Δύσκολα βρίσκονται σήμερα μουσικοί τόσο ευρείας αποδοχής μέσα στο σινάφι τους όσο οι κύριοι Tom Waits και John Hammond. O πρώτος αντιμετωπίζεται σαν μεγαλοφυής ιερός τρελός και ο δεύτερος σαν ο εκλεκτός, φωτισμένος συνεχιστής και ταυτόχρονα ανανεωτής της παράδοσης. Δεν ξέρουμε βέβαια αν η αγάπη και ο σεβασμός των ομότεχνών τους θα ήταν τόσο αληθινά αν πουλούσαν εκατομμύρια δίσκους, αλλά η στάση τους απέναντι στη ζωή και την τέχνη μάλλον αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο.
Το κλισέ που θα κολλούσε εδώ είναι ότι η πρόκληση της αναμέτρησης με γνωστά κομμάτια του Waits, ενός τραγουδιστή με τόσο έντονη προσωπικότητα και χαρακτηριστική φωνή που σφραγίζει ό,τι κι αν πει, είναι μεγάλη για οποιονδήποτε. Στην περίπτωση του Hammond όμως δε νομίζω να στέκει, γιατί απλά δεν έχει τίποτε να χάσει. Μόνο να κερδίσει έχει, στην περίπτωση που θα αποδείξει ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα με κομμάτια ενός δημιουργού πέρα από τα όρια του καθαρόαιμου blues, και όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά κάνει και κάτι παραπάνω: τους δίνει καινούργιες ερμηνευτικές διαστάσεις.
Το Wicked Grin είναι μια ευτυχής συγκυρία, ένα πετυχημένο πείραμα και, τελικά, ένας σημαντικός και απολαυστικός δίσκος. Πολύτιμα υλικά σε θαυμαστή αρμονία.
Τα τραγούδια. Γραμμένα από τον Waits από το '79 μέχρι σήμερα, και τα περισσότερα γνωστά από τους προσωπικούς του δίσκους, κλείνουν μέσα τους την ευαισθησία και τη δημιουργική παράνοια του δημιουργού τους ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως φαίνονται συνηθισμένα. Τα τραγουδιστά παραμύθια του Waits είναι κάπως, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ιδιόμορφη κλειστή φωνή του. Spooky είναι η λέξη, και δεν μπορώ να βρω μια ελληνική που να αντιστοιχεί ακριβώς στο νόημά της.
Το παίξιμο. Η παραγωγή του Waits πετάει έξω όλα τα περιττά λίπη και αφήνει το κόκαλο. Την ουσία. Οι μουσικοί, όλοι τους κορυφαίοι, δίνουν την ψυχή τους και αυτό φαίνεται στο βρώμικο, ακατέργαστο ήχο που βγάζουν. Είναι blues, αλλά όχι όπως το εννοούν οι επίσημοι του είδους. Τι εννοώ; Αυτός ο δίσκος έχει τόση σχέση με τον τελευταίο του Clapton με τον BB King όση έχει μια αξιόλογη θεατρική παράσταση με μια επιθεώρηση. Εκεί που οι ήχοι εκείνου χαϊδεύουν το αυτί και σταματούν εκεί, οι ήχοι αυτού χτυπάνε αλύπητα το τύμπανο και περνάνε κατ' ευθείαν στο νευρικό σύστημα. Έπιασα τον εαυτό μου να κουνιέται ασυναίσθητα πολλές φορές όσο τον άκουγα. Θα σταθώ περισσότερο στο 'Jockey Full of Bourbon', και στην πολύ έξυπνη κίνηση του Waits και των υπόλοιπων να του αλλάξουν τα φώτα, μια που η αρχική του εκτέλεση είναι κατά τη γνώμη μου αξεπέραστη (για λεπτομέρειες πήγαινε στο προτελευταίο Happy End of the Song). H εκτέλεση που υπάρχει εδώ είναι επίσης καταπληκτική.
Η φωνή. Ο Hammond, όπως και ο Waits, δεν είναι εύκολος τραγουδιστής. Εκεί όμως που η πρόκληση στη φωνή του Waits είναι προφανής, σ' αυτή του Hammond είναι υπόγεια, υποσυνείδητη και στοιχειωμένη. Η ερμηνεία του είναι ανατριχιαστική επειδή αυτό που βγαίνει προς τα έξω είναι το ότι τραγουδάει για ακραίες καταστάσεις με τον πιο φυσικό τρόπο. Αν η φωνή είναι όπως λένε ο καθρέφτης της ψυχής, η ψυχή αυτού του ανθρώπου πρέπει να έχει περάσει από την κόλαση. Αν όχι, είναι ένας πολύ μεγάλος και πολύ θεατρικός τραγουδιστής.
Παλιό υλικό σε καινούργια εκτέλεση. Σίγουρα, αλλά η ουσία δεν είναι εκεί. Βρίσκεται στην αξία του, που το κάνει διαχρονικό άκουσμα από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του. Ο καλύτερος blues δίσκος που άκουσα από την εποχή του 'Hidden Charms' του Willie Dixon. Και εκείνος βγήκε το '91.