(Φαντάζει παράξενο! Το τρίτο μόλις μέρος μιας αμερικάνικης τριλογίας, από τον άνθρωπο που ίσως μόνο αυτός έζησε μια «Αμερικάνικη» ζωή. Δεκατέσσερα παραπάνω τραγούδια ίσως και να μη λένε τίποτα στον ίδιο τον Johnny Cash. Έλα όμως που ο τρόπος που τα ερμηνεύει δε φανερώνει κάτι τέτοιο...)
Στη συνείδησή μου ο Johnny Cash βρίσκεται μίλια πιο πάνω από τον «μεγαλύτερο Αμερικάνο τραγουδοποιό», τον κύριο Zimmerman. Γεννήθηκε το 1932, πρέπει να άρχισε να τραγουδάει από το 1933, είναι ο ίδιος από μόνος του ένα μουσικό είδος, ποτέ δεν παρέκλινε εκατοστό από τις ρίζες του (κάποιες φορές αυτό είναι και θετικό) και όταν ο άλλος τραγούδαγε στους Πάπες και τους σείχηδες βαρυποινίτες και καταδικασμένοι σε θάνατο ανακάλυπταν τη «ζωή» στις ιστορίες του... Johnny.
Στη δεκαετία του 90 μας έδωσε έναν δίσκο που ανταποκρίνεται απόλυτα στην έννοια του αριστουργήματος (American Recordings lp 1994). Αν σας διέφυγε φροντίστε να επανορθώσετε αμέσως. Το αυτό μπορείτε να κάνετε και με το παρόν lp. Το τρίτο μέρος της συνεργασίας του με τον «παρανοϊκό» Rick Rubin (οι Slayer σας λένε τίποτα;) στέλνει τον Ryan Adams για ύπνο. Να γυρίσεις μόνο αν ξυπνήσεις μεγαλύτερος και γεμάτος εμπειρίες μικρέ!
Δανείζεται τον τίτλο από ένα μεγαλύτερο-από-τη-ζωή-μας (όχι και τη δική του όμως!) τραγούδι του Neil Diamond, το οποίο και ερμηνεύει με ανατριχιαστικό τρόπο. Και πάλι επιλέγει το δρόμο των διασκευών (δεν ξέρω ποιος τις διαλέγει Μπάμπη, sorry, κάνει καλά τη δουλειά του όμως. Έτσι;), διασκευάζει μέχρι και τον εαυτό του (επανεκτελέσεις παλιών τραγουδιών). Τίποτε περισσότερο από μια φωνή (καημένε μου, «μια φωνή» το λες εσύ αυτό;) και μια κιθάρα με ελάχιστα extra συμπληρώματα. Και εδώ έγκειται η διαφορά: η φωνή του Cash δεν είναι αυτή που ξέραμε... νευρολογικές διαταραχές, πνευμονίες και ότι άλλο θέλετε είναι φανερό πως την περιορίζουν πλέον στο 40% των δυνατοτήτων της. Φαίνεται καθαρά στην εκτέλεση του 'Mercy Seat' (Nick Cave), τραγούδι με πολλές απαιτήσεις. Αυτή η... μικρή αδυναμία λοιπόν κάνει τα τραγούδια να ακούγονται σχεδόν καθηλωτικά.
Ο Cash δεν είναι ένας άρρωστος γέρος που κάνει απέλπιδες προσπάθειες να τραγουδήσει καλά. Είναι ένα «αρρωστημένο» μυαλό που χαρίζει την ιδιότητα του στα «τραγουδάκια» των άλλων και -όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται- ξεγελιέται και νομίζει πως κι αυτά είναι δικά του.
Το σκοτάδι του Will Oldham ('I see a darkness') βαραίνει περισσότερο, τους U2 είναι σαν να τους κλείνει το μάτι με συγκατάβαση ('One'), τον Neil Diamond τον σέβεται και ανεβάζει το τραγούδι του στα ύψη. Τα δικά του τραγούδια μερικές φορές τα βουτάει στον τρόμο και πάλι όμως δέχεται να τα αντιμετωπίσει. Πάρτε για παράδειγμα το 'Before my time', ο άνθρωπος-τραγούδι σχεδόν με πίκρα παραδέχεται ότι όσα κάνει υπήρχαν και πριν από αυτόν.
Δύο πράγματα για το τέλος: θα μπορούσε να γίνει σαλονάτος, όπως ο Leonard Cohen, αυτός ακόμη φιγουράρει στα υπόγεια. Θα μπορούσε να διηγείται ιστορίες στα εγγόνια του και μόνο, αυτός ακόμη προτιμάει όλους εμάς. Κάπως έτσι ξεκινάει η μουσική συντηρητικοποίηση μας, ε; Με το να δίνουμε τα σέβη μας στους θρύλους. Τα σέβη μου λοιπόν!