Monsters
Ελληνική η καταγωγή, αγγλόφωνη η έκφραση, αμερικάνικες οι αναφορές. (Ανα)ζητείται η απεύθυνση. Του Χάρη Συμβουλίδη
Τι κάνεις με δίσκους σαν το ‘Monsters’; Οι οποίοι σε παρακινούν να ψάξεις στο δίκτυο για τυχόν συναυλίες του δημιουργού τους (ώστε να τον δεις να παρουσιάζει το περιεχόμενο υλικό και ζωντανά), μα έπειτα τους ξεχνάς σχεδόν ολότελα, καθώς απομακρύνεσαι από την εμπειρία;
Όπως κοιτάζω εγώ το θέμα, είναι ένα από τα πιο δύσκολα, μα και πιο επιτακτικά ερωτήματα για την κριτική σκέψη της εποχής μας. Πρακτικά, όμως, καταγράφεται ως μια εκτός κλίματος ανησυχία, στο παράξενο μουσικό συνεχές αυτής της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Όπου τους μεν γράφοντες τους έχει παρασύρει το ρέμα των συναισθηματικών γλυκόλογων, τη δε pop/rock παραγωγή την έχει κατακλύσει ένα διαρκές κύμα αναβιώσεων, αναπαλαιώσεων και νοσταλγίας.
Τι είναι (πια) παλιό και τι καινούριο, αν τα όσα συνέβησαν 20, 30 ή 40 χρόνια πριν ακούγονται πιο επίκαιρα από ποτέ άλλοτε στην ιστορία των ηχογραφήσεων; Και πού στέκονται τα πονήματα του Jon Voyager; Να τα χειροκροτήσουμε για την επίκληση την οποία κάνουν στη στόφα μιας κλασικής συνταγής; Ή, σαν άλλοι Δόκτορες Χου, να προασπίσουμε την ακεραιότητα των χρονικών γραμμών, διαμαρτυρόμενοι, έτσι, για την αναπαραγωγή ενός παλιότερου rock με όρους στιλιστικούς, φύσει και θέσει αποκομμένο από την κοινωνία και την εποχή που το γέννησε ως ανάγκη και ως αισθητική έκφραση, εν τέλει και ως προϊόν λαϊκής διασκέδασης εκμεταλλεύσιμο από την ελεύθερη αγορά;
Τα ερωτήματα αυτά είναι διεθνή, μα αφορούν και το σύνολο της εντός συνόρων αγγλόφωνης δημιουργίας: και τους όρους με τους οποίους χτίζεται από τους καλλιτέχνες, αλλά και το consensus γύρω από την αποτίμησή της. Γιατί τα χρόνια κυλούν, όμως έχουμε μείνει να θυμόμαστε παχιά λόγια και τεράστιες βαθμολογίες περισσότερο από δίσκους και τραγούδια, επειδή μια μικρή, μα επιδραστική σε επίπεδο δημόσιου λόγου ομάδα ομονοούντων εξακολουθεί να βλέπει την αγγλόφωνη έκφραση (και) ως εξαγνισμένη αντανάκλαση μιας κοινωνικής συνείδησης ανώτερης της ελληνικής.
Είναι άδικο, βέβαια, να εγκαλούμε τον Γιάννη Βογιατζή –τον τραγουδιστή των Αθηναίων Need– για όλα τούτα, με άξονα την πρώτη του σόλο προσπάθεια έξω από το πλαίσιο του συγκροτήματος, στην οποία ξετυλίγει όσες μουσικές ανησυχίες δεν γινόταν να χωρέσουν σε όσα ποιεί εκεί. Στον βαθμό, πάντως, που δηλώνει ξεκάθαρα (στα συνοδευτικά της κυκλοφορίας) την πρόθεσή του να αναφερθεί στον Bruce Springsteen, στον Neil Young, στον Elton John, στον John Mayer και στον Dave Matthews, είναι αναπόφευκτο να κριθεί στη βάση των απαντήσεων που δίνει κανείς σε όλα τα παραπάνω. Τουλάχιστον απ' όσους το σκέφτονται έτσι (ή και έτσι), γιατί είπαμε, οι καιροί μας καβαλάνε εύκολα στο συναίσθημα.
Σίγουρα, βέβαια, δεν γίνεται να αγνοήσεις τα πρώτα δικά σου αισθήματα, όταν με το που μπαίνει το ρεφρέν του "Little Boxes" πιάνεις ανήσυχος να τσεκάρεις τα στοιχεία του τι ακούς, πιστεύοντας ότι κάπου τα έχεις μπερδέψει: «αφού ελληνικό δίσκο έβαλα να παίξει», σκέφτεσαι, «από πού έρχεται όλο αυτό το USA rock»; Όσο κυλάει το άλμπουμ, όμως, τόσο εδραιώνονται οι εναρκτήριες εντυπώσεις. Μπορεί κάπου στη μέση το "Minor Tom" να κάνει μια ευθεία αναφορά στον David Bowie (και σαν τίτλος και με τους στίχους), όμως αυτό που κυριαρχεί είναι οι ηλεκτρισμένες pop/rock μπαλάντες, οι οποίες μοιάζουν λες κι έχουν αλιευτεί από διάφορα χρυσά στιγμιότυπα των αμερικάνικων FM. Τραγούδια, δηλαδή, σαν το "Undecided", το "360" ή το "Angela", που συμπληρώνονται από τη blues rock αισθητική του "Call Me When You're Drunk" –το οποίο, με λίγο πιο hard rock προσέγγιση, εύκολα το φαντάζεσαι να ξεπηδά από κάποια δουλειά των Aerosmith.
Τώρα, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η ντόπια αγγλόφωνη έκφραση χαρακτηρίζεται πλέον από αισθητά ανεβασμένο μέσο όρο στο επίπεδο των παιξιμάτων, στις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεων και στις λογικές της παραγωγής, το ‘Monsters’ προκύπτει ως ακόμα καλύτερο: διαπρέπει σε όλους αυτούς τους τομείς, ενώ εκπλήσσει, επιπλέον, με τους χώρους αναπνοής τους οποίους εξασφαλίζει για τις συνθέσεις, με την τοποθέτηση της φωνής, με την αποτύπωση της εκφοράς των αγγλικών. Εδώ, επομένως, έχει πέσει πολλή και καλή δουλειά, οπότε δεν αρμόζει να είμαστε φειδωλοί σε επαίνους. Ακριβώς επειδή η ελληνική καθημερινότητα εμπεριέχει και μία ακόμα όψη, σταθερώς δύσκολη για τους δημιουργούς που διάλεξαν να κινούνται εκτός mainstream.
Δεν είναι κρίμα, λοιπόν, τόση καλή δουλειά να εξαντλείται, λιγότερο ή περισσότερο, στο να το κάνουμε κι εμείς όπως το έκαναν κάποτε οι ήρωές μας; Όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι το ‘Monsters’, απομένει σαν ένα ωραίο tribute στη διεθνή δισκοθήκη του Jon Voyager. Σε μια πηγή, δηλαδή, που πολλοί μουσικόφιλοι εξακολουθούμε (όπως κι εκείνος) να βρίσκουμε ως λίαν δροσερή, στην οποία, ωστόσο, διαθέτουμε (όπως κι εκείνος) άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση. Άρα γιατί να προτιμήσουμε το δικό του υλικό, σε βάθος χρόνου; Δεν θα ήταν ευτυχέστερο τούτη η εκφραστικότητα και το όλο μεράκι να επενδυθούν σε κάτι πιο αυτόφωτο;