Screen Memories
Έξι χρόνια μετά και με κοτζάμ διδακτορικό πλέον, ο νέος του δίσκος δεν μπορεί παρά να διχάσει. Μαρία Φλέδου και Άρης Καραμπεάζης πιάνουν τα απέναντι ταμπούρια και επιχειρηματολογούν.
Ας μιλήσουμε λίγο για τα '00s. Συγκεκριμένα ας μιλήσουμε για την πιο αυτάρεσκη και εκνευριστικά upbeat indie ροκ περίοδο που ακολούθησε τις άκυρες τελευταίες αναλαμπές της -ας πούμε- britpop. Εκείνα λοιπόν τα πρώτα χρόνια μου στην Αγγλία, αφού είδα με την ψυχή στο στόμα ό,τι cool είχε απομείνει λίγο πριν τη διάλυση (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Add N to X, οι οποίοι μπορεί και να διαλύθηκαν ενώ τους έβλεπα) και αφού κουράστηκα να κυνηγάω τους δυσεύρετους αγαπημένους μου καλλιτέχνες και τα καινούρια, συνήθως short lived projects τους, ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω. Ίντι ροκ...όλη αυτή η αδικαιολόγητη ενέργεια χωρίς ιδιαίτερα ίχνη υπαρξιακής κρίσης και αυθεντικού self loathing. Αλλά περί του θέματος τα είπαν -και έπραξαν-καλύτερα οι Selfish Cunt.
Όταν λοιπόν κάπου στα μέσα της δεκαετίας το κέντρο του κόσμου μου μεταφέρθηκε στο Department of Cultural Studies του Goldsmiths ενώ μοναδικό καταφύγιο μου από τα βαρετά ξερά riffs παρέμενε το electro(clash), αυτό που είχα ανάγκη ήταν κάτι σκοτεινό και intellectual. Κάτι καινούριο να ακούω τις νύχτες που περνούσα γράφοντας και τις ατελείωτες ώρες στις βιβλιοθήκες και στα λεωφορεία από το σπίτι στο πανεπιστήμιο στη δουλειά και πίσω στο σπίτι. Κάτι με το οποίο να μπορέσω και πάλι να ταυτιστώ, κάτι λίγο αναγνωρίσιμο. Και επιτέλους μία μέρα αντιλήφθηκα την ύπαρξη κάποιου Ariel Pink και μέσω αυτού αναπόφευκτα λίγο αργότερα ανακάλυψα και τον φίλο και πρώην συνεργάτη του John Maus. Και έτσι όλα επανήλθαν in order (καθώς το electroclash ξεψυχούσε στα χέρια του αδηφάγου mainstream που κατευθυνόταν απειλητικά προς το East End ενώ ξεκινούσε μοιραία η 'αναβάθμιση'/ισοπέδωση του κεντρικού Λονδίνου).
Στον Ariel Pink θα χρειαστεί κάπου παρακάτω να επανέλθω. Θα μπω τώρα στο θέμα μου που είναι το καινούριο άλμπουμ- part 1 (το part 2 θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη άνοιξη) του John Maus, 'Screen Memories'. Πόσο ταιριαστός τίτλος για τον μηδενιστικό ΄ρετροφουτουρισμό' που τον διακρίνει (απολογούμαι για την λέξη κλισέ).
Όπως πάντα μέσα στον συνθ-μινιμαλισμό του είναι πολυδιάστατος και εμμονικός με τα θέματα του τα οποία φαίνεται πως πάντα επανέρχονται, γιατί καλώς ή κακώς δεν λύνονται.. Στην προκειμένη η πολιτική κατάσταση στον πλανήτη, ο έρωτας κάπου ανάμεσα στο ιδεατό και την πραγματικότητα, ο θάνατος και η αποδοχή του, τα γνωστά.
Πέραν των όποιων μεθόδων ηχογράφησης, τελικά τίποτα απ' ό,τι δοκίμασε δεν του έκανε διαφορά στον ήχο και δήλωσε λιγάκι απογοητευμένος, ο John Maus είχε πάντα ένα βάθος που τον κάνει συναρπαστικό. Δεν δίνει απαντήσεις και δεν βγάζει συμπεράσματα, δίνει food for thought όμως, και δεν μπορείς να αποφύγεις ούτε να ξεφύγεις από τους στίχους του, ακόμη κι όταν χτυπιέσαι με τα χορευτικότερα των beats του.
Παιδί του Adorno άλλωστε και αυτός, του γοητευτικότερου μίζερου που όλοι οι art students και critical theory scholars αγαπήσαμε και που για χάρη του τερματίσαμε το 'reappropriation' του popular culture της (εκάστοτε) γενιάς μας, την ανάλυση και θεωρητικοποίησή του δηλαδή, ώστε να το κουβαλάμε μαζί μας χωρίς ενοχές. No cheap thrills λοιπόν. Όλα έχουν νόημα αρκεί να τα βάλουμε σε κάποιο πλαίσιο.
Ο ίδιος είναι πολλά παραπάνω από ένα σόλο act και μερικά προηχογραφημένα samples. Είναι ερευνητής, φιλόσοφος, ποιητής και είναι και η μανιακή, συνήθως εσωστρεφής σκηνική περσόνα του. Η σχέση του με τη μουσική βρίσκεται κάπου μεταξύ μπαρόκ προσαρμογών σε no wave και των 80s soundtracks της παιδικής του (και μου) ηλικίας. Αρκούσε μία ακρόαση των youtube playlists που κάποτε ανέβαζε για να καταλάβει κανείς πώς προέκυψε αυτή η μίξη. Μπορεί η προσέγγισή του να είναι εν μέρη ακαδημαϊκή και μάλλον τελειομανής, αν μη τι άλλο με το προηγούμενο άλμπουμ του 'We Must Become The Pitiless Censors of Ourselves 'φάνηκε να αγγίζει την όποια τελειότητα αποζητούσε, σε καμία περίπτωση όμως δεν επιδιώκει να γίνει δυσνόητος. Είναι απλά ανήσυχο πνεύμα.
Πού λοιπόν βρίσκεται η εξέλιξη του 6 χρόνια και ένα διδακτορικό μετά;
Το 'Screen Memories' είναι ένα δύσκολο follow up, γιατί πρέπει να πούμε εδώ ότι το καταξιωμένο 'We Must Become The Pitiless Censors of Ourselves' του 2011 ήταν και αυτό που τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Χάρη σε αυτό τον αποδέχτηκε/παραδέχτηκε σχεδόν και ο τελευταίος music analyst που κάποτε τον αμφισβήτησε, για λόγους βέβαια που δεν συγκλίνουν απαραίτητα μεταξύ τους, αλλά κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: ήταν ό,τι καλύτερο είχε κάνει ως τότε. Αρκούν όμως οι όποιοι λόγοι για να γίνει αυτομάτως το μοναδικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης με την από εδώ και πέρα δισκογραφία του;
Θα μπορούσαμε πολύ άνετα να πάμε μία δεκαετία και κάποια layers πίσω, στο 'Love is Real' του 2007 με το οποίο έχει πάρα πολλά κοινά και προσωπικά το θεωρώ, παρά το λίγο παραπάνω όργανο που το διακατέχει ως το πραγματικό turning point του. Θα μπορούσαμε να πάμε και ακόμη πιο πίσω, στις πιο πρώιμες απόπειρες του. Σε κάποια πρόχειρη κριτική γνωστής εφημερίδας διάβασα ένα 'ευτυχώς που σε αυτό το άλμπουμ δεν κάνει πολιτικές αναφορές' και απόρησα. Εκτός της ιδιότητας του ως Dr πλέον Πολιτικής Φιλοσοφίας και του αυτοπροσδιορισμού του ως 'left of the left of the left...', με το πρώτο άκουσμα το 'Screen Memories' δίνει την εντύπωση ενός σκεπτόμενου δίσκου, όπως τον χαρακτήρισε και ο ίδιος. Και μπορεί μεν να μην παίζει με τα σούπερ ευδιάκριτα σλόγκαν των δύο προηγούμενων άλμπουμ, βλέπε 'Rights for Gays' ή 'Cop Killer', κι έτσι κι αλλιώς για τον John Maus η γλώσσα από μόνη της δεν σημαίνει και τίποτα, είναι απλά κενές λέξεις που αναζητούν νόημα, έχει όμως κάτι διαφορετικό που σε καμιά περίπτωση δεν του αφαιρεί το πολιτικό στοιχείο: είναι συναισθηματικό.
Το 'Screen Memories' ξεκινάει με κάτι δυσοίωνο, pre-apocalyptic ή απλά δυστοπικό: 'The Combine' - όπου dystopia βλέπει πλέον την πραγματικότητα αντί για μία φουτουριστική φαντασία/ωση - It's going to dust us all to nothing. Κάπου εκεί βρίσκεται και το 'End of Forever' λίγα κομμάτια παρακάτω. Το 'The People are Missing', σταθερό και solid στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του, παραμένει στις πολιτικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες του και συγκεκριμένα στα identity politics (the camp, the ghetto, the camp). Είναι λίγο λιγότερο νευρικό από το 'Over Phantom' με το οποίο μοιράζεται style και substance.
Και αν δεν αρκούν όλα τα παραπάνω για να καταλάβει κανείς αν κάτι τελικά τον απασχολεί σε αυτό το άλμπουμ, νομίζω την τελική απάντηση δίνει το φορτισμένο από όλες τις απόψεις post-απ' όλα 'Find Out': Dirty fucker/they say everything is fine now/they're wrong! Το Teenage Witch φέρνει στο μυαλό γνωστό αγαπημένο 80s teen movie και τον έφηβο John να χτυπιέται στο δωμάτιό του σε ένα βίντεο που περισσότερο μοιάζει με ματιά στο μέλλον παρά με flashback, ενώ το σκοτεινό καταπληκτικό electrogoth 'Touchdown', άλλο ένα δείγμα της ικανότητας του να χρησιμοποιεί το popular culture σημειολογικά, κάνει σχεδόν αδύνατο να σκεφτείς κυριολεκτικά για ράγκμπι στο τετράστιχο που ακούς.
Με τα 'Walls of Silence' και 'Sensitive Recollections' μπαίνουμε σε γνώριμες στιγμές John Maus μελαγχολίας και existensialism. Το δεύτερο μου ακούγεται σαν μία πιο electropop εκδοχή του εκκλησιαστικότατου 'Tenebrae' - ΄'Holly Mother why are you crying? Don't you know your children love you?' Spiritual; Τελεολογικό; Σχεδόν βγάζει κάποιο συναίσθημα προς τα έξω. Μιλώντας δε για συναίσθημα, θα σταθώ λίγο παραπάνω στο πλέον αγαπημένο κομμάτι μου, το οποίο έχει ξεπεράσει μέχρι και το 'Love Letters From Hell' στην John Maus λίστα μου: 'Decide Decide'. 'Όχι πως δεν έχει ξαναγράψει love song με τον δικό του μοναδικό τρόπο να χειρίζεται την γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από το παρελθόν το 'Just Wait Τil Next Year'. I'd cut off all my fingers just to touch you/you stupid bitch you mutilate my soul. Λέξεις σαν αυτές που καμιά φορά περνάν από το μυαλό και απλά τις αφήνεις να σχηματιστούν εκεί, γιατί κανείς ποτέ δεν χρειάζεται να σε ακούσει να τις αρθρώνεις. Και σε μεγάλο βαθμό το κάνει αυτό όταν πετάει τους στίχους του (το αναγκαίο κακό) πάνω στα beats. Γιατί έχει χιούμορ.
Και παρ' όλο που με έχει προβληματίσει πολλές φορές η κάπως προμελετημένη του στάση απέναντι στον έρωτα, τον οποίο συνήθως προσεγγίζει είτε έτσι περιφραστικά, είτε με εσκεμμένα μπανάλ τρόπους (όπως στο 'Molly'-I'll hold you in my arms tonight, ή στο 'And Heaven Turned to Her Weeping'-The Flowers are dying now that you left me) εδώ έχουμε κάτι πολύ απλό και ευθύ. Πόσο σίγουρος μπορεί ποτέ κανείς στον έρωτα; Και τι είναι τελικά αυτό το πράγμα; Γιατί και πώς πρέπει να καταλάβει κανείς τι θέλει από αυτό που μάλλον θέλει; Και υπό ποιες συνθήκες, πώς γίνεται να βρεθεί εδώ το κατάλληλο πλαίσιο;
I haven't decided though due to you I should choose you, you and me/it's a dream to dream to choose to choose you. Υπέροχα υπεραναλυτικός και μπορεί αυτό να είναι το δικό μου interpretation και όχι απαραίτητα η δική του πρόθεση (άλλωστε άπαξ και φύγει η δημιουργία από τα χέρια του δημιουργού, αυτομάτως ανοίγεται στην όποια ερμηνεία) αλλά τόσα και περισσότερα ερωτήματα θα έπρεπε να θέτει κάθε love song που σέβεται τον εαυτό του.
Και από τον έρωτα πάμε στον θάνατο, αφού στο πρώτο άκουσμα σχεδόν με άγχωσε η απώλεια σχετικών αναφορών μέχρι να φτάσω στο 'Pets': Your pets are gonna die. Οκ John, δεν ξέρω πώς να το πάρω τώρα αυτό, γιατί στη δική μου περίπτωση είναι πολύ πιθανό να θάψει εμένα η χελώνα μου, αλλά καταλαβαίνω τι θες να πεις. Κάπου ανάμεσα στο παράλογο των early κομματιών του όπως το 'It takes time' (Grandma peed her pants again) και στην ωμότητα με την οποία μας φώναξε στα μούτρα το (Pussy is not a) 'Matter of Fact', μας προετοιμάζει και μας συμφιλιώνει ίσως με το τέλος, μέσω της αναπόφευκτης (για εσάς που έχετε σκύλους και γάτες) πραγματικότητας. Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, ας την γιορτάσουμε, let's hear it for the end.
Το άλμπουμ τελειώνει επικά με ένα κομμάτι-σημάδι ίσως (ελπίζω) επερχόμενης συνεργασίας με τον co-writer του Ariel Pink, το Bombs Away. To ηλεκτρονικο-ρετρό στοιχείο λοιπόν αυτή τη φορά περισσότερο από ποτέ μου θύμισε μία παλιά συνέντευξη στην οποία μιλούσε για το αγαπημένο τους sci-fi horror, το Xtro, μια βρετανική cult ταινία του 1982 που αποτελεί τέλειο παράδειγμα για όποιον και όποια μεγάλωσε στα 80s και έχει ως αναφορά αυτόν τον σχετικά ρεαλιστικό φουτουρισμό, που ούτε καν με το μακρινό μέλλον δεν είχε τελικά να κάνει γιατί το μέλλον τον πρόλαβε.
Το Screen Memories θα το περιέγραφα γενικά ως έναν πιο 'εύκαμπτο' δίσκο, λιγάκι πιο ανοιχτό απέναντι στον ακροατή του, αλλά αυτό ίσως είναι κάτι που έρχεται με τον χρόνο και την όποια αίσθηση οικειότητας μπορεί να φέρει μαζί του. Είναι σε σημεία σχεδόν ευάλωτο και αρκετά αυθόρμητο μέσα στην μετα-πραγματικότητα στην οποία βρισκόμαστε όλοι 6 χρόνια μετά. Και μας αφήνει να ταυτιστούμε και με κάτι πιο προσωπικό ή φαινομενικά αυτοβιογραφικό, ποιος ξέρει. Από την άλλη είναι, όπως θα περίμενε κανείς από τον John Maus, ένα άλμπουμ με συνοχή και ακολουθία. Μένει να ακούσουμε σε λίγους μήνες και το 2o μέρος για να βγει και το τελικό συμπέρασμα, αν δηλαδή έπρεπε να υπάρξουν δύο ξεχωριστά άλμπουμ και για ποιους λόγους. Αυτό που έχω να πω για την ώρα είναι yes you have the beat John and it's very neat indeed.
PS: Tο άλμπουμ είναι 10/10, αλλά άντε θα του βάλω 9 γιατί έχω πληγωθεί αφάνταστα που ακυρώθηκε το pre-order μου. Παρακαλώ βρείτε μου το boxset....
9/10
Μαρία Φλέδου
Να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι αυτές τις ρετροφουτουριστικές σαχλαμάρες τις οποίες κάνουν όλοι εδώ και John Foxx οίδε πόσους αιώνες πλέον από τα 00s και μετά, o John Maus τις κάνει καλύτερα από όλους. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και ως ότι κάνει την καλύτερη σαχλαμάρα από όλους και δεν νομίζω ότι μια τέτοια ερμηνεία θα παρερμήνευε έντονα τους στόχους του, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών ιδιοτήτων του πέραν αυτής του προβληματικού ανθυποpop αστέρα. Κάθε ερμηνεία άλλωστε είναι κατά βάση μία παρερμηνεία, ο βαθμός διαστρέβλωσης διαφοροποιείται μόνον. Κάτι τέτοια έλεγαν και οι Manic Street Preachers βέβαια και από την pop φιλοσοφία οδηγήθηκαν στη rawk ραστώνη.
Κρίνω θετικά το γεγονός ότι ο ίδιος ο John Maus φέρεται απογοητευμένος από το ηχητικό αποτέλεσμα του δίσκου (ο πρώτος του μετά από έξι χρόνια, κάπου εκεί τον είχα αφήσει και εγώ πιστεύοντας ότι τον έχω παρατήσει, αλλά φευ), τουλάχιστον ως προς το ότι δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από τις προηγούμενες δουλειές του. Με την απογοήτευση να έγκειται στο ότι τα δύο από τα εν λόγω έξι χρόνια τα ξόδεψε «στήνοντας» ένα δικό του πρότυπο synthesizer (στα υπόλοιπα τέσσερα λογικά θα προσπαθούσε να καταλάβει πως δουλεύει). Και ενώ περιμέναμε όλοι να βγει και να μας πει κάτι αντίστοιχο της αιώνιας ρήσης του George Best, με τους πυκνωτές να παίρνουν τη θέση του αλκοόλ και την υπέρμετρη χρήση echo αυτή των γυναικών, έχει το σθένος να ομολογήσει πως για να φτάσει κανείς στο μεδούλι του D.I.Y. αρκεί να περάσει μία καλή ιδέα από το Διοικητικό Συμβούλιο της Yamaha. Ο απλός ο εργαζόμενος τα πληρώνει όλα τελικά και τα μέσα παραγωγής είτε την έμπνευση υπηρετούν, είτε την υπεραξία της μετοχής, παραμένουν ύποπτα.
Διότι όπως ίσως θα έπρεπε να ξέρουμε ο John Maus είναι και αθεράπευτα αριστερός. Και εγώ θα ήμουν αν έμενα στη Minnesota (θα έγραφε σε αυτό το σημείο ο Δημήτρης Κάζης, αν του είχαμε αναθέσει αυτό το review). Πασπαλίζοντας λοιπόν την σκοτεινή (καλά δεν πέφτει και πολύ η νύχτα, μια κάπως νύστα επικρατεί απλώς) του επιστροφή με τσιτάτα αριστερών φιλοσόφων τους οποίους εμείς οι δήθεν αριστερίζοντες πρέπει να γκουγκλάρουμε για να μάθουμε θυμηθούμε ποιοι ήταν, στήνει έναν ακόμη πιο παράδοξο καμβά για να νοσταλγήσουμε όλοι μαζί τις εμπειρίες εκείνες που δεν ζήσαμε, καθώς όπως ανόητα διαδίδεται, η αριστερά πάντοτε αφόριζε την κάθε είδους πρωτοπορία και το διαφορετικό στο χώρο της δυτικοφερμένης τέχνης. Ναι άλλα για τη ρώσικη ηλεκτρονική πρωτοπορία και την τσέχικη ψυχεδέλεια δε μας λέτε τίποτε. Και ποιοι είμαστε εμείς δηλαδή; Γκουγκλάρετε με τη σειρά σας και όλα θα τα μάθετε.
Πάντως εγώ στη θέση σας αν ήθελα η pop μουσική μου να με κουνάει και λίγο από τον εφησυχασμό της συνείδησης μου, θα άνοιγα ξανά μανά και με μανία τα σκονισμένα κιτάπια των Mob και των Zounds (lazy dog days are over δηλαδή, που να τρέχετε τώρα σε ξένα label και να ξοδεύεστε), και θα άφηνα τον John Maus για κανένα σοφιστικέ πάρτι στο οποίο οι 40plus καλεσμένοι μου ντρέπονται να διασκεδάσουν με Laura Branigan, έστω και παιγμένη στις μισές στροφές. Αν είναι δυνατόν δηλαδή να κυκλοφορούν τέτοιοι άνθρωποι ακόμη γύρω μας, την ώρα που οι νέες γενιές μαθαίνουν τους Echo And The Bunnymen αποκλειστικά και μόνο μέσα από τηλεοπτικά σήριαλ.
Η αλήθεια είναι ότι αν έχει δει κανείς τον John Maus live, έστω και το προαιώνιο 2011, δεν μπορεί να τον πάρει και πολύ στα σοβαρά (εκτός αν ονομάζεται Μαρία Φλέδου για την οποία δεν υπάρχουν χρονιές και χρονολογίες στην pop μουσική και κάπως έτσι το review της είναι better than mine, που θα έλεγε και αυτή, αλλά εγώ είμαι που λέω την αλήθεια ασφαλώς). Και αυτό συγκαταλέγεται στα θετικά του. Διότι υπάρχει και η θεωρία εκείνη που μας λέει πως όσο δεν απασχολείται ο καλλιτέχνης με το να ικανοποιήσει τις συνήθως προκάτ ανάγκες του κοινού του στα live, τόσο κάτι συνεχίζει να τον τρώει μέσα του. Από τους Ramones μέχρι τους Jesus And Mary Chain, μόλις καταφέρνουν και κάτι σκαρώνουν επί σκηνής, έρχεται και πέφτει μια κάποια βαρεμάρα στη δισκογραφία τους. Γιατί όπως είπαμε, παρά τα σημάδια των καιρών, οι δίσκοι είναι που μετράνε.
Δυστυχώς όμως για τον John Maus περισσότερες προσεχτικές ακροάσεις μετά από όσες είχα εξαρχής την πρόθεση να δώσω (δηλαδή καμία), το μόνο τραγούδι που μένει από το Screen Memories είναι το Bombs Away (και εδώ ερχόμαστε να συμφωνήσουμε άπαντες οι κρίνοντες σε αυτό τουλάχιστον το site). Και είναι το τελευταίο του δίσκου. Γεια σου και αντίο θα σε δω στο πλοίο, στις τριάντα-δύο του άλλου του μηνός δηλαδή. Όλα τα υπόλοιπα είναι τα τραγούδια που θα περιμέναμε τόσο από τον John Maus, όσο και από οποιοδήποτε generator John Maus φτιαγμένο έστω και με κάποιον φθηνό αλγόριθμο. Και για να λέμε την αλήθεια, εδώ ο αλγόριθμος σε αρκετές των περιπτώσεων είναι περισσότερο φθηνιάρικος παρά φθηνός. Και ας χρειάστηκαν δύο χρόνια προσωπικής εργασίας για να φτιαχτεί, καθώς είπαμε.
Το άλμπουμ ακούγεται μεν ομοιόμορφα και σχεδόν ηδονιστικά από ανθρώπους σαν εμένα για τους οποίους όλες αυτές οι electroγραμμές καλά προφυλάσσονται ακόμη σε ένα ιδιότυπο κώδικα εσωτερικού D.N.A. που συγχέει την νοσταλγία με την περιορισμένη ικανότητα ακρόασης, αλλά θεωρώ πλέον εξαιρετικά ανόητο το να μην μπορούμε να παραδεχτούμε ότι, όπως οποιοδήποτε άλμπουμ κατάφωρα αντιγραφικού sleaze rock (ή οτιδήποτε άλλο), έτσι και αυτός ο δίσκος αδυνατεί να κινηθεί οριακά πάνω από την οποιαδήποτε βάση. Υπερθεματίσαμε αρκούντως στο παρελθόν (παρα)χαϊδεύοντας τις εμμονές μας. Θεωρώ ότι ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε. Για να ακούσουμε μια «χαμένη» spiritual jazz επανέκδοση από το 1952- πρώτο εξάμηνο και αμέσως μετά να κλειδώσουμε καλά την πόρτα του γηροκομείο πίσω μας και να πέσουμε να πεθάνουμε. Και τι άλλο να κάνεις δηλαδή;
Μαυρίλα ο νέος John Maus τελικά. Με πήρε από κάτω....
5/10
Άρης Καραμπεάζης