POPtical Illusion
70s κλίμα, 80s και 90s αναφορές, παραγωγή και... οργή του Σήμερα. "Στη μουσική του John οι ταμπέλες το μόνο που κάνουν είναι να σε παραπλανούν και καλό είναι να τις αποφεύγεις". Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Αν ψάξετε για το τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια του “POPtical Illusion”, μάλλον θα χάσετε τον καιρό σας. Αν, επίσης, χαθείτε στη νεφέλη της διακρίβωσης των αποδεικτικών στοιχείων της κληρονομιάς των Velvets στο νέο στούντιο άλμπουμ του John Cale, το πιθανότερο θα είναι να γίνετε βαρετός ακόμα και στον εαυτό σας. Αφήστε δε που όλο και κάποιος προσβεβλημένος θα πεταχτεί για να σας ψέξει ως αμαθή, δεδομένης της περισσώς αποδεδειγμένης ευελιξίας και συνθετικής ικανότητας του Ιωάννη. Αν όμως, παρόλα αυτά, νιώθετε ότι μπορείτε να παραβλέψετε όλα αυτά τα κλισέ που τόσο αγαπήθηκαν, ξεμπερδέψτε απλά με μια σκέψη - δήλωση του τύπου «Το άλμπουμ δεν απέχει σημαντικά από το ύφος των post-Velvet Underground προσωπικών δίσκων του, που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ‘70». Διεκπεραιωτικό, δε λέω, πλην όμως πέρα για πέρα αληθινό.
Αν πούμε κάτι παραπάνω, λέτε να στενοχωρηθεί κανείς;
Τώρα που το ξανασκέφτομαι (χμ, ψεματάκι), θα μπορούσε ευπρόσωπα να υποστηρίξει κάποιος ότι όντως κρύβεται κάτι, που μια φορά κι έναν καιρό (στα ‘70s) όλοι το θεωρούσαν αυτονόητο. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα «δυσπρόσιτο» ή προορισμένο αποκλειστικά για μυημένους. Αν και στην πραγματικότητα, η παλιά καλή και όλο πιο δύσκολη να την πετύχεις στο πέρασμα του χρόνου απλότητα έχει εξελιχθεί σε κάτι που μπορούν να αντιληφθούν κυρίως οι έχοντες γνώση. Μάλλον σας μπέρδεψα, αν και δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση (χμ, μη απολύτως πειστικό, πλην όμως αληθινό). Αλλά, πώς αλλιώς; (Σχεδόν) Όλα μπορείς να τα αναλύσεις, εκτός από τα απλά. Που, αν δεν είναι στην ουσία τους απλοϊκά, αποδεικνύονται περίπλοκα. Κι εδώ έρχεται η δύσκολη να απαντηθεί ερώτηση που θα ήθελε πολύ να τα τινάξει όλα στον αέρα: -«Και πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε το απλό από το απλοϊκό;» Όσο κι αν η ορθή απάντηση είναι: - «Ουσιαστικά, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζω», αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν κάποιες παράμετροι που μπορούν να συνεκτιμηθούν, ώστε να οδηγηθούμε σε μια -κατά το δυνατόν- ασφαλή κρίση. Η κυριότερη από αυτές αφορά τα πεπραγμένα ενός μουσικού. Κι όταν αυτός έχει την ιστορία του John Cale, η απάντηση αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας.
Το “POPtical Illusion” σίγουρα είναι ένας απλός κατ’ ουσίαν δίσκος. Άρα ένας τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρων δίσκος, ακόμα και αν τελικά δε σου αρέσει. Είναι επίσης ένας «καθαρός» στη φιλοσοφία του δίσκος με εμφανή χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’70 και ένα αυθεντικό της δεκαετίας του ’80 λογοπαίγνιο ως τίτλο, που διακαώς επιθυμεί με τη χρήση πεζών κεφαλαίων γραμμάτων να γίνει αντιληπτό και από τους θεωρούμενους ως ανεπαρκείς να το κατανοήσουν. Κι αν με ρωτάτε (μη το κάνετε, παρακαλώ) αν είναι καλύτερος από το περυσινό “Mercy”, δε θα σας απαντήσω, για να μη σας προκαταλάβω. Άλλωστε, ακόμα και στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι δεν έχω απαντήσει στις παραπάνω σειρές, στην προκειμένη περίπτωση αυτό δε μοιάζει να έχει καμία απολύτως σημασία.
Ποια θα ήταν πραγματική έκπληξη; Να μην συνεργαζόταν ο John στην παραγωγή με τη Nita Scott. Ε, λοιπόν, παρά την αέναη νεωτεριστική διάθεση του σημαντικού αυτού τραγουδοποιού, που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά στο “Mercy”, στο “POPtical Illusion” μπορείς με χαρακτηριστική άνεση να τον πεις συντηρητικό, κάτι που στην προκειμένη περίπτωση μόνο επιζήμιο δεν αποβαίνει. Ποια άλλη συνήθεια εγκαταλείπεται εδώ; Το ότι ο John αποδομεί την αρχική του έμπνευση, για να την ανασυνθέσει λίγο - πολύ ανατρεπτικά ή, έστω, αναπάντεχα. Ναι, σωστά το σκέφτεστε, μην περιμένετε καταιγισμό από reimagination, αλλά απλή (και γι’ αυτό δύσκολη - τα είπαμε παραπάνω) imagination. Λέτε η νέα του κυκλοφορία να έδρεψε τόσα πολλά θετικά σχόλια, επειδή είναι πιο «προσιτή» στο ευρύ κοινό λόγω της εξωτερικής απλότητάς της; Δεδομένου ότι υπάρχει και πολλή εσωτερική, καλό θα ήταν να μην έχουν έτσι τα πράγματα, αρκεί να μη φτάσει κάποιος στο σημείο να τα (ξανα)χαρακτηρίσει ως electronic pop. Άντε τώρα να του πεις με επιχειρήματα ότι τυπικά μπορεί να έχει δίκιο, αλλά ουσιαστικά αστόχησε. Από την άλλη όμως, το ίδιο θα μπορούσες να πεις και σε όσους τα είδαν rock, synth-pop ή ακόμα και hip-hop (αν και το τελευταίο θα μπορούσε να υποστηριχθεί περισσότερο στο “Mercy”). Με δυο λόγια, στη μουσική του John οι ταμπέλες το μόνο που κάνουν είναι να σε παραπλανούν και καλό είναι να τις αποφεύγεις.
Κλείνοντας, πριν αναφερθώ εν συντομία σε κάποια τραγούδια, θα ήθελα να πω γενικά ότι τα καλύτερα είναι εκείνα που έχουν την αύρα του David Bowie, με χαρακτηριστικότερο το “Davies and Wales”. Το single “How We See the Light”, που έχει την κομψότητα και τη γαλήνη, που συναντήσαμε σε κάποιες στιγμές των Fish on Friday, είναι περισσότερο απολαυστικό από το ήδη αναγνωρίσιμο “Shark-Shark” που θυμίζει τους Wire. Αν μάλιστα συνυπολογίσετε τα “I’m Angry”, “Calling You Out”, “God Made Me Do It (Don’t Ask Me Again)”, “Edge of Reason” και “There Will Be No River”, τότε θα γίνει ευκολότερα αντιληπτό το ότι έχουμε να κάνουμε με ένα όμορφο στην ‘70s απλότητά του άλμπουμ.