Άι, άι, άι... Όχι δεν έπεσε κάτι βαρύ στο πόδι μου ούτε σφήνωσα το δάχτυλο σε καμιά πόρτα. Σκέφτομαι απλά ότι από τότε που οι έρμοι(-ες) οι Nouvelle Vague έκαναν επιτυχία διασκευάζοντας πανκ και νιου γουέιβ γκρουπ σε μπόσα νόβα ύφος, έχει γεμίσει ο τόπος άλμπουμ με διασκευές. Στον ατελείωτο κατάλογο προστίθεται τώρα και ο Τζέφρι Λιούις. Και μάλιστα, βουτώντας στα βαθιά. Γιατί αν σε άλλες περιπτώσεις ο διασκευαστής οφείλει να λάβει υπόψη ζητήματα που αφορούν το στυλ, την ενορχήστρωση, την ενδεχόμενη συγγένειά του με το συνθέτη του πρωτότυπου έργου, εδώ υπάρχει μια επιπλέον δυσκολία: η anti-everything στάση των Crass στρεφόταν συχνά και εναντίον της ίδιας της μουσικής. Για τους δύσπιστους Θωμάδες λοιπόν, που δε γνωρίζουν τον Λιούις και ήταν το όνομα της θρυλικής πανκ μπάντας που τους κίνησε την περιέργεια, προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν χρειαζόμασταν μια κυκλοφορία σαν κι αυτή.
Και ναι και όχι, είν' η απάντηση. Ναι, γιατί ο Λιούις δίχως να ξεχνά τη χιουμοριστική πλευρά αυτών των δώδεκα τραγουδιών, τα προσεγγίζει με σοβαρότητα, φροντίδα αλλά και σεβασμό. Δανείζεται στοιχεία από διάφορες πηγές -άλλοτε φερ' ειπείν θυμίζει Τζαντ Φέαρ κι άλλοτε Μπράιαν Ίνο, προσαρμόζει στίχους στα τωρινά δεδομένα, αυθαιρετεί τόσο ώστε ξεχνάς καμιά φορά ότι πρόκειται για διασκευές, μα περιέργως όλ' αυτά δε γίνονται σε βάρος του πρωτότυπου.
Δεν ξέρω πώς θα μου φαίνεται σε κάνα μήνα που η έκπληξη θα 'χει ξεθωριάσει, πάντως για την ώρα το Twelve Crass Songs και ως σύλληψη και ως εκτέλεση είναι άκρως διασκεδαστικό. Θα έλεγα δε, ότι σε ορισμένα τραγούδια επικρατεί μια ατμόσφαιρα παραμυθένια, και δεν ήταν λίγες οι στιγμές κατά την πρώτη ακρόαση που βρέθηκα μπροστά σε κάποιου είδους συγκίνηση. Φυσικά το Do They Owe Us A Living? ή το Systematic Death μπορούν και έτσι να σε ξεσηκώσουν (απ' την καρέκλα, εννοείται), ενώ τούτες οι διασκευές τους αποκαλύπτουν μια sing-along ιδιότητα που οι περισσότεροι δεν είχαμε ποτέ πριν φανταστεί. Φαντάζομαι.
Κατά τα άλλα, το άλμπουμ, ακόμη κι αν αυτό είναι απογοητευτικό για την εποχή που ζούμε, υπογραμμίζει επίσης πόσο φρέσκο και επίκαιρο παραμένει το υλικό των Crass, τριάντα χρόνια μετά, με άμεσους στίχους διαμαρτυρίας, τη διαχρονικότητα των οποίων θα ζήλευε και ο ίδιος ο Κάρολος: "The living that is owned to me I'm never gonna get/ They've buggered this old world up, up to their necks in debt/ They'd give you a lobotomy for sth you ain't done/ They'll make you an epitomy of everything that's wrong/ Do they owe us a living? OF COURSE THEY FUCKING DO!"
Ωστόσο, τα κίνητρα του Λιούις είναι προφανώς καλλιτεχνικά. Θέλει μεν να αποτίσει φόρο τιμής στους λονδρέζους σκουάτερ, αλλά οπωσδήποτε δεν τον ενδιαφέρει να τα βάλει με το σύστημα, διασκευάζοντάς τους. Ο πρωτογονισμός συνεπώς μπορεί να έχει διατηρηθεί (η φολκ του είναι αρκετά πανκ απ' αυτήν την άποψη), κάποια άλλα χαρακτηριστικά όμως που λείπουν, αποδεικνύονται αναντικατάστατα. Και δεν εννοώ την ορμή, τη δύναμη και την ενέργεια που συνεπαγόταν η "χάσουμε-κερδίσουμε-εμείς-θα-σας-κ.τ.λ" φιλοσοφία των Crass. Αυτά ανήκαν σε μιαν άλλη εποχή και σε άλλους ανθρώπους, στο κάτω-κάτω. Αναφέρομαι πρώτιστα στη φωνή. Που και για τους ίδιους, μα και για άλλα γκρουπ της Crass Records ήταν συχνά κάτι παραπάνω απ' τη μισή μπάντα.
Ξέρω, ξέρω, θα μου πείτε ότι το ζήτημα της φωνής παραμένει ένα μυστήριο, κι όχι μόνο επειδή είναι υποκειμενικό - γιατί τελικά μας αρέσει κάποια φωνή και κάποια άλλη όχι; Όμως εν προκειμένω το πρόβλημα έγκειται στην ερμηνεία: αποστασιοποιημένη σε σημείο που καταλήγει ελαφρώς ανέκφραστη, μόνο ιδωμένη στα πλαίσια ενός καλοπροαίρετου παστίς μπορεί να σταθεί. Δεν έχει ούτε την καρδιά, ούτε την πνοή, ούτε τους πόθους, ούτε το πάθος των Crass.
Παρ' όλ' αυτά, για τους τυχόν κολλημένους που θα θελήσουν να τραβήξουν τον αντίλογο ως τα άκρα, υποστηρίζοντας πως ο Τζέφρι Λιούις μετέτρεψε αναρχοπάνκ ύμνους σε ακίνδυνα ασμάτια, υπενθυμίζω ότι ο Στιβ Ίγκνοραντ τον περασμένο Νοέμβρη ξαναπαρουσίασε λάιβ το The Feeding of the 5000 επίσης, ότι πανκ ροκ ήρωές μας όπως ο Ίαν ΜακΚέι και ο Γκρεγκ Γκράφιν προσφάτως στράφηκαν προς ακουστικούς και φολκ δρόμους, από την άλλη, πως τα έσοδα που θα αποφέρει το Twelve Crass Songs θα διατεθούν για διάφορους φιλανθρωπικούς σκοπούς, την ώρα που για τους φαν της νεοφόλκ σκηνής αυτή η δουλειά μπορεί να είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουν τους Crass, τέλος ότι, καθώς λέει κι ένας φίλος, διανύουμε δεκαετία διασκευών και (ό,τι θυμάμαι χαίρομαι) "μπόσα νόβα" σημαίνει "νιου γουέιβ".
Που σημαίνει εξίσου ότι πολύ ορθά πράττουν οι Nouvelle Vague και οι παρόμοιοι αλλάζοντας τα φώτα σ' όλα τα -σοβαροφανή ή σοβαρά- ιερά τέρατα των '80s. Μάλιστα θα πρότεινα να επεκτείνουν το ρεπερτόριό τους και σε άλλες δεκαετίες, και ν' απολαύσουμε επιτέλους Barrett, Drake, Nico και λοιπούς καταραμένους σε λάουντζ τραλαλαχταριστές εκτελέσεις, δίχως φόβο και πάθος.
Και στην τελική, Φάκ εμ ιφ δέι κεν'τ τέικ ε τζόουκ.