Revolutionary suicide
His revolutionary suicide will not be televised. Του Άρη Καραμπεάζη
Η ιστορία με τον Julian Cope έχει ως εξής: από τότε που "έσκασε" η φάση με τους Teardrop Explodes και μετά και ειδικά στο δεύτερο μισό της καριέρας του που έπιασε να ασχολείται και με τη συγγραφή βιβλίων, που ταξινομούν και αναθεωρούν ολάκερα μουσικά είδη (kraut rock) κλπ, αναγνωρίζεται -και εν πολλοίς δικαίως- ως αρχιερέας του anti-mainstream, του underground, του "ψαγμένου" και του "εξειδικευμένου". Το λες όπως θες, η ουσία είναι ότι ο Julian κινείται όντως εκτός των συνήθων συντεταγμένων. Αυτό όμως δεν συμβαίνει απαραίτητα υπέρ των όσων δημιουργεί ως μουσικός, καθότι ενώ τα μανιφέστα, η πολιτική συνείδηση και εν γένει το φτύσιμο στα μούτρα του καπιταλισμού απελευθερώνουν το σκεπτικό και συνειδησιακό πεδίο της δημιουργίας του, η μουσική ενίοτε είτε μένει πίσω, είτε απλώς μπερδεύεται κάπου μέσα σε όλα αυτά. Θα πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπόψη του ότι σε όλα τα βιβλία που καταγράφουν την ιστορία του punk, του new wave και του ό,τι ακολούθησε ο Julian Cope αναφέρεται πάντοτε ως ένας κατά βάση αντιπαθητικός τύπος, που είχε σαράκι και καημό να γίνει τεράστιος pop star και να κατασπαραχτεί από το mainstream, λίγο αφού το κατασπαράξει. Αυτά όμως τα αφήνουμε στους ψυχολόγους....
Το Revolutianory Suicides παρότι δεν υπολείπεται στα παραπάνω διακριτικά στοιχεία, εν τούτοις αποτελεί ένα απολύτως ευχάριστο "διάλειμμα" στην μουσική στασιμότητα άλλων πρόσφατων κυκλοφοριών του. Μπόλικα casio-driven anthems για γενοκτονίες και επαναστάσεις, οι απαραίτητες ακουστικές κιθάρες, με τον ιδιοφυή τρόπο που εδώ και δεκαετίες τις χρησιμοποιεί και μία καλοδεχούμενη επιμονή στην απλότητα και στην μετρημένα ψυχεδελική ανάπτυξη των συνθέσεων, αρκούν για να βρει θέση ο δίσκος στους καλύτερους της δισκογραφίας του, με αρκετούς να μιλάνε για το καλύτερο του άλμπουμ από την εποχή του Peggy Suicide. Αυτή η άποψη όμως μάλλον αδικεί υπερβολικά το παράδοξα υπέροχο 20 Mothers του 1995, όπου ο Cope είχε καταφέρει να εντάξει με εξαιρετικό τρόπο την έννοια της τέλειας pop στιγμής στις ανάγκες του πιο παράδοξου pop concept στον κόσμο (μέχρι το επόμενο του).
Ως προσωπική επιλογή για το καλύτερο τραγούδι εδώ μέσα, θα έδινα την ψήφο μου στο They Were On Hard Drugs, που σε μόλις.... εφτά και κάτι λεπτά μου εξηγεί πολλά περισσότερα για την micro-ψυχεδέλεια, που κάνει θαύματα με ευτελή υλικά, από όσα κατάλαβα ποτέ διαβάζοντας εκατοντάδες σελίδες δια χειρός Cope ή ακόμη και συνεντεύξεις του, όπου οι πάντες τον βάζουν να αναλύει τα πάντα (κι αυτός άλλο που δε θέλει). Ομοίως πολλά γράφονται και αναλύονται ήδη για το ακροτελεύτιο, μακροσκελές και εμβληματικά τιτλοφορημένο Destroy Religion, στη διάρκεια του οποίου ο Julian επιχειρεί να πετύχει τον ανίερο στόχο, με έξοχα δομημένη θρησκευτική κατάνυξη, στήνοντας ένα εν τέλει καθηλωτικό για τον υπομονετικό ακροατή gospel folk αριστούργημα, από αυτά που είναι καταδικασμένα να μείνουν μεταξύ των μυημένων και τυχερών. Κάπου στην αυτοβιογραφία του ο Morrissey πάντως αναφέρει ότι το πέρασμα στο mainstream αποτελεί κατάρα για τον κάθε Αληθινό Καλλιτέχνη, και ποιοι είμαστε εμείς να διαφωνήσουμε;
Στο site της Northern Herritage υπάρχει το απαραίτητο καλωσόρισμα στο 2013, ως την πραγματική μετά- Θάτσερ εποχή και το άλμπουμ στην έκδοση του σε CD είναι διπλό (ενώ η διάρκεια του είναι για ένα CD) με τρία τραγούδια στο πρώτο CD, που τελειώνει με την Γενοκτονία των Αρμενίων, που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως το πιο "επικό" του τραγούδι ever, και τα υπόλοιπα στο δεύτερο (και ενώ είναι σαφές ότι υπήρχε χώρος να γράψει και κάτι για τη γενοκτονία των Ποντίων). Ποτέ κανείς δεν έχασε ασχολούμενος έστω και με τις αδύναμες στιγμές της δισκογραφίας του σπουδαίου Julian Cope, πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με μία από τις στιγμές εκείνες που επιστρατεύει τις περισσότερες από τις άπειρες ικανότητες του για ένα αποτέλεσμα που παρά το πυκνό του περιεχόμενο, παραμένει προσβάσιμο και απολαυστικό. Τι ωραία να τον είχαμε και για κάποιο live, ε;