Domestic Sphere
Ένα πραγματικό ξωτικό της δισκογραφίας. Εκτός (αλλά ταυτόχρονα εντός) κάθε τόπου και χρόνου. Του Βασίλη Παπαδόπουλου
Δεν συμβαίνει και συχνά εκεί που περπατάς στην Αθήνα και έχεις βάλει και ακούς ένα από τα playlists με τα καινούρια τραγούδια, μετά από ώρες απλά συμπαθητικής μουσικής, να εντυπωσιάζεσαι και να παρακινείσαι να δεις τι είναι αυτό που ακούς και να σου αποκαλύπτεται δύο φορές η ίδια προηγουμένως άγνωστη σ΄ εσένα καλλιτέχνιδα. Ιδιαίτερα όταν αυτό που παίζει είναι μια κιθάρα, με φωνή παράξενη, πουλάκια να κελαϊδάνε και μια ηχογράφηση που να τονίζει το τοπίο, ένα βάθος που το καταλαβαίνεις στο άκουσμα, λες κι η καλλιτέχνιδα να ήθελε μαζί με αυτήν να ακούσεις και τον χώρο γύρω της. Josephine Foster από το Colorado, στο κέντρο της Αμερικής. Οι Ινδιάνοι μπορεί να έφυγαν, να τους έδιωξαν οι φάρες που ήρθαν από την Ευρώπη, αλλά έχουν αφήσει το στίγμα τους στην περιοχή. Βουνά, ποτάμια, τοπία, ηχοτοπία, που καταγράφονται από αυτή την περίεργη τραγουδίστρια στον τελευταίο της δίσκο.
Υμνωδός ως έφηβη στην εκκλησία και μετέπειτα με σπουδές όπερας που έχουν αφήσει το στίγμα σε αυτή τη φωνή που περισσότερο ψέλνει, απαγγέλλει, μουρμουρίζει ενίοτε, παρά τραγουδά. Μελωδίες στοιχειώδεις, αρπίσματα στην κιθάρα, συχνά κανένας σχεδόν ρυθμός, δεν ψάχνει έτσι κι αλλιώς να μας διασκεδάσει. Είναι κατάδυση στο εσώτερο είναι, είναι αναζήτηση ψυχής, είναι χάσιμο στα θροΐσματα φύλλων και τα κελαϊδίσματα πουλιών και τ΄ αεράκια που καταγράφει στις ηχογραφήσεις της. Κάπου θα υπάρχει κι ένα ρυάκι να κυλά, όπως και η φωνή που σπάει, πάλλεται, κυματίζει ανάμεσα σε όλους τους τόνους. Για την Josephine Foster η φωνή είναι όργανο, οι λέξεις είναι απλά εργαλείο για να βγαίνουν μουσικοί φθόγγοι. Αν και καταλαβαίνεις τη δεξιοτεχνία, αυτή κρύβεται, δεν θέλει να φανεί, όπως κι η ίδια η καλλιτέχνιδα. Αποσύρεται στο βάθος του τοπίου, δεν νοιάζεται για εμάς, γίνεται ένα με τη φύση, πρέπει να ήτανε Ινδιάνα.
Επηρεασμένη από την art-pop κουλτούρα της Tin Pan Alley, τη folk μουσική της Αμερικής, την ψυχεδέλεια, την όπερα και τη συμφωνική μουσική, η μουσική της δεν είναι εύκολη, ούτε εύπεπτη. Δύσκολη, πολύ δύσκολη, ακόμη κι όταν διασκευάζει παιδικά τραγούδια, πόσο μάλλον όταν πειραματίζεται με γερμανικά lieder ή χριστιανικούς ύμνους, ή μελοποιεί ποιήματα της Emily Dickinson, ή συνοδεύει την avant-garde folk κολλεκτίβα των Cherry Blossoms. Παρά ταύτα, όταν ακουμπάει τις ευαίσθητες χορδές σου τότε όχι μόνο αξίζει της προσοχής μας, αλλά σε καλεί σε κατάδυση σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο.
Η δισκογραφία της είναι χαώδης για εμάς που δεν την έχουμε παρακολουθήσει. Από το έτος 2000 με κοντά στους 20 δίσκους, φαντάζει κατόρθωμα να την κατανοήσουμε. Θα μας ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, κάπου θα πεταχθεί από ένα κομμάτι για να μας καλέσει να την ακολουθήσουμε. Θα συστήσουμε την επαφή με τους δίσκους που έχουν μια συνοχή. Θα μας έχουν ξεφύγει κιόλας κάποιοι:
Το ‘Blood Rushing’ θα μπορούσε να πει κάποιος ένας κλασικός folk δίσκος, αν δεν ήταν αυτή η φωνή που όμοιά της δεν έχει. Τα κομμάτια δεν είναι πλέον αμερικάνικα λαϊκά, είναι ένα παράξενο πρωτόγνωρο μείγμα.
Το ‘A wolf in sheep’s clothing’, με τα γερμανικά lieder, τα τραγούδια όπου μεγάλοι συνθέτες της συμφωνικής μουσικής μετασκευάζουν κλασικά ποιήματα, παιγμένα και κυρίως τραγουδισμένα με έναν μοναδικό τρόπο.
Το περσινό ‘Godmother’ με τις ηλεκτρονικές αστρικές μελωδίες του, που πλησιάζει περισσότερο την ποπ, όσο μπορεί να το πει κανείς ποπ αυτό που δημιουργεί.
Και τώρα το αυστηρό, όπως η ίδια το αποκαλεί, πλέον πρόσφατο ‘Domestic Sphere’. Αυστηρό, καθώς είναι μόνη της με την κιθάρα και το τοπίο γύρω της, που επιχειρεί να μας το μεταφέρει ηχητικά με τα field recording της. Μια ελεγεία της φύσης.
Η Josephine Foster έχει αφοσιωθεί σε αυτό που κάνει. Εχει ταξιδέψει και παίξει ανά τον κόσμο. Ψάχνοντας στο YouΤube είδαμε ότι έχει παίξει και στο Blues Bar στην Καρδίτσα το 2009. Εμείς οι νεόκοποι ακροατές της αφηνόμαστε στη μαγεία της και τη συστήνουμε ανεπιφύλακτα. Βάλτε τη στα mixtapes που θα φτιάξετε και θα παίζουν στο μπαράκι δίπλα στο ποτάμι, ή στο νυκτερινό μπαράκι στην παραλία, όταν θα έχουν πια ξαποστάσει όλες σε καρέκλες, ξαπλώστρες κι αμμουδιές. Θέλει λίγο πράσινο, φύλλα, νερό κι αέρα κι η μουσική της θα διαχυθεί. Τώρα, πως στο καλό μου άστραψε εμένα στην άσφαλτο της Σόλωνος δεν ξέρω. Προτιμήστε επίσης νύχτα με αστέρια και τζιτζίκια, ή καλύτερα χαράματα το πρωί, κι ακούστε ανυποψίαστοι, θα σας συνεπάρει.
‘Pendulum’, ‘Dawn in time’, ‘Burnt Offering’ και κυρίως το ‘Haunted House’ και η συνέχειά του το ‘Sanctuary’, κάποια από τα τραγούδια, κομμάτια καλύτερα που ξεχωρίζουν από το ‘Domestic Sphere’. Μια επαναοικειοποίηση της φύσης, μια υπόμνηση του εσωτερικού εαυτού, ό,τι πρέπει για ομοιοπαθητικό φάρμακο για τη μελαγχολία. Κι όμως δεν είναι καταθλιπτικά τα τραγούδια. Όχι βέβαια ότι είναι χαρωπά, αλλά εκείνο μάλλον που τα χαρακτηρίζει είναι η κατανόηση ότι είμαστε ένα με τον κόσμο, είμαστε μέρος του, όπως οι φωνές, τα κελαϊδίσματα, οι χορδές μιας κιθάρας που παίζει.
Ενας δίσκος δείγμα μιας Αμερικής, μιας Δύσης, ενός κόσμου αναχρονιστικού, σαν να βγήκε μέσα από μια παμπ δίπλα σε ένα δάσος στη βρετανική ύπαιθρο, από μια γερμανική πόλη του Μεσαίωνα, ή από μια ινδιάνικη σκηνή κάτω από τ΄ αστέρια.
Βαθμολογία (ακολουθώντας την τελευταία μόδα):