Human Again
Όσοι (δεν) την γνωρίζουν σαν την σαξοφωνίστρια στην μπάντα του Bryan Ferry, αξίζει να την ακούσουν στην πρώτη δική της δισκογραφική προσπάθεια. Σε εντελώς άλλους δρόμους... Της Νάνσυ Σταυρίδου
Όταν άκουσα για πρώτη φορά το “Human Again”, δεν ενθουσιάστηκα, ίσα ίσα γκρίνιαξα από μέσα μου «άλλη μια απομίμηση της Julee Cruise, καμία πρωτοτυπία πια!». Από την άλλη όμως, εκείνο που μου τράβηξε άμεσα την προσοχή ήταν το περίεργο όνομα της ερμηνεύτριας. Jorja Chalmers (το οποίο προφέρεται Γιόργια Χάλμερς). Έτσι κατέφυγα για αρχή στη γνωστή λύση της Wikipedia και το ένστικτό μου, όπως φαίνεται στη συνέχεια, τελικά με δικαίωσε.
Η καλλιτέχνιδα με το περίεργο όνομα είναι από την Αυστραλία αλλά ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Από μικρή είχε κλίση στη μουσική, έμαθε μόνη της να παίζει πιάνο και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο σαξόφωνο με σκοπό να γίνει μέλος σε ένα συγκρότημα. Και το κατάφερε το 2004 όταν εγκατέλειψε το επάγγελμα της καθηγήτριας σαξοφώνου και μετακόμισε στο Λονδίνο όπου συμμετείχε στις “Hotel Motel” η δουλειά των οποίων χαρακτηρίστηκε σαν ένα άλμπουμ διασκευών των Roxy Music. Η ίδια δεν πέρασε απαρατήρητη αφού ο Bryan Ferry αναγνώρισε το ταλέντο της και της ζήτησε μέσω του myspace να γίνει μέλος της μπάντας του ως σαξοφωνίστρια με την οποία περιοδεύει από το 2007 μέχρι και σήμερα. Στα διαλείμματα από τις περιοδείες, η Chalmers έχει επίσης συνεργαστεί σε live εμφανίσεις με τους Ting Tings, τον Patrick Wolf αλλά και τους Take That.
Με αυτό λοιπόν, το background, περίμενα το ντεμπούτο άλμπουμ της να είναι μουσικά κάτι παρεμφερές σε pop και new wave. Όταν όμως το άκουσα ολόκληρο, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Η ανατροπή έγινε ξαφνικά αποκάλυψη! Είναι τόσο ατμοσφαιρικό, απόκοσμο και διεισδυτικό που αυτόματα οι ήχοι μετατρέπονται σε εικόνες και συναισθήματα. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα synth wave project το οποίο λειτουργεί σαν το soundtrack μιας ταινίας που ο καθένας μας μπορεί να φανταστεί, sci-fi, horror, δράμα, σε σκηνοθεσία ενδεχομένως του David Lynch ή του John Carpenter. Σε αυτό συντελεί και η εξαιρετικά εύστοχη επιλογή στη σειρά των 12 κομματιών του δίσκου έτσι ώστε να υπάρχει τέλεια συνοχή μεταξύ τους συνθέτοντας ένα έργο με αρχή μέση και τέλος.
Στο εισαγωγικό κομμάτι, το κορίτσι από την Αυστραλία με τα αιθέρια φωνητικά, ζητάει από κάποιον να την κάνει ξανά ανθρώπινη γιατί είναι μόνη της εδώ και πολύ καιρό και αδημονεί να επιστρέψει σπίτι της. Προφανώς και είναι βιωματικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι η αρχική σύλληψη και ηχογράφηση των 12 συνθέσεων έγινε σε δωμάτια ξενοδοχείων όταν περιόδευε. Στο επόμενο κομμάτι τα σκοτεινά και διαστρεβλωμένα synths παίρνουν φωτιά με το ‘Red Light’ να ανεβάζει την αδρεναλίνη διατηρώντας παράλληλα την αισθησιακή ατμόσφαιρα που έχει ήδη δημιουργηθεί. Και από τη δράση, περνάμε στην αντίδραση με μια «μαύρη σκιά» που προμηνύει μπελάδες με άσχημα ξεμπερδέματα. Κι όμως «κατάφερε να τον κάνει να αγαπήσει ξανά» μας τραγουδά αμέσως μετά η Jorja συνοδευόμενη από μια ονειρεμένη μελωδία που γίνεται ακόμα πιο ονειρική με το υπέροχο σαξόφωνό της.
Κι εκεί που πας να πάρεις μια ανάσα, ακολουθεί το αγαπημένο μου ‘Copper Bells’, μια μουσική δυστοπία από επαναλαμβανόμενα beat που ανεβάζουν τους παλμούς και προκαλούν αγωνία, τρόμο και πανικό. Κάτι θλιβερό και πολύ δυσάρεστο φαίνεται να άφησε πίσω της αυτή η ηλεκτρονική καταιγίδα για αυτό και στο επόμενο κομμάτι τα λόγια είναι περιττά (‘No Words’). Ο θρήνος συνεχίζεται με μια ακόμα σύνθεση στην οποία πρωταγωνιστεί το σαξόφωνο: “Our love in a glass so thin” και ο πόνος αρχίζει σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται για να κορυφωθεί μερικά λεπτά αργότερα στο συνταρακτικό «Suburban Pastel” το οποίο με έκανε να ανατριχιάσω όπως την πρώτη φορά που άκουσα το ‘Persephone’ των Dead Can Dance. Στο επόμενο κομμάτι, τη σκυτάλη παίρνει και πάλι το σαξόφωνο ο ήχος του οποίου όμως τώρα βγάζει μια τρυφερή μελαγχολία με μια αχτίδα αισιοδοξίας να ξεπροβάλει δειλά δειλά μέχρι το “The Sum of our Sins” στο οποίο ο αόρατος ήρωας μου αναγεννιέται από τις στάχτες του χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι «αυτή τον έκανε να αγαπήσει ξανά». Και το έργο κλείνει με τον άγνωστο X να χαζεύει ένα καράβι που σχηματίζεται στον ουρανό (ship in the sky) και να ετοιμάζεται για νέες περιπέτειες.
Και αν το παραπάνω παραλήρημα δεν σας έπεισε για τη δύναμη που έχει αυτό το άλμπουμ, αρκεστείτε τουλάχιστον στην υπογραφή της δισκογραφικής εταιρίας των Chromatics, Italians Do it Better, στον παραγωγό τους Johnny Jewel και στον Dean Hurley, γνωστό για τη συνεργασία του με τον David Lynch οι οποίοι ανέλαβαν τη μίξη της πολύ ενδιαφέρουσας πρώτης δουλειάς της Jorja Chalmers.