Jovana
H Ιωάννα των Selofan σε τραγούδια μιας ενδοσκοπικής, όχι όμως ομφαλοσκοπικής, συναισθηματικότητας και αμεσότητας. Δυνητικά και λαϊκότητας κατά τον Άρη Καραμπεάζη.
Δεν μπορώ να διακρίνω αν οι ‘δίσκοι της πανδημίας’ έχουν μόλις ξεκινήσει να έρχονται ή βρίσκονται κάπου προς το να εξαντληθούν ως φαινόμενο και ιδέα, καθώς ήδη μετράμε ολόκληρη σεζόν χωρίς εγκλεισμό.
Ευελπιστούμε όλοι στο δεύτερο σενάριο, καθώς δεν έχουμε πάρει και τα καλύτερα των δειγμάτων, ειδικά από όσους μεταπήδησαν κάπως άτσαλα από την πυρ ομαδόν στην κατά μόνας βούληση και δημιουργία. Όσοι έμειναν πιστοί στην όποια αξία του συγκροτήματος, τα πήγαν κάπως καλύτερα, είναι αλήθεια.
Με την περίπτωση των Selofan, τα πράγματα κινήθηκαν και στις δύο πλευρές καθώς φαίνεται, και βάσει της δεδομένης ούτως ή άλλως αδυναμίας του γκρουπ να κινηθεί κάτω από έναν υψηλότατο μέσο όρο, ακόμη και στις αδύναμες στιγμές του, ο δικός τους ‘δίσκος εγκλεισμού’ (εκείνου του 2021, όπως μας πληροφορούν τα liner notes), κάθε άλλο παρά αμελητέος θα μείνει στην ευρύτερη δισκογραφία τους. Ίσα ίσα που θα σταθεί στα ψηλά αυτής, και αυτό μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα από τώρα. Περισσή.
Το project Jovana λοιπόν είναι το τύποις προσωπικό project της Ιωάννας (Παυλίδου) από τους Selofan. Και εδώ το προσωπικό έχει όντως την έννοια του ότι από την πρώτη ακρόαση ήδη διακρίνει κανείς ότι πρόκειται για τραγούδια ακόμη πιο… προσωπικά, από αυτά των Selofan.
Και κυρίως ότι πρόκειται για τραγούδια γυναικείας οπτικής, αισθητικής και ευαισθησίας κατά βάση. Αυτό είναι σαφές. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται πλέον να διαχωρίζουμε τα γυναικεία από τα αντρικά τραγούδια, αλλά θα είναι πολύ ανόητο το να μην επιτρέπεται.
Η Ιωάννα, ως Jovana εδώ, γράφει και ερμηνεύει απόλυτα γυναικεία τραγούδια, με τον τρόπο εκείνο ακριβώς που είναι απόλυτα γυναικεία τα τραγούδια της Anita Lane (The World Is A Girl, άλλωστε), αλλά ακόμη και ένα φαινομενικά άσχετο με την εδώ φάση τραγούδι, όπως π.χ. το ‘Κλείστε τις πόρτες’ (να μη φύγει/γιατί αν φύγει θα χαθώ κλπ), της Χριστίνας Μαραγκόζη.
Το ότι αυτό το τελευταίο το έγραψαν άντρες (Βαρδής/Πάριος), θεωρώ ότι είναι καλύτερα να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα γυναικεία τραγούδια όχι απλώς απευθύνονται και αφορούν, αλλά και ενδεχόμενα συγκινούν περισσότερο τους άντρες, ή/και περισσότερους άντρες. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει με εμένα (και με κάποιους άλλους που ξέρω).
Τις καχυποψίες περί του ότι στα γυναικεία τραγούδια που γράφονται από άντρες, οι γυναίκες εμφανίζονται εκ δόλου χαμένες όταν χάνεται ο άντρας, τις ακούμε, αλλά δεν τις υιοθετούμε απόλυτα. Συμβαίνει και το αντίστροφο. Και γενικώς, ποιος ο λόγος να γράφονται ερωτικά τραγούδια, αν αυτός που χάνει κάποιον δεν αισθάνεται χαμένος.
Όπως ακριβώς συμβαίνει στους δίσκους των Selofan, έτσι και εδώ ο Δημήτρης (Παυλίδης), αναλαμβάνει να καλύψει μουσικά την κατάσταση, και το κάνει με την συνήθη για την πάρτη του αίσθηση του μέτρου. Εδώ ακόμη περισσότερο, καθώς αντιλαμβάνεται ορθά την εσωστρεφή ιδιαιτερότητα των τραγουδιών (ή τέλος πάντων των στίχων), που του παραδίνονται. Παραδίδει με την σειρά του ένα τύπου smooth dark σκηνικό, κάπως σαν ένα υποψιασμένο πιάνο μπαρ, στο οποίο συχνάζουν και φρικιά, αλλά όχι για να χαλάσουν τη φάση.
Επιπλέον, είναι παραπάνω από ευχής έργον το ότι δείχνει να σταθεροποιείται ως συνεργάτης στην παραγωγή και την μείξη των ήχων ο Σεραφείμ Τσοτσώνης, δηλαδή ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους σήμερα εντός συνόρων, που όχι μόνο έχουν δικό τους ήχο, αλλά είναι και σωστός, και κυρίως που δεν ‘τσαλαβουτάει’ σε ήχους που δεν κατέχει. Παρόλα αυτά, είναι σαφές και διακριτό, ξαναλέμε, ότι αυτός δεν είναι ένας δίσκος των Selofan, αλλά ένας δίσκος της Ιωάννας. Ή της Jovana τέλος πάντων.
Όταν σε σχετικά πρόσφατες συνεντεύξεις των Selofan είχε ανακοινωθεί ότι επίκειται και αυτή η κυκλοφορία, ως κάτι με αποκλειστικά ελληνικό στίχο, η αλήθεια είναι ότι με έζωσαν κάποια φίδια.
Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το ότι στο ευρύτερο πλαίσιο της εγχώριας dark σκηνής, αλλά και όχι μόνο εκεί, έχει παρά-επικρατήσει τελευταία μία γενική ιδέα που θέλει κάποια τραγούδια, ή και ολάκερες ερμηνεύτριες, από το ‘απώτατο’ παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού, να χαρακτηρίζονται αφελώς και αορίστως ως proto goth κλπ (από πρώιμη και προπολεμική Βέμπο και Μαίρω Λω, μέχρι και δεν ξέρω κι εγώ τι). Θεωρώ ότι θα ήταν μάλλον ανόητο το να γίνει ένας ολόκληρος δίσκος σε αυτή την κατεύθυνση, κάπως παλαιακός δηλαδή, στα αδιάκριτα όρια ανάμεσα στην ναφθαλίνη και το σήμερα. Είδαμε και με την σύζευξη μπλουζ-ρεμπέτικου, τα χαΐρια μας, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.
Τελικώς, έχουμε ως αποτέλεσμα κάτι που παρότι δεν αγνοεί την παραπάνω υπόθεση εργασίας, εν τούτοις την οριοθετεί σε ένα ασφαλώς πιο ευνοημένο μουσικά πλαίσιο. Και κυρίως δεν την εγκλωβίζει σε αυτό. Και αυτό γιατί, από όποια σκοτεινή ή φωτεινή γωνιά και να τα κοιτάξει κανείς, και τα δέκα τραγούδια του Jovana είναι ατόφια pop, ατόφια ερωτικά και ασφαλώς ατόφια underground τραγούδια, παρά την αμεσότητα τους και το ότι δεν απασχολούνται με δεύτερες και κρυφές αναγνώσεις.
Η Ιωάννα έγραψε στίχους για ανθρώπους που θέλουνε να είναι μαζί, ψάχνουνε τρόπους να είναι μαζί, όταν το καταφέρνουν ψάχνουν πως θα είναι περισσότερο μαζί, και όταν είναι μαζί ανησυχούν μήπως έρθει η ώρα που δεν θα είναι μαζί. Ακούγεται ανυπόφορα γλυκερό, αλλά δεν είναι.
Τόσο απλά και τόσο υπερβολικά ταυτόχρονα τα πράγματα. Τραγούδια που ενδοσκοπούν τόσο έντονα στο παραπάνω θέμα τους, που μάλλον θα φέρουν σε ακόμη πιο δυσάρεστη συναισθηματικά θέση όσους τυχόν δεν είναι μαζί με κάποιον. Ή είναι με κάποιον που δεν θέλουν να είναι. Τέλος πάντων, τραγούδια στα οποία η αγάπη και η ερωτική σύμπραξη είναι ο πρώτος, ο μόνος και ο τελικός στόχος.
Υπό αυτή την έννοια, τραγούδια γνήσια καλοδουλεμένης λαϊκής (καθότι ελληνική) pop (καθότι και διεθνής), με την λαϊκότητα αυτή να μην παραχαράσσεται από τα ηχητικά μέσα και το πάντοτε υψηλό μουσικό αισθητήριο, αλλά και να μην παραχαράσσει τον κανόνα που θέλει τα τραγούδια και τους ήχους της ευρύτερης -πλέον- παρέας των Selofan να παραμένει πάντοτε και άτεγκτα προνόμιο κάποιων ιδιαίτερων, είτε αυτοί και αυτές είναι λίγοι, είτε περισσότεροι κάθε επόμενη φορά.
‘Μιλάμε την γλώσσα των περιστεριών/σαν ήρωες μοιάζουμε χαμένων καιρών…
… περνούν οι διαβάτες, γυρνάς τους κοιτάς/μα όλοι φοράνε ένα παλτό μοναξιάς…’
Με μόλις δύο δίστιχα και ό,τι στήνουν πέριξ αυτών, η Jovana…, η Ιωάννα, ο Δημήτρης, ο Σεραφείμ κ.λ.π., προστάζουν σε όλη την άτσαλα retrowave σαβούρα που εσχάτως έχει κατακτήσει όχι τυχόν τα έγκατα, αλλά τα υπολείμματα που βγήκαν στην επιφάνεια της εγχώριας σκηνής, να κάνουν λίγο στην άκρη για να περάσουν. Και πάλι. Και καλά θα κάνουν να κάνουν όντως στην άκρη. Έστω και για να πάρουν κάτι από εδώ και να μας τα πουν επιτέλους κάπως σωστά.