We must become the pitiless censors of ourselves
Ανελέητοι όμως. Του Αντώνη Ξαγά
Ας μου επιτραπεί η υπερβολή. Νομίζω ότι η ουσία του καινούργιου, τρίτου δισκογραφήματος του John Maus βρίσκεται στον ίδιο του τον ...τίτλο. Ο οποίος θα μπορούσε (ή θα έπρεπε υπερθεματίζοντας) να εκληφθεί ως ένα μήνυμα στους συνάδελφους του μουσικούς οι οποίοι παρασυρμένοι από τις ευκολίες της σύγχρονης τεχνολογίας, ίσως κι αγχωμένοι να ταΐσουν ένα διψασμένο για νέο αίμα κοινό το οποίο ξεχνάει γρήγορα τα έργα που άκοπα και ανέξοδα απέκτησε, ενδίδουν στον πειρασμό του σαββοπούλειου "Μην πετάξεις τίποτε" (ποιος αλήθεια άκουσε τον Σαββόπουλο και είδε ...προκοπή;). Αποτέλεσμα; Φλύαροι δίσκοι, ξεχειλωμένες ιδέες, ξοδεμένο ταλέντο. Σα να διαθέτεις ένα άριστο αμπέλι, και αντί να το σεβαστείς, επιμένεις να εξαντλείς άπληστα τη στρεμματική του απόδοση για να φτιάξεις στο τέλος ένα κρασί "νερωμένο" και φτωχό.
Για να βγούμε λίγο από τα μουσικά πλαίσια, βάλτε για παράδειγμα τον Καβάφη δίπλα στον Ρίτσο. Ο μονεμβασίτης θα καταλάβει άνετα μια ολόκληρη πτέρυγα της βιβλιοθήκης. Ο αλεξανδρινός ίσα έναν μικρό τόμο στη γωνιά (ακόμη μικρότερο αν αφαιρέσουμε και όσα έφερε στο φως η ανίερη σκαπάνη των κληρονόμων). Κι όμως το τελικό ειδικό βάρος τους είναι αντιστρόφως ανάλογο του ...βάρους των έργων τους. Η καλλιτεχνική αξία δεν ήταν ποτέ συνάρτηση ποσοτικών συντελεστών.
Για να επιστρέψουμε στο προκείμενο, ο Maus αποφεύγει τη μομφή της λαϊκής παροιμίας "δάσκαλε που δίδασκες" και υλοποιεί την προτροπή του με εμφατικό τρόπο, καταθέτοντας μέσα σε ελάχιστα παραπάνω από μισή ώρα ένα έργο το οποίο και δικαίως φέρει το χαρακτηρισμό του "δίσκου", νοούμενου ως μια άρρηκτη αισθητική ενότητα και όχι μια απλή συλλογή τραγουδιών για αυτόνομα "κατεβάσματα". Ένα έργο στο οποίο τίποτε δεν περισσεύει και τίποτε δεν λείπει. Και αυτό είναι ένα ασφαλές κριτήριο, είτε μιλάμε για μουσική είτε για ποίηση.
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν απέδιδα στην ακαδημαϊκή του κατάρτιση (έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και είναι καθηγητής φιλοσοφίας) το γεγονός ότι το "We must become..." είναι ένας στοχαστικός, τολμώ να πω δοκιμιακός δίσκος, μια σπουδή πάνω στη μνήμη και τους μηχανισμούς διαχείρισης της. Και μάλιστα όχι μόνο σε μουσικό επίπεδο. Εκεί είναι ασφαλώς η αφετηρία. To τέχνασμα δε του Maus είναι τόσο φανερό, τόσο εξόφθαλμα (εξ-ώτια;) προφανές αλλά παρολ' αυτά τόσο δύσκολο να του αντισταθείς. Αρχικά σου παρέχει μια οικεία βάση, κορφολογεί γνώριμες παραπομπές, κι ενεργοποιεί έτσι το μηχανισμό ανάκτησης της μνήμης, ώστε μετά παραδομένο να σε οδηγήσει ύπουλα και αβίαστα στον κόσμο του. Η μνήμη ως εφαλτήριο και όχι ως βαρίδι. Εύκολη η θεωρητική διατύπωση, δυσκολότατη η πρακτική εφαρμογή...
Προνομιακό του πεδίο είναι τα 80s, όπου τρυγάει από μια έκταση η οποία απλώνεται από τα πομπώδη πλήκτρα του Vangelis και τα "τροπικά" του Jan Hammer έως τα φτηνά της italo disco. Το αποτέλεσμα είναι μεν σε πρώτη ανάγνωση ρετρό, vintage, παλιομοδίτικο ή όπως αλλιώς θέλετε να το αποκαλέσετε, μπορεί να εντάσσεται στο zeitgeist το οποίο προσπαθεί να περιγράψει σημειολογικά στο "Retromania" ο Simon Reynolds, αλλά ταυτόχρονα είναι απολύτως σημερινό με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Ο δίσκος αυτός δεν θα μπορούσε να είχε παραχθεί το 1981, ούτε καν το 1991, είναι 2011 μέχρι το κόκαλο στην αντίληψη και την αισθητική του, όσο κι αν εμπεριέχει κομμάτια όπως το απροκάλυπτα σκοτεινό new wave "Quantum leap" (το οποίο θα ταίριαζα π.χ. με το "Euthenics" των Modern Eon) ή το "Cop killer" το οποίο δε θα φάνταζε παράταιρο δίπλα στο Εξπρές του Μεσονυκτίου.
Τελειώνοντας ο δίσκος σε αφήνει με μια αίσθηση μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας η οποία κολλάει απάνω σου σα νυχτερινή βρώμικη υγρασία, ανάμεικτη με καυσαέρια και σκόνη της πόλης, κατάλοιπο μιας περιπλάνησης στους δρόμους μιας χαμένης στη μετάφραση "ξένης" πόλης, όταν δεν σε περιμένει κάτι (κάποιος/α) στο σπίτι... Γιατί η μουσική του Maus είναι πάνω απ' όλα μια μουσική της πόλης, του άστεως, όχι όμως του "κλεινού" (του ένδοξου δηλαδή) αλλά του καθημερινού, του καταθλιπτικού, του ανιαρού, του υποβαθμισμένου, του συνηθισμένου. Εκεί που η βροχή πέφτει γκρίζα και μολυσμένη. Να όπως τη νιώθεις στο "...and the rain". Η μουσική του Maus δεν μπορεί να ακουστεί στη Φύση, θέλει ανώνυμες γειτονιές εκτός του χάρτη των "οδηγών πόλης", θέλει άσφαλτο να βράζει και ψυχρά φώτα νέον, προβολείς να σπιθίζουν, θέλει σκοτάδι αστικό, κι ερωτικά μελό τραγούδια μέσα από τα χιόνια της τηλεόρασης. Να όπως στο "Believer", με τη φωνή του Maus χαμένη στην ομίχλη του reverb και περασμένη από αναρίθμητα μικροκυκλώματα, να μοιάζει φασματική, σα να έρχεται από κάπου πολύ μακριά, πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο. Η πόλη ως μαυσωλείο αναμνήσεων...
Το "We must become the pitiless censors of ourselves" είναι ένας δίσκος-πρότυπο για μια γενιά (παρα)μορφωμένη από την υπερβολική ποσότητα διαθέσιμης μουσική και "δηλητηριασμένη" από την εντροπία της διαθέσιμης μνήμης-πληροφορίας. Και αυτό δεν είναι διόλου υπερβολή...