Δεύτερη δουλειά για τον εικοσιεννιάχρονο, αργεντίνικης καταγωγής αλλά κάτοικο Σουηδίας, Jose Gonzalez μετά το ιδιαίτερα επιτυχημένο "Veneer".
Ο Jose Gonzalez είχε την τύχη, η πρώτη του δουλειά πέρα από τις ιδιαίτερα θετικές κριτικές που πήρε, να καταφέρει να τραβήξει την προσοχή των υπευθύνων marketing της Sony που επέλεξαν τη διασκευή του στο "Heartbeats" των Knife για να επενδύσουν μουσικά τη διαφήμιση της νέας τους τηλεόρασης. Η εκτόξευση των πωλήσεων αλλά και της αναγνωρισιμότητάς του ήταν το φυσικό επακόλουθο.
Αν και οι περισσότεροι τον περίμεναν στη γωνία να αποδείξει ότι δεν είναι διάττων αστέρας της μιας επιτυχίας, πόσο μάλλον που αυτή δεν ήταν καν δική του σύνθεση, εκείνος δείχνει να μην ασχολείται ιδιαίτερα και αφού απόλαυσε την ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία που του έδωσε την ευκαιρία να συνεργασθεί με καλλιτέχνες από τελείως διαφορετικά είδη, δανείζοντας τη φωνή του σε διάφορα projects (Zero 7, Savath & Savallas), ξαναμπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα ακόμα πιο "μαύρο" και απαισιόδοξο concept δίσκο που αναφέρεται στα πρωτόγονα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης. Είναι στη φύση μας, όπως λέει και ο τίτλος του δίσκου.
Πιστός οπαδός της ρήσης "less is more" ξετυλίγει τις συνθέσεις του με βασικό όχημα το δίπολο κιθάρα-φωνή χωρίς περιττά ηχητικά μπιχλιμπίδια εκτός από τα άκρως απαραίτητα κρουστά και τα συνοδευτικά φωνητικά της Yukimi Nagano των Little Dragon (για των οποίων το ομώνυμο άλμπουμ καλό θα είναι να έχετε τις κεραίες σας τεντωμένες). Στις απλές φολκ μπαλάντες του, οι μελωδίες του καταφέρνουν να γίνουν απίστευτα "κολλητικές" και σίγουρα θα πιάσεις το εαυτό σου να τις σιγοσφυρίζει και μετά το τέλος της ακρόασης του cd. Ή μάλλον όχι απλώς να τις σιγοσφυρίζεις, αλλά στη πραγματικότητα να τραγουδάς τα τραγούδια του και να αισθάνεσαι τους στίχους του να στριφογυρίζουν στο κεφάλι σου αναζητώντας απαντήσεις.
Από το εναρκτήριο "How Low" με τις σαφέστατες αντιπολεμικές αιχμές να αναρωτιέται πού επιτέλους σταματάει αυτή η πτώση, στο "Killin for Love" να προσπαθεί να καταλάβει τι είδους αγάπη είναι αυτή που οδηγεί στο μίσος και στο φόνο ("What's the point if you hate, die and kill for love. What's the point with a love that makes you hate and kill for."), ενώ στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι η επανάληψη εν' είδει mantra του ρεφρέν "It?s in our nature" σε αφήνει με μια γλυκόπικρη γεύση αφού δεν καταφέρνεις να καταλήξεις αν αποτελεί αχτίδα ελπίδας ή επιβεβαίωση του ανέφικτου της οποιασδήποτε προσπάθειας.
Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε αδύνατες στιγμές, η διασκευή που επιχειρεί στο "Teardrop" των Massive Attack είναι μάλλον μία από αυτές, μια που και το τραγούδι είναι έξω από το κλίμα του δίσκου αλλά και είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσει την εκτέλεση της Liz Fraser.
O Jose Gonzalez κουβαλώντας στις αποσκευές του την παράδοση της folk μουσικής και των τραγουδιών διαμαρτυρίας καταθέτει ένα δίσκο που κάνει σαφώς βήματα μπροστά σε σχέση με το "Veneer" και χαμογελάει κοροϊδευτικά τόσο σε εκείνους που τον θεωρούσαν ικανό μόνο να διασκευάζει τραγούδια για διαφημίσεις αλλά και σε όσους προβαίνουν σε ιερόσυλες συγκρίσεις με τον Nick Drake.