Οι Jetscreamer δηλώνουν την ταυτότητά τους από την αρχή με το επτάλεπτο "Front Porch" που ανοίγει το "Starhead", όπου οι κιθάρες καταπιάνονται να επαληθεύσουν το δεύτερο συνθετικό του ονόματός τους με ένα οργιαστικό blues και στη συνέχεια και το πρώτο συνθετικό επίσης, αφού στην κυριολεξία απογειώνονται, προτού καταδυθούν σε acid ακροβασίες.
Θορυβώδες εναλλακτικό acid blues λοιπόν και είναι αλήθεια ότι, σε πρώτη άποψη, οι συγκρίσεις δεν τους ευνοούν. Μία ακόμη μπάντα που αναδύεται από το αμερικανικό (και όχι μόνο) underground στηριγμένη στις κιθάρες και το drums (αν συνεχιστεί αυτό, έρχονται δύσκολες ημέρες για τους μπασίστες). Είναι φανερή βέβαια η διαφοροποίησή τους από το nu-blues ρεύμα (οι ίδιοι δηλώνουν σε συνεντεύξεις ότι δεν έχουν ούτε ένα δίσκο των White Stripes), καθώς τείνουν περισσότερο προς τον κιθαριστικό θόρυβο και το punk και έτσι βρίσκονται σε μεγαλύτερη συγγένεια με τους Sonic Youth, MC5 κλπ.
Είναι η πρώτη επίσημη κυκλοφορία για το τρίο από το Denton του Texas (Will Kapinos κιθάρα και φωνή, Samantha Moss κιθάρα, Alex Maples drums) που υπάρχουν σαν συγκρότημα περίπου επτά χρόνια αλλά μόλις τώρα επιχειρούν να ξεπεράσουν τα όρια της τοπικής σκηνής.
Καινούργιοι λοιπόν αλλά όχι πρωτάρηδες και αυτό φαίνεται στον τρόπο που παραμένουν συγκροτημένοι (όταν το επιθυμούν) κυρίως στα μικρότερης διάρκειας τραγούδια τους, όπου τα blues ανακατεύονται με το punk (και κάποια δόση rockabilly) και σερβίρονται με ωμή ακατέργαστη ενέργεια και, ίσως εσκεμμένη, "βρώμικη" παραγωγή, στην οποία οφείλεται και η μη δυνατότητα αποκρυπρογράφησης της θεματολογίας τους, ενώ ξεχωρίζουν οπωσδήποτε τα "Baby Born" και "Meow". Εμβόλιμα υπάρχουν και μεγαλύτερα τραγούδια όπως το υποβλητικό "Vampire Grrrl" και το, επίσης επτάλεπτο, "Rain/Venus/Rain", όπου βρίσκουν την ευκαιρία να επιδοθούν στις acid καταδύσεις τους. Κυρίως στο δεύτερο, όπου οι παραμορφωμένες κιθάρες στήνουν χορό προτού "χαθούν" για τρία περίπου λεπτά σε jam και θόρυβο για να επιστρέψουν στην αρχική πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Φαίνεται όμως ότι οι βλέψεις των Jetscreamer δεν σταματούν εδώ, καθώς για το τέλος επιφυλάσσουν δύο instrumental, πρώτα το γρήγορο και δεμένο "Catatonic Film Star" με τα επικά ριφ που χρησιμεύει σαν πρόλογος για το περίπου ενδεκάλεπτο post-rock του "Bliss" που κλείνει τον δίσκο, με την ένταση να ανεβαίνει σταδιακά προτού ξεσπάσει ο κιθαριστικός θόρυβος, κομμάτι που δεν θα ακουγόταν ξένο σε δίσκο των Lift To Experience (με την προσθήκη φωνής φυσικά).
Ένας δίσκος τελικά που, χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας καθώς παραπέμπει σε πολλά (σύγχρονα και παλαιότερα), είναι ευχάριστος και ενδιαφέρων με τις κιθάρες να πρωταγωνιστούν (περισσότερο κι από την φωνή) και περισσή ενέργεια που μερικές στιγμές θυμίζει live, καταφέρνει να παρασύρει αλλά και να μας επαναφέρει στα βασικά (και ίσως σημαντικότερα) συστατικά του ροκ. Θα περιμένουμε με ενδιαφέρον τις επόμενες δουλειές τους.