Jubilee
Ένας φρέσκος ποπ δίσκος μιας Αμερικανο-κορεάτισσας, οι 80s αναφορές του και η... σιγμοειδής συνάρτηση. Του Αντώνη Ξαγά
Μιας που είναι μια τάση-φετίχ των καιρών μας η «μαθηματικοποίηση», ήτοι η λογική ότι αν κοτσάρεις σε ένα κείμενο κάποια νούμερα, μια εξίσωση ή ακόμη χειρότερα ένα διάγραμμα, τούτο αυτόχρημα και εξ ορισμού αποκτά μια κάποια προσθετική εγκυρότητα και αξία, όσο αυθαίρετο/ιδεολογικό/ιδεοληπτικό κι αν είναι, γιατί να μην δικαιούμαστε να καταχραστούμε κι εμείς την πρακτική αυτή και να την μεταφέρουμε στην… μουσική; Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν για τους σκοπούς μας την διαβόητη σιγμοειδή συνάρτηση, αυτή που στην πιάτσα είναι χονδρικά γνωστή και ως ‘λογιστική παλινδρόμηση’, της οποίας την γενική εξίσωση θα καταγράψω κιόλας εδώ, κι ας έλεγε ο Stephen Hawking ότι κάθε τέτοια σε ένα βιβλίο μειώνει τους αναγνώστες στο μισό (γι’ αυτό και το ‘Χρονικό του Χρόνου’ δεν έχει καμία):
….και συνεχίζουμε αγαπητέ μοναδικέ πλέον αναγνώστη…
Η γραφική παράστασή της είναι λίαν χαρακτηριστική στην αρχή έχει μεγάλες εκθετικές κλίσεις, οι οποίες όμως προϊούντος του χρόνου μικραίνουν, μέχρι που στην πρότυπη καμπύλη φτάνουν ασύμπτωτα σε ένα πλατώ, σε έναν «κορεσμό». Υπάρχουν αναρίθμητες εφαρμογές της στην επιστήμη καθώς μας δίνει την δυνατότητα να περιγράψουμε (ή καλύτερα να πούμε ‘μοντελοποιήσουμε’(sic);) πολύ καλά διάφορες σύνθετες αυτο-περιοριζόμενες διαδικασίες οι οποίες είναι πανταχού παρούσες στη φύση γύρω μας.
Εμείς εδώ, στην αυθαίρετη μας «προσομοίωση» στον μουσικό βιότοπο, ας κρατήσουμε στον άξονα των x τον χρόνο, ξεκινώντας μάλιστα από το σημείο 0 των ροκ μουσικογραφιάδων, ήτοι το 1955, ενώ στον άξονα των y ας βάλουμε ένα μέγεθος δικό μας, ας το συμβολίσουμε «Η», το οποίο θέλει να αποτυπώσει αυτό που αποκαλούμε σε κάθε χρονικό σημείο «Ήχο του Σήμερα», ήτοι μια φανταστική συνισταμένη των ακουσμάτων των καιρών, που εντάξει, δεν είναι μετρήσιμο με αριθμητικές τιμές, ωστόσο διαισθητικά το κατανοούμε (και μην διαμαρτυρηθεί κανείς, τέτοιες λαθροχειρίες, σας διαβεβαιώ, συναντώνται και σε πολλές ‘επιστημονικές’ και ‘έγκριτες’ μελέτες, ειδικά όσες κυκλοφορούν και στα ΜΜΕ οι οποίες και μεταμφιέζουν έτσι την υποκειμενικότητα σε «επιστημονική» αντικειμενικότητα). Ερμηνεύοντας το λοιπόν υπό το φως αυτό, το διάγραμμά μας αποτυπώνει μια μεγάλη κλίση (ήτοι μεταβολή) του «Η» ειδικά τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 (έτσι π.χ. η μουσική του 1968 διαφέρει αρκετά έως πολύ από εκείνη του 1969 ή ακόμη και από εκείνη του 1970 κ.ο.κ.), ενώ με τα χρόνια, από το ογδόντα και μετά παρατηρούμε μια επιβράδυνση της αλλαγής, η κλίση μικραίνει, φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας, όπου αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο να πει κανείς ότι ο ‘ήχος’ του 2021 δεν παρουσιάζει δραματικές μεταβολές σε σχέση με αυτόν του 2015, και σε κάποια βασικά στοιχεία ακόμη-ακόμη και με εκείνον του… 1985, ένας δίσκος γαρ εκείνης της παλιάς εποχής δεν ακούγεται στο σημερινό αυτί τόσο απελπιστικά ρετρό και ανοίκειος όσο π.χ. ένας δίσκος των Platters στο αυτί του 1985. Κατά μία …σχετικότητα λοιπόν του χρόνου, το 1985 απέχει περισσότερο από το 1959 απ’ ότι από το 2021 (κάτι που, μεταξύ μας, βολεύει κι όλους εμάς τους μεσόκοπους νεανίζοντες ‘forever young’ πενηντάρηδες).
Μπορεί τώρα οι σκέψεις αυτές να μην έχουν μια εμφανή κι άμεση… συνάρτηση με τον εν λόγω δίσκο, ωστόσο η ακρόασή του αποτέλεσε μια καλή αφορμή για την επαναφορά τους, ειδικά με πάτημα τις σαφείς αναφορές του στα 80s οι οποίες όμως δεν τον εμποδίζουν καθόλου να ακούγεται ‘φρέσκος’ και σημερινός. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι πριν από λίγα χρόνια μια τέτοια παρατήρηση θα υπονοούσε κατά κανόνα είτε έναν μελανόχρωμο ποστ-πανκ ήχο είτε μινιμαλιστικά συνθετικά κύματα. Φαίνεται όμως ότι στην πράξη οι νεότεροι δημιουργοί κορφολογούν πλέον ακομπλεξάριστα από κάθε είδος και ασφαλώς και από τα «μέινστριμ» των περασμένων δεκαετιών (είναι άλλωστε κανόνας στην Τέχνη το παλιό κατεστημένο να γίνεται δυνητικά μια σημερινή ψαγμενιά).
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο δρα(ουν) και η (ή οι) Japanese Breakfast, που κατά βάση είναι η εξής μία, ονόματι Michelle Zauner, μουσικός, ηθοποιός, σκηνοθέτιδα κι εσχάτως και συγγραφέας, φέτος κυκλοφόρησε μάλιστα και ένα βιβλίο με τίτλο «Crying in H Mart: A Memoir» στο οποίο διαπραγματεύεται την πάλη της με τις κληροδοτημένες εθνικές ταυτότητες, η ίδια γαρ είναι Αμερικανίδα κορεατικής καταγωγής. Κάτι που κάνει την επιλογή του ψευδώνυμου μάλλον αξιοπερίεργη, αν θυμηθούμε την ιστορικά φορτισμένη με αίμα και πόνο σχέση Κορεατών και Ιαπώνων (η ίδια σε συνέντευξη της δηλώνει ότι το διάλεξε ακριβώς γι’ αυτό το προβοκατόρικο στοιχείο).
Ωστόσο αυτή η καταγωγική διχοστασία δεν αποτυπώνεται καθόλου στο μουσικό επίπεδο, μην περιμένετε λοιπόν παντρέματα, γεφυρώσεις και λοιπά τέτοια πειράματα, ο δίσκος είναι γνήσια δυτική pop. Είναι ήδη ο τρίτος της μάλιστα (ο πραγματικά «δύσκολος») στον οποίο μοιάζει να προσπαθεί να επανεφεύρει τον εαυτό της, οι προηγούμενοι της με τους λίαν περιγραφικούς τίτλους «Psychopomp» (2016) και «Soft Sounds From Another Planet» (2017) ήταν μια ηχητική αποτύπωση του πένθους για τον θάνατο της μητέρας της. Στο «μετα-πανδημικό» (όπως το αποκαλεί) «Jubillee» αφήνει (ή θέλει να αφήσει) πίσω της την εσωστρέφεια και την θλίψη, να ανοιχτεί στην αισιοδοξία και κατά στιγμές και στην ευφορία, γράφοντας στρωτά, χωρίς ιδιότροπες αιχμές τραγούδια (όπως το πολύ όμορφο «Be Sweet» στο οποίο έχει βάλει κι ένα χεράκι ο τύπος από τους Wild Nothing), σε μια πλούσια παραγωγή με μια αλά-ΧΧ dreamy ηλεκτρονική χαλαρότητα, άφθονα έγχορδα και cheesy σαξόφωνα που παραπέμπουν στον συλλογικά κατοχυρωμένο συνειδητό ήχο των 80s, σε ονόματα όπως η πρώιμη Madonna, η Cindy Lauper (του «True Colours») ή ακόμη και διάττοντες αστέρες όπως η Tiffany (και το «Kokomo, IN» να μην το δούμε σαν παιχνίδι αναφοράς στους Beach Boys;). Στους δε στίχους δεν λείπουν οι προβληματισμοί για την γενιά της, για την μοναξιά μπροστά στις οθόνες, την επιδειξιμανία του τραύματος και της ιδιαιτερότητας ως ταυτοτική σημαία, διόλου τυχαία δύο κομμάτια έχουν στον τίτλο την λέξη «posing», χωρίς τούτο να βαραίνει υπερβολικά έναν δίσκο τον οποίο τον ακούς ευχάριστα και αβίαστα και εν τέλει φαίνεται ικανός να της ανοίξει και την πόρτα προς το σημερινό… μέινστριμ.
Κι αν κλείνοντας φαντάζει να έχει μείνει εκκρεμής μια εξήγηση για το ‘σιγμοειδές’ φαινόμενο το οποίο τόσο αναλύσαμε στην αρχή, δεν είναι όμως εδώ ο χώρος για να αναζητήσουμε μία απάντηση. Δεν είναι εύκολο δεν είναι και σίγουρα ότι υπάρχει μία. Αν τούτη υπάρχει ωστόσο, σίγουρα θα πρέπει να περιλαμβάνει και την συνεπαγωγή ‘νέα όργανα και νέα… ναρκωτικά => νέα μουσική’ και σίγουρα δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο είδος ελλείμματος της «σημερινής νεολαίας». Η μουσική δράση και πραγματικότητα μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι το νέο, το καινοτόμο, το διαφορετικό, το «επαναστατικό» δεν αποτελούν αυτονόητα και μια αυταξία. Και αυτό δεν είναι και διόλου κακό, μεταξύ μας…