Monkshood
Λεωνίδας Σέγκας είναι τ'όνομά του και οι Joalz ένα απ'τα εκφραστικά του οχήματα. Του Άρη Καραμπεάζη
Με το rock 'n' roll παρατημένο στις δήθεν επαναστατικές ορέξεις των έντεχνων, το indie παγιδευμένο στην αναζήτηση αστικών ηρώων από τα free press και την jazz εγκλωβισμένη στο τρίπτυχο "κράτηση-φιάλη-κρύο πιάτο", τι τύχη να έχει εντός συνόρων η ηλεκτρονική-πειραματική μουσική; Καμία ίσως... Για αυτό και γράφτηκαν ήδη οι πρώτες σαχλαμάρες ολκής περί του ότι ο L-Sega επιτέλους αποκάλυψε τη μουσικότητα του με το σχήμα των Joalz και άφησε στην άκρη τα άτεχνα 4/4 .... Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι το μόνο που μας ενδιαφέρει μουσικά ως φυλή είναι να αποδείξουμε ότι το ρεμπέτικο και το blues είναι το ένα και το αυτό.
Ο Λεωνίδας Σέγκας όλα αυτά τα χρόνια της δραστηριότητας του αρέσκεται να κρύβεται πίσω από διάφορα ονόματα και project και αν το θελήσεις θα είναι πράγματι δύσκολο να σχηματίσεις μία πλήρη αναφορά στη δισκογραφική του παρουσία. Οι Joalz -διορθώστε με αν κάνω λάθος...- είναι ότι πιο κοντά έχει δημιουργήσει στην έννοια του παραδοσιακού μουσικού σχήματος. Αν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί παραδοσιακό ένα σχήμα που παραδίδει προς ακρόαση το αποψιλωμένο tech house του Out Of My System, λίγο πριν εγκλωβίσει τον ακροατή σε μία αλά Steve Reich επαναληπτικότητα, όπως αυτή του Bela Fu, που όμως θα μπορεί να ιδωθεί και ως ιδανικό single.
Σε όλη του την oμοίως ιδανικά σύντομη διάρκεια το Monkshood διαπερνάται από μία όχι μόνο ιδιότροπη, αλλά κυρίως καλά μελετημένη, μουσικότητα, η οποία σαφώς έχει τη βάση της στις ηλεκτρονικές φόρμες δημιουργίας και την απαλλαγή που επιτρέπουν από τα άγχη της pop και τις αγωνίες του ροκ. Περαιτέρω οι αναφορές εντοπίζονται όχι μόνο στα στάνταρ της progressive rock μυθολογίας που έδωσε το έναυσμα της ηλεκτρονικής άνοιξης, αλλά και σε μία αδικοχαμένη περίοδο κατά την οποία ακόμη και η εμπορική βρετανική pop τόλμησε να γίνει με ουσιαστικότερο τρόπο μουσικoκεντρική, περισσότερο απ' ότι συνήθως τις επιτρέπουν οι καταστάσεις. Ο L-Sega αναφέρει τους The The ως μία από τις τρεις μεγαλύτερες επιρροές του και όλο το άλμπουμ των Joalz θυμίζει πράγματι τις θρυλικές εισαγωγές των τραγουδιών των The The όπως και τα εσωτερικά μακροσκελή σημεία αυτών, όπου η pop υπαγόρευση πήγαινε περίπατο. Στο, δε, αριστουργηματικό Case Study η κεντρική μονόχορδη ανατριχίλα ξεκινάει κατευθείαν από τα σπλάχνα του αρρωστημένου μυαλού του μεγάλου Matt Johnson για να βρει επιτέλους την Beat(en) Generation.
Το προηγούμενο τους, Beyond Insticts χάθηκε μέσα στην όποια Άνοιξη του αγγλόφωνου ροκ και ευτυχώς πλέον τα πράγματα είναι πιο ψύχραιμα για να μην επαναληφθεί η ιστορία και με το Monkshood. Λίγο πριν το τέλος του δίσκου είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε ότι το Cock των Mary And The Boy υπήρξε πολύ περισσότερο από ένα σαχλά προκλητικό τραγούδι, ενώ ακριβώς στο τέλος τα σχεδόν εννέα λεπτά του Mesk μεταθέτουν πλέον το μουσικό αισθητήριο των Joalz σε επίπεδα θεμιτά ανήσυχης post-κλασσικότητας, για ακόμη μία φορά μετά το Bella Fu που προηγήθηκε.
Αναμένουμε με αγωνία ολοκληρωμένη δουλειά και από το project των Broken Synths, που δρα υπό την ετικέτα της Ntrop, με την ορμή του Lament, ενός από τα ελάχιστα, ίσως και του μοναδικού, click anthem που είχαμε ποτέ την ευκαιρία να ακούσουμε από συμπατριώτη δημιουργό. Και όταν λέμε συμπατριώτη, το εννοούμε. Μέχρι τότε το Monkshood είναι το ιδανικό εκείνο άλμπουμ για να μας επαναφέρει στην ιδέα των δίσκων που δεν απαιτούν, αλλά επιβάλλουν, επαναληπτικές και συνεχείς ακροάσεις.