Ο Joey Stec είναι ένα ζωντανό παράδειγμα της πορείας που μπορούσε να έχει ένας ανήσυχος μουσικός αν την έψαχνε αρκετά εκεί και τότε. Το περίφημο σχήμα των Blue Magoos ήταν η πρώτη του στάση. Η πρόωρη διάλυσή τους άφησαν τον Joey και τον Ralph Scala ελύθερους για το spin off σχήμα τους (The Dependables) για ένα δίσκο Staxική συνείδηση. Ακολούθησε το μπλέξιμο με Gram Parsons και Brandon Dewilde και οι προσπάθειες για ένα δίσκο που και αυτός έμελλε να μη βγει ποτέ - η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Stec όμως δεν έμεινε στη βαρεμάρα : ένα gig με τους Crazy Horse από εδώ, μία σύνθεση για τον Steven Stills από κει, ντραμάρισμα για τους Flying Burrito Brothers - δεν υπήρχε ανεργία τότε για ένα καλό μουσικό. Υπήρχαν όμως θάνατοι - κι εκείνοι του Gram και του Brandon τον επηρέασαν (και όχι μόνο σε ένα τραγούδι, το 'No Knowing' που υπάρχει εδώ) αλλά και στην αίσθηση ότι η εποχή έφευγε ανεπιστρεπτί. Τελευταία μεγάλη μορφή με την οποία ήρθε σε επαφή ήταν ο θρυλύκος παραγωγός Jimmy Miller (Stones, Traffic κλπ.) με τον οποίο συνεργάζονταν μέχρι τις αρχές των '80ς κι ο οποίος έβαλε το χέρι του εδώ. Όλα τα παραπάνω βρίσκονται παρόντα στο good time ροκ του JS - τον μοναδικό που έβγαλε σόλο. Ο δίσκος βγήκε το 1976 και η χρονολογία φαίνεται από την ίδια τη μουσική : επιστροφή στα στοιχειώδη του καλού ροκ εντ ρολλ, με στοιχεία του πρότερου έντιμου μουσικού του βίου αλλά και ολίγο από το βρώμικο Νεοϋορκέζικο στυλ του Johnny Thunders, την παμπ καπνίλα του Graham Parker, ακόμα και τη σοφιστικότητα του Αλέξη του Γκίμπσον, την διασκεδαστικότητα των De Ville, την φουλ φαν διάθεση των Derek and The Dominoes, με τους οποιους επίσης ανακατεύτηκε someday someway. Φυσικά δε λείπει ούτε το σαξόφωνο, ούτε τα γυναικεία back ups, ούτε η ιδρωμένη rhythm sex. Ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε στα Sound City Studios της επισκοπής της Καλιφόρνια και που δε θα μπορούσε να είναι ούτε του '74 ούτε του '78, αλλά από την άλλη πάλι ένας δίσκος που θα μπορούσε να είναι και του οποτεδήποτε, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Όπως λέει κι η Αγία Γραφή, «μακάριοι όσοι έκαμαν την προσωπική τους συμμετοχή σε ένα καλό κομμάτι της ιστορίας του ρερ».