Bλέπεις ότι η σχέση δεν προχωράει. Το μυαλό σου μπορεί να σού δώσει όλα τα σωστά επιχειρήματα για τα οποία πρέπει να γυρίσεις σελίδα. Ξαναγράφεις από την αρχή τον τηλεφωνικό σου κατάλογο, επανεξετάζεις αγαπημένες αναμνήσεις, ξεχνάς ημερομηνίες, μαθαίνεις τον εαυτό σου να αλλάζει σκέψεις. Τα πας σχετικά καλά. Και κάπου εκεί στο τέλος του απογεύματος, αρχίζεις να θυμάσαι αυτά που προσπαθούσες όλη μέρα να αποφύγεις, τα καταπιεσμένα συναισθήματα σε κουράζουν, και πάνω από όλα θυμώνεις με τον εαυτό σου που δεν είσαι δυνατότερος χαρακτήρας και που δεν μπορείς να ακολουθήσεις την απόφασή σου να ξεχάσεις και να προχωρήσεις μπροστά. Let me go, let me go, let me go.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν: μέσα στο σκηνικό αυτό, υπάρχει καταρχήν μπόλικη μοναξιά, αφού κάθε διαδικασία κάθαρσης είναι αναπόφευκτα ένα μοναχικό ταξίδι. Κυρίαρχο συναίσθημα είναι το παράπονο, άλλοτε ως λυγμός και κάποιες άλλες φορές ως οργή. Υπάρχει πολλή μεμψιμοιρία, πικρία, έλλειψη ελπίδας, και φωνές για βοήθεια που επαναλαμβάνουν πολλές φορές το ίδιο πράγμα, πιο πολύ για να γίνει πλύση εγκεφάλου και όχι τόσο γιατί το εννοούν στα αλήθεια. Λες τρεις φορές "Get out", και ακούγεται περισσότερο σαν ένα ξόρκι που στην πραγματικότητα εννοεί "Come back". To "Let Me Go" είναι ένα μεταμφιεσμένο "Let Me In". Η σύγχυση ενός μυαλού που προσπαθεί να δει καθαρά, αλλά μένει κολλημένο στα ίδια και στα ίδια.
Όλα αυτά είναι γνώριμα λημέρια για τον Jason Molina: έχοντας περάσει από το κολαστήριο των Songs:Ohia και διαφόρων άλλων projects, χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα (κάτι που δε συμβαίνει πολύ συχνά), για να υπογράψει το πιο προσωπικό του και γυμνό έργο μέχρι σήμερα, μια απόλυτα ειλικρινής κατάθεση στην οποία ακούμε μονάχα τη φωνή του μαζί με μια κιθάρα, ένα υποτυπώδες percussion, πού και πού κάποια πλήκτρα, σε μια σειρά αργόσυρτων alt.country κομματιών με blues χαρακτήρα και soul αισθητική. Κάτι παρόμοιο είχε ξαναγίνει λίγα χρόνια πριν, όταν ο Molina είχε ηχογραφήσει το "Pyramid Electric Co", ένα album που φιλοδοξούσε να αποτελέσει το "αντίβαρο" στο αρκετά πιο εξωστρεφές πρώτο album των The Magnolia Electric Co (η συνέχεια των Songs:Ohia) που είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή (2003). Όπως και τότε, έτσι και τώρα, το προσωπικό album του Molina συμπέφτει με την κυκλοφορία ενός album των The Magnolia Electric Co ("Fading Trails"), σκοπεύοντας να αποτελέσει κάτι σαν το ακουστικό συμπλήρωμά του. Δεν είναι όμως υπερβολή να πει κανείς πως είναι το "Let Me Go..." αυτό που κλέβει τελικά την παράσταση.
Κι αυτό γιατί το "Let Me Go..." είναι ένας ακραίος δίσκος. Είναι ζοφερός χωρίς το παραμικρό ίχνος επιτήδευσης, όχι τόσο lo-fi όσο low-budget, και επώδυνα διεισδυτικός. Είναι εντυπωσιακά απλός αλλά και απερίγραπτα βαθύς την ίδια στιγμή, αφοπλιστικά ωμός και απαλλαγμένος από κάθε είδους στολίδια ή στουντιακά κόλπα. Εδώ υπάρχει μόνο ο καλλιτέχνης, η φωνή του και τα τραγούδια του. Κατά μια έννοια, είναι ένας άσχημος δίσκος, με την ίδια ακριβώς λογική που λες άσχημο το "Closer" των Joy Division ή το "Elephant Man" του Lynch. Άσχημος γιατί κοιτάει τον πόνο και την απόγνωση κατάματα, για αυτό και πολύτιμος. Μαζί με το "In The Maybe World" της Lisa Germano, είναι ό,τι πιο ενδοσκοπικό μπορείτε να ακούσετε φέτος, με τη διαφορά ότι αν η Germano αφήνεται να παρασυρθεί από τις εμμονές της σε παραισθησιογόνες ονειροπολήσεις, ο Molina προσπαθεί να τις πολεμήσει και να τις ξορκίσει. Δεν πρόκειται ποτέ βέβαια να νικήσει, αλλά ούτως ή άλλως, από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του δίσκου είναι φανερό ότι δεν πρόκειται να υπάρξει happy end.