Η Julie Doiron, πρώτη από τους δύο φιλοξενούμενους σ' αυτό το split LP δεν είναι καινούργια, καθώς αριθμεί τρείς δίσκους με τους Καναδούς Eric's Trip όπου πρωτοξεκίνησε παίζοντας μπάσο το 1990, πέντε προσωπικές δουλειές από το 1996, αρκετά ΕΡ και πολλές συνεργασίες. Εδώ παρουσιάζει πέντε τραγούδια, λιτά και απογυμνωμένα εκτός από την φωνή και την ακουστική της κιθάρα, ηχογραφημένα στο σπίτι της.
Τέτοιο εγχείρημα απαιτεί βέβαια προσωπικότητα, πράγμα που φαίνεται εδώ ακόμη από το πρώτο, σχεδόν a capella 'The Sweetest Eyes', καθώς η Julie Doiron μπορεί να ακούγεται ταυτόχρονα εύθραυστη, ειλικρινής και ευάλωτη αλλά επίσης σταθερή και ώριμη. Περνά όλη την συναισθηματική παλέτα μιας ερωτικής σχέσης, από τον αρχικό ενθουσιασμό ('The Sweetest Eyes') και την έμπνευση ('The Songwriter') μέχρι την απογοήτευση και τον σκοτεινό επίλογο ('Cancel The Party') διατηρώντας πάντα την αίσθηση του μέτρου, έτσι όπως τα τραγούδια ισορροπούν όμορφα ανάμεσα στην συγκρατημένη αισιοδοξία των στίχων και τους σχεδόν μελαγχολικούς της τόνους. Ένα αρκετά ομογενές σύνολο που, με την μικρή διάρκειά του, συντηρεί το ενδιαφέρον και από το οποίο ξεχωρίζουν τα 'Snowfalls In November' και 'The Songwriter'.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τέσσερα τραγούδια των Okkervil River από το Austin, ένα εναλλακτικό country-rock σχήμα, δημιούργημα των Will Robinson Sheff και Seth Warren, τοπικό cult όνομα με τρείς δίσκους ήδη στο ενεργητικό τους.
Τα πράγματα εδώ είναι αρκετά διαφορετικά, παρότι η χαμηλότονη αρχή του 'He Passes Number Thirty-Three' εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση από τα προηγούμενα. Η απλή μελωδία ανεβαίνει αργά καθώς ο ήχος κτίζεται και δεν σταματά πριν φτάσει σε επιτηδευμένο κρεσέντο, ένα μοτίβο που γρήγορα γίνεται προβλέψιμο όπως επαναλαμβάνεται σχεδόν παντού. Με εξαίρεση ίσως το παραδοσιακό 'Omie Wise', οι Okkervil River φαίνονται να ακολουθούν πιστά και υπάκουα τον alt.country-rock δρόμο που άνοιξαν άλλοι.
Ο ήχος τους, στηριγμένος σε απλούς σκοπούς, είναι συχνά όμορφα ατμοσφαιρικός και διακριτικός χωρίς να καινοτομεί, σε αντίθεση όμως με την προκάτοχό τους δυσκολεύονται να κρατήσουν τις ισορροπίες καθώς συνήθως παρασύρονται σε υπερφορτωμένα κρεσέντα. Το 'He Passes Number Thirty-Three' είναι από τις καλύτερες στιγμές τους καθώς παραμένει συγκρατημένο, όπως και το 'Blackest Coat' (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος των επτά λεπτών του). Αντίστοιχα και οι στίχοι τους είναι μεγαλόσχημα δραματικοί ή διδακτικοί αλλά και αφηρημένα σκοτεινοί με την βία που υπαινίσσονται μερικές φορές, όπως στα 'A Leaf' και 'Blackest Coat' που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν murder ballads.
Συνολικά, οι δύο φιλοξενούμενοι Julie Doiron και Okkervil River φαίνονται να συγγενεύουν μουσικά έχουν όμως και αρκετή απόσταση μεταξύ τους, με την πρώτη να κερδίζει τις εντυπώσεις καθώς η απλότητα και η ειλικρίνειά της αντισταθμίζουν την μονοτονία, ενώ βρίσκεται σε αντίθεση με την επιτήδευση των δεύτερων, οι οποίοι που προσπαθούν να βρούν τις ισορροπίες τους αλλά τελικά και περιεχόμενο.