Λοιπόν φαίνεται πως και κατά τον 21ο αιώνα δεν θα γνωρίσουμε ελπιδοφόρους εκ Δανίας, Φινλανδίας κλπ. Όποιο ταλέντο θα καταφθάνει από το κερασάκι του κόσμου, θα μιλάει Σουηδικά. Πιστός στον παραπάνω κανόνα, ο Jay Jay Jale κάνει τις πλέον φιλότιμες προσπάθειες να ζεστάνει και να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Το κενό που δημιουργήθηκε από την εποχή που ο Μώμος έγινε τόσο εστέτ ώστε να καταλήξει γραφικός (και, συνακόλουθα, μουσικά βαρετός), ο Louis Philippe δεν μπορούσε άλλο να κρύβει τον κοσμοπολιτισμό του, οι διάφοροι Bill Pritchard έμειναν ωραίες φούσκες που τις πήρε ο άνεμος, τον Paul Roland τον έφαγε η ίδια του η μούχλα.
Και σήμερα; Την ώρα που διάφοροι (Τ)ζακ το παρασκέφτονται, οι απόγονοι του Scott Walker το ρίχνουν στη μελαγχολία. Έπρεπε να επιστρέψει ο Neil Diamond, να σας δείξει αυτός.
Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο εμφανίζεται αυτός ο λιπόσαρκος νεαρότατος τροβαδούρος της μελαγχολίας. Λοιπόν, καλύφθηκε το κενό; Όχι, γιατί του λείπουν οι μεγάλες συνθέσεις. Η τραγουδάρα βρε παιδί μου, η μία μπαλαντάρα ας πούμε, μια θρηνάρα, κάτι (δώστε του κάποιος μια σφαλιάρα - εκδ). Κι αν από τα προηγούμενα έμεινε η ειρωνική νωχελικότητα ενός 'So tell the girls that I am back in town' ή του 'The sly seducer' (ο αυτοβιογραφικότερος τίτλος - αυτό φιλοδοξεί να γίνει;), εδώ υπάρχει απλώς ένα καλοδουλεμένο σύνολο.
Έχει όμως ένα μεγάλο ατού. Η μελαγχολία του δεν είναι βαριά και ασήκωτη βρε παιδί μου. Είναι τόσο ελαφριά που μας θυμίζει το βάρος του είναι. Και όταν δεν είναι τιμητής της μελαγχολίας, σίγουρα γίνεται της νωχελικότητας, της ξεκούρασης, της απομέθυσης (για τους αλκοολικούς). Και είμαι σίγουρος ότι αυτός έτσι όπως μας γκρινιάζει, μας εξομολογείται και μας (παρα)ανοίγεται, θα βασανίζεται διπλά σε κάθε στιχοσυνθετική του προσπάθεια (14 τέτοιες εδώ). Δηλαδή δεν είναι από τους τσιγκούνηδες.