και το "To My Surprise", αν και στο μυαλό τους είναι μάλλον το κλασικό James άσμα αυτού του δίσκου. Στο "Nothing But Love" ψυχογραφούμε ευκρινώς το φαινόμενο 'James 2016' . Κάποτε το γκρουπ, σίγουρο ότι η indie police θα τους τη χαρίσει αν το έπαιζαν ανήξεροι, θα το μετέτρεπε σε έναν κλασικό δε-φταίω-εγώ-αν-έχετε-πιει-και-με-περνάτε-για-τον-Jim Kerr παιάνα, εδώ απλά το αφήνει να υπάρχει. Δεν είναι κακό, συμπαθητικό και αυτό, όλα συμπαθητικά είναι στον δίσκο τέλος πάντων. Ρε που μπλέξαμε.
Στα sleevenotes του Best Of τους ο Τim Booth εξηγούσε κάποτε πως κάποιος οδηγεί την μπάντα μέχρι να βρεθεί άλλος με περισσότερη ενέργεια για να πάρει τα ηνία. Αναφερόταν στα εσωτερικά του γκρουπ, αλλά σήμερα η φράση έχει περισσότερο νόημα από ποτέ. Γιατί αυτό που πήρε από όλους τα ηνία δεν είναι παρά ο πραγματικός εαυτός των James, όχι ο ιστορικά αντιπροσωπευτικός, αλλά ο ψυχικά διαχρονικός. Γκρουπ που δεν επηρέασε και δε μισήθηκε από κανέναν, θα είναι άδικο να ξεχάσουμε ότι ζητώντας απλά τη φιλία μας μας έδωσαν την ευκαιρία να πούμε την ιστορία τους με ψύχραιμη ζεστασιά και μερικές φορές αυτό είναι καλύτερο από το δράμα. Όποιος δηλώνει φίλος, λοιπόν, ας είναι ήσυχος πως, δεκατέσσερα άλμπουμ μετά, οι James παραμένουν εύκολα το καλύτερο 'απλά οk' γκρουπ στον κόσμο.