Στο αποκορύφωμα της blues και garage-punk αναβίωσης ο Jon Spencer κι οι Blues Explosion διέψευσαν με την -αδικημένη- προηγούμενη δουλειά τους τις προσδοκίες όσων περίμεναν τους πρωτοπόρους του ιδιώματος να βάλουν τα πράγματα στην θέση τους καθώς συνέχισαν απερίσπαστοι αυτό που έκαναν πάντοτε, υλοποιώντας στην πραγματικότητα την μία από τις δύο επιλογές όποιου βρεθεί στην δύσκολη αυτή θέση. Την δεύτερη επιλογή, τον πειραματισμό δηλαδή με νέους ήχους και χώρους είχε δοκιμάσει ο Jon Spencer απ' το '98 με το 'Acme' κι έτσι, την ώρα που αρκετοί βιάστηκαν να τον ξεγράψουν, αποφάσισε όπως φαίνεται να προσθέσει ένα κι ένα.
Με συντομευμένο όνομα που τονίζει την συνοχή του group επέστρεψε λοιπόν στις συνεργασίες με αρκετούς διαφορετικούς παραγωγούς κι έτσι, εκτός από τον Dan (The Automator) Nakamura με τον οποίο συνεργάστηκε και παλαιότερα, συναντούμε απροσδόκητα εδώ μεταξύ άλλων τους David Holmes και DJ Shadow. Αντί όμως ένα ακόμη 'Acme' (Plus Plus ίσως) με ετερόκλητα και χαλαρά στοιχεία, εδώ υπάρχει συνδετικός ιστός καθώς οι εναλλασσόμενες παρουσίες στην κονσόλα αναλαμβάνουν -κι επιτυγχάνουν- ν' αναδείξουν τις διαφορετικές πτυχές των Blues Explosion, όπως η εικόνα που σχηματίζεται από επιμέρους τμήματα.
Υπάρχει λοιπόν εδώ κάτι για όλους: R'n'B αισθησιακό στο απόλυτα εθιστικό 'Hot Gossip' όπου συμμετέχει κι ο Chuck D ή δυνατό και κάπως χαοτικό (απόηχος άλλων εποχών) στην ομώνυμη υποδοχή αλλά και στο 'Fed Up And Low Down' όπου ο DJ Shadow δένει απολαυστικά την -ελεγχόμενη- φρενίτιδα με R'n'B beat και scratch, ατμοσφαιρικά blues ('Spoiled' με την Martina Topley-Bird στα δεύτερα φωνητικά), space blues ('Rattling') ή ψυχεδελική soul με την γνώριμη "βρώμικη" αίσθηση των ΒΧ ('You Been My Baby'). Ο Spencer κι οι ΒΧ θυμούνται φυσικά πάντοτε το γνώριμο blues-garage παιχνίδι τους κι εδώ βρίσκονται σε εξαιρετική φόρμα με τα πιο straight 'Help These Blues', 'Burn It Off', 'Crunchy', τραγούδια όπου αναδεικνύεται η αμείωτη με τα χρόνια ενέργεια και δύναμή τους αλλά και η απόσταση που τους χωρίζει από τους μιμητές, κάτι που τονίζει κι ο ίδιος στο ξεκίνημα άλλωστε ("you're never gonna top us").
Αντίθετα από τις -λιγότερο ή περισσότερο- χαοτικές καταστάσεις του παρελθόντος τα τραγούδια εδώ είναι συνεκτικά ενώ, παρά τις διαφορετικές (και κάποιες φορές άνισες) όψεις του group που παρουσιάζονται, παντού αναδύονται ο αισθησιασμός, η ένταση κι η "μαύρη" ψυχή του Spencer. Προσθέτοντας την απουσία των -απολαυστικών- απομιμήσεων του Elvis, ίσως όλα αυτά δείχνουν απλά προς την (καθυστερημένη) ωριμότητά του και, ο αντίλογος που ίσως παραμένει είναι κάποιος κορεσμός από την υπερφόρτωση του αναβιωτικού κύματος. Σε κάθε περίπτωση, με την καλύτερή του δουλειά εδώ και αρκετά χρόνια ο Jon Spencer παίρνει απόσταση ασφαλείας από τους διάφορους επίδοξους και δικαιώνει όλους, αυτούς που επέμεναν να τον εμπιστεύονται αλλά κι όσους τον είχαν κακολογήσει, καθώς αποδεικνύει ότι μπορούσε στ' αλήθεια να δώσει περισσότερα.