Loud City Song
Απ' την Τραγωδία στην Έκσταση κι από κει στο Τραγούδι της Σαματούπολης. Του Αντώνη Ξαγά
Έχουν και οι μουσικοκριτικοί τα προβλήματα τους. Όχι, δεν αναφέρομαι στα οικονομικά, εκεί θα γελάσει ο κάθε πικραμένος (ίσως ακόμη και ...εφοριακός). Ας μείνουμε στα "καλλιτεχνικά": υπάρχουν λοιπόν κάποιοι δίσκοι οι οποίοι σου θέτουν δύσκολες προκλήσεις. Δύο ειδών: Από τη μία, τι κάνεις όταν έχεις μπροστά σου το εκατοστό δέκατο όγδοο νεο-ψυχεδελικό, shoe gaze, ποστ πανκ γκρουπάκι (όχι απαραίτητα όλα αυτά μαζί); Έχω μπει πολλές φορές στον πειρασμό να πάρω μια παλιότερη κριτική μου και να αλλάξω μόνο τα ονόματα, γιατί όχι, θα ήταν μια συμβολικά αντάξια αντιμετώπιση του μηρυκασμού του παρελθόντος. Από την άλλη μεριά, όμως υπάρχουν και (ευτυχώς!) δίσκοι οι οποίοι τόσο με τη φόρμα όσο και με το περιεχόμενό τους, υπονομεύουν την εφαρμογή των κλασικών συνταγών (από αμφότερες τις πλευρές).
Παρέκβαση 1: θέλω να εκδηλώσω τον ενθουσιασμό μου για το γεγονός ότι σε συνεντεύξεις της η Julia Holter, δίπλα σε αναμενόμενες λίγο ή πολύ επιλογές ακουσμάτων όπως η Joni Mitchell, ή ο Robert Wyatt τοποθετεί και τον σπουδαίο Guillaume de Macheau, γάλλο συνθέτη του 14ου αιώνα, αγαπημένο και ένα από τα καλύτερα διαχρονικά τραγούδια το υπέροχο "Douce Dame Jolie". Θα μου πείτε σπουδαγμένο είναι το κορίτσι, ξέρει πως όταν λέμε "όλων των εποχών" δεν σταματάμε στο 1955, στο 1977 ή οποτεδήποτε θεωρεί ο καθένας ότι ξεκίνησε η μουσική (ή έχει φτάσει η δισκοθήκη του). Ξεφύγαμε όμως...
Τρίτος δίσκος λοιπόν για την Holter, κάθε ένας από αυτούς έχει και μια κεντρική ιδέα (concept ντε), μου αρέσει αυτό, δίνει ένα κάποιο νόημα στην ύπαρξη του LP και το αίρει πάνω από την άνευ νοήματος πλέον συλλογή ετερόκλητων τραγουδιών. Εν προκειμένω το "Lost city song" έχει ως αφόρμηση την ταινία "Gigi", διάσημο παλιό μιούζικαλ του (μπαμπά Λίζας-συζύγου Garland) Minnelli από το 1958. Αλλά και από το ομώνυμο βιβλίο της Κολέτ που αποτέλεσε τη βάση της ταινίας. Επιπλέον μέσα από μια ιμπρεσσιονιστικά ασαφή στιχουργική προσπαθεί να προβάλει το Παρίσι της μπελ-επόκ πάνω στην δική της πατρίδα της, το Ελ Έι, αυτή την ...μη-πόλη στην πραγματικότητα της Δυτικής Ακτής. Λίγο μπερδεμένη θα μου πείτε, έως και συγχυσμένη η σύλληψη, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται λειτουργική (κι ας φανεί ελιτίστικη σε όσους τοποθετούν τον πήχη στην Lady Gaga). Εξαίρεση είναι αυτή, μπορεί η διακειμενικότητα και οι διασταυρούμενες παραπομπές να συνηθίζονται στους λόγιους κύκλους, είναι που κάποιοι θεωρούν ότι τα έργα τους αποκτούν έτσι υπεραξία, αλλά τους γελάσανε να τους πείτε, αν συναντήσετε ποτέ κανέναν τους. Ξεφύγαμε όμως...
Στο δίσκο αυτό λοιπόν η Holter αποτολμά να βγει στους δρόμους, στον αέρα, ο αέρας της πόλης απελευθερώνει, "Stadtluft macht frei" λένε οι Γερμανοί, αφήνει πίσω τo κέλυφος της κρεβατοκάμαρας της όπου ηχογραφούσε μέχρι σήμερα, τώρα είναι πλέον και σε μεγάλη εταιρεία, σεσημασμένη indie κατά τα λοιπά, με μεγαλύτερες δυνατότητες, μια μίνι ορχήστρα από πνευστά και έγχορδα και καλύτερη παραγωγή στη διάθεση της. Και τις εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες αυτές για να φιλοτεχνήσει τις ούρμπαν εικόνες της, νύχτα, πόλη, φώτα, κοσμικά κέντρα, κι εγώ μόνη περπατώ σκεπτική (που τραγουδούσε και η Σοφία Αρβανίτη), μοναξιά μέσα στην λαμπερή κοινωνικότητα...
Παρέκβαση 2: Είπα "κρεβατοκάμαρα"; Λοιπόν, έχω επιχειρηματολογήσει κι εγώ πολλάκις για τον εκδημοκρατισμό των μέσων παραγωγής, για το ότι ένα σπιτικό πισί μπορεί πλέον να έχει δυνατότητες που διέθεταν τα επαγγελματικά στούντιο προ εικοσαετίας. Όμως, καλό το lo-fi και η χειροτεχνία, αλλά προϋποθέτει και μία βαθιά γνώση του αντικειμένου. Ο υπολογιστής ποτέ δεν ήταν ένα κουτί όπου πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μουσική. Πήξαμε εσχάτως στις φτηνιάρικες ηχογραφήσεις σε κρεβατοκάμαρες, φάρους, εκκλησίες, νεκροταφεία και άλλα ευαγή ιδρύματα. Πίσω στο στούντιο αδερφές μου, στο στούντιο! Ξεφύγαμε όμως...
Το "Loud city song" είναι ένας πλούσιος δίσκος, βρίθει από ιδέες, ένα πλιάτσικο επιρροών αλλά με απόλυτη σύγχρονη αντίληψη, από 60s pop όπως την μεταχειρίζεται ένας Ariel Pink μέχρι ασυνήθιστες μελωδικές γραμμές σαν εκείνες που κατάφερε να κάνει επιτυχία κάποτε η Kate Bush. Η φωνή της δεν είναι μεν σπουδαία, αποκτά όμως ολοένα περισσότερη αυτοπεποίθηση και καταφέρνει την τοποθετεί χρωματικά καίρια στις συνθέσεις της.
Παρέκβαση 3 (και τελευταία): Όλα ξεκίνησαν όταν εκείνος ο κρετίνος ο Perry Como τραγούδησε την Glendora (ωραίο κομμάτι παρεμπιπτόντως). Θα το διασκεύαζα λέγοντας ότι όλα τα στραβά ξεκίνησαν όταν πρωτο-νιαούρισε η Bjork. Από τότε που το ξωτικό από την Ισλανδία (μίλησε κανείς για στερεότυπα;) συνέδεσε την avant-garde με τα τσιριχτά φωνητικά κατακλυστήκαμε από ευαίσθητες, εύθραυστες, επιτηδευμένες, συνεσταλμένες, υπνωτικές avant ποπ καλλιτέχνιδες. Avant ποπ; Μπορείτε ελεύθερα να αναρωτηθείτε για το οξύμωρο της έκφρασης...
Αν ήταν αποσπάσω κομμάτια από την αισθητική ενότητα θα επέλεγα σίγουρα τα δύο "Maxim's" (αναφορά στο ιστορικό παρισινό αρτ νουβό -μπουκιά και πενηντάρικο- εστιατόριο), ασφαλώς το παιχνιδιάρικο "Horns surrounding me" όπου εμφανίζεται μέχρι και κρουστός ρυθμός, έξυπνα υποστηριγμένος από πνευστά, ωραία και η διασκευή στο πολυδιασκευασμένο "Hello Stranger" της Barbara Lewis. Θα μπορούσα να συνεχίσω. Δίσκος πολλών ακροάσεων γαρ, ο οποίος προσφέρει πολλά επίπεδα ερμηνείας και πρόσληψης. Όπως και μια καλή χολιγουντιανή ταινία εδώ που τα λέμε...
Η Julia Holter είναι σαφές ότι βρίσκεται στα μέσα μιας πορείας ψαξίματος, στην αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην απλότητα και την πολυπλοκότητα, τον ακαδημαϊσμό και την λαϊκότητα. Δεν μπορώ να προβλέψω (δεν κάνω προβλέψεις, ούτε ...πρόκειται να κάνω ποτέ!) αν θα τα καταφέρει μελλοντικά να ανέλθει στο αντίστοιχο καλλιτεχνικό βάθρο της χήρας Reed (της Laurie Anderson δηλαδή, για όσους δεν παρακολουθούν τα κοινωνικά της σκηνής). Άλλο Λος-Άντζελες και άλλο Νέα Υόρκη λένε κάποιοι, και ίσως να έχουν δίκιο...