Έλα πάμε! Σύρε το χορό! Και τον πραγματικό και αυτόν των αναμνήσεων. Εδώ είναι που γίνεται το ό,τι να 'ναι. Για italo-disco κτηνοβάτες και για gay-friendly loners την ίδια στιγμή...
Τηρουμένων των αναλογιών, ο John Maus είναι ταυτόχρονα ο Brian Eno και ο Ματθαίος Γιαννούλης της minimal electro-pop, που έρχεται από τις ντουλάπες και καταλήγει στα υπνοδωμάτια, αντί για τα studio και τα club αντίστοιχα.
Κάνει, παίζει, ακούει, υπακούει, θυμίζει, εξιστορεί και αγιοποιεί τα πάντα. Επιτρέπει να συνευρίσκονται στο ένα και το αυτό άλμπουμ ένα lo-NRG gay pop anthem όπως το Rights For Gays, με μία απόλυτα ειλικρινή προσπάθεια να λάβει electro-pomp διάσταση το μυστήριο της... Μεγάλης Εβδομάδας, σαν το Tenebrae. Αυτά δε γίνονται, ή μάλλον δε γίνονταν!
Ο μινεσσοτιανός που υποτίθεται ότι βαράει τα πλήκτρα στην κομπανία του Panda Bear (εγώ πάντως δεν άκουσα τίποτε, εγώ τουλάχιστον) και συμμετέχει κάπως πιο ενεργά στο στοιχειωμένο γκράφιτι του Ariel Pink, έδωσε το 2006 τα πρώτα σημεία προσωπικής ζωής και φιλοδοξίας με το Songs, που είναι για το ηλεκτρονικό lo-fi ό,τι για το κιθαριστικό αντίστοιχο το Westing (by musket & sextant) των Pavement. Κοινώς... δεν το ακούς ποτέ, αλλά το θεωρείς σημείο αναφοράς, κόμβο και τα ρέστα.
Επί του παρόντος, έχει σχέδιο, πρόγραμμα και τραγουδιστική βάση, πέραν του ότι το concept του άλμπουμ αλλάζει σε κάθε επόμενο τραγούδι. Ηχητικά, ο John Maus εμμένει στην 80s τυπολατρεία, υπό τον όρο όμως της αδυσώπητης φτώχειας στην παραγωγή, της καθολικής άρνησης προς τη χάρη της στερεοφωνίας, του άγιου εκείνου φυσήματος στον ήχο που διαφοροποιεί τους συγκινητικούς από τους γελοίους Ultravox και μιας παλιάς θεωρίας συνομωσίας που ήθελε τον John Foxx να είναι ο Ιησούς Χριστός, αλλά δυστυχώς δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Όλα μαύρα και ένα casio λοιπόν, σε ένα σκηνικό που μας καλεί να ξεχάσουμε ότι οι Joy Division δεν υπήρξαν τίποτε άλλο από μία ανενδοίαστα ροκ μπάντα, που δεν ήξερε να παίξει ροκ. Και από εκεί και πέρα πραγματικά εμπνευσμένη τραγουδιστική διάθεση, που παίρνει το ελάχιστο, το υποχρεώνει σε άπειρες επαναλήψεις και στο τέλος αποθεώνει τη συναισθηματική αξία του απειροελάχιστου.
Οι τάσεις αυτοκαταστροφής -που προφανώς θα έχει ο John Maus ως μοναχικός δημιουργός, αλλά και ως μέλος της μπάντας του Panda Bear- επιβεβαιώνονται θριαμβολογικά στο Too Much Money. Που ξεκινάει ως υποψήφιο ελεκτροχούκι χιτάκι του ενός πλήκτρου, συνεχίζει με στιβαρό και ηδονικά σαρδόνιο chorus και κάπου στο 1' και 48'' τα γκρεμίζει όλα καθώς ο καλλιτέχνης, ξερνάει στο μικρόφωνο με αυτήν τη μανία για δόξα και για φράγκα που συναντάει παντού γύρω του. Ενώ ο ίδιος παραμένει πάντοτε ένα ταπεινό μέλος της μπάντας του Panda Bear.
Οι φουτουριστικά μπαρόκ όψεις της μουσικής του John Maus διατυπώνονται με τάσεις κλασικισμού στο Worship The Devil, με διαστάσεις αρνητισμού στο Old Town και με το κουμπί απομίμηση του εκκλησιαστικού οργάνου να έχει κολλήσει στο synthesizer στο Green Bouzard και αναγκαστικά καταλήγει να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ ως δήθεν άσκηση ύφους.
Μπορείτε κάλλιστα να το παρεξηγήσετε, να παρανοήσετε και να το χλευάσετε ως προϊόν ευτέλειας και προσωπικών ελλείψεων. Αν δεν αντιληφθείτε έγκαιρα όμως ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα ψυχικής ανισορροπίας που βρίσκει στήριγμα στον κόσμο των εμμονών, τότε σίγουρα κοσμεί το ράφι της δισκοθήκης σας η super deluxe edition του In Rainbows. Και μάλλον οδηγείτε και Volkswagen Golf γιατί έτσι μόνο αισθάνεστε ασφαλείς. Οπότε τι συζητάμε άδικα τόση ώρα...