Tuqoos | طُقُوس
Μαχητικό αλλά και ευφορικό χιπ-χοπ από τα μέρη όπου η έννοια του 'underground' μπορεί να έχει ακόμη διττή σημασία. Της Ελένης Φουντή
Πώς μπορείς να παρτάρεις με ένα όπλο πάνω από το κεφάλι σου; Σε καθεστώς στρατιωτικής κατοχής, με τον φόβο και το απρόβλεπτο για κανονικότητα; Κι όμως, οι Παλαιστίνιοι μπορούν. Όσο τους επιτρέπεται και διεκδικώντας συνέχεια ζωτικό χώρο προς κάθε κατεύθυνση, αλλά μπορούν. Φαίνεται πως σε μια συνθήκη προδιαγεγραμμένης επιβολής του ισχυρού, ο αδύναμος ίσως αναζητά την αντίσταση σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας. Η απειλή επικρέμαται κάθε μέρα, δίπλα σου πέφτουν σφαίρες, αλλά η ζωή κάνει το παν για να πάρει το πάνω χέρι. Δουλεύεις, σπουδάζεις, ερωτεύεσαι, παρτάρεις.
Και φτιάχνεις μουσική. Κι αυτό αντίσταση είναι. Οι Παλαιστίνιοι νιώθουν ότι τους κλέβουν τον πολιτισμό, ότι πέρα από τη φυσική εξόντωσή τους η ισραηλινή κατοχή διαγράφει σιγά σιγά την κουλτούρα τους. Ραπάρουν στη γλώσσα τους, σαμπλάρουν αραβικά μουσικά μοτίβα, τους ήχους των στρατιωτικών checkpoints και του φλεγόμενου πλήθους στην πορεία σε dj sets και έτσι ξαναβάζουν την Παλαιστίνη, που λίγο λίγο αφανίζεται, στον χάρτη.
Πού γίνονται όλα αυτά βρε παιδιά;
Σε μικρά μπαρ, σε εστιατόρια και ακόμα περισσότερο στα σπίτια. Στη Ramallah, το de facto διοικητικό κέντρο, δεν υπάρχουν κλαμπ. Αν είναι δηλαδή δυνατόν, τι κλαμπ. Η δυνατή μουσική απαγορεύεται μετά τα μεσάνυχτα. Καμιά φορά παραγωγοί και καλλιτέχνες κουβαλάνε έξω ηχοσυστήματα, αλλά συνήθως τους κλείνουν οι αρχές. Όμως η dancehall σκηνή της Δυτικής Όχθης μεγαλώνει, οι Άραβες παραγωγοί της Haifa, στην Κατεχόμενη Παλαιστίνη (Ισραήλ), ρίχνουν γέφυρες (αυτοί άλλωστε έχουν προνομιούχα ισραηλινά διαβατήρια και μπορούν να ταξιδεύουν στη Ramallah - το αντίστροφο προφανώς δεν ισχύει) και αναπτύσσεται μουσική ταυτότητα. Κάποτε εκεί δεν υπήρχε ούτε ένας DJ, ενώ το 2018 που γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ του Boiler Room “Palestine Underground” (από όπου και οι παραπάνω πληροφορίες) τουλάχιστον 15.
Σε αυτό το κλίμα ραπάρει και ο Julmud. Όχι πάντα, γιατί του αρέσουν και τα instrumental beats. Είναι επίσης παραγωγός, περκασιονίστας, κιμπορντίστας και γενικά γνωστός χιπχοπάς της Ramallah τόσο σόλο όσο και λόγω της συμμετοχής του στη ραπ κολεκτίβα Saleb Wahed ή της συνεργασίας του με τον Muqata'a, τον νονό της ντόπιας χιπ χοπ σκηνής. Φέτος λοιπόν μας έδωσε το ντεμπούτο του “Tuqoos” που από το εξώφυλλο και μόνο καταλαβαίνεις ότι πάει καρφωτό για λίστα με τα καλύτερα τις χρονιάς. Ένας Άραβας χωρίς πρόσωπο, μια μορφή σχεδόν άυλη που παρά το έντονο πορτοκαλί hoodie με την κουκούλα σβήνει, χάνεται στα φλούο γαλάζια βουνά και στον μωβ αγρό. Μοιάζει σχεδόν με αρνητικό φωτογραφίας από άλλο πλανήτη, αλλά προσέξτε καλά όταν πλησιάσετε να δείτε τη λεπτομέρεια από κοντά μην πεταχτεί η τρισδιάστατη γραφή και σας αρπάξει από τον λαιμό.
Πέραν του αναμενόμενου ψηφιακού φορμάτ, ο δίσκος κυκλοφορεί και σε βινύλιο και είναι η δεύτερη κυκλοφορία της Bilna'es, μιας πλατφόρμας που τρέχει ο Muqata'a σε συνεργασία με τους εικαστικούς καλλιτέχνες Basel Abbas και Ruanne Abou-Rahme.
Λοιπόν, κλείνεις τα μάτια και φέρνεις στο νου ένα πλουμιστό αραβικό μωσαϊκό. Βλέπεις κάθε ψηφίδα, πολλά πολλά μικρά κομμάτια που δημιουργούν μια καλειδοσκοπική ψευδαίσθηση ότι χορεύουν (δεν μας πειράζει, χορεύουμε κι εμείς μαζί), τα χρώματα, τις υφές. Καταλαβαίνεις ότι κάθε τετραγωνικό εκατοστό έχει δικό του κέντρο βάρους αλλά μόλις αρχίσεις σιγά σιγά να απομακρύνεσαι, συνειδητοποιείς ότι οι αρμοί είναι όλο και πιο δυσδιάκριτοι. Μικρά κομμάτια (και σε διάρκεια), μεγάλη συνοχή.
Και παρόλα αυτά, ο Julmud δεν λέει να βάλει στοπ στο “Tuqoos” πριν σηκώσει κάθε πέτρα στην αθόρυβη μεταμεσονύχτια χώρα του απαγορευμένου dancehall ίσως και της ευρύτερης ηλεκτρονικής. Ακούμε industrial noise, jungle, juke, bass, trap, abstract glitch, dub, r&b, arabic synth / pop (δεν υπάρχει περίπτωση να θυμηθώ όλα όσα σκεφτόμουν να γράψω την ώρα που άκουγα), vaporwave, field recordings και (σχεδόν) idm ακόμα. Τα περισσότερα από τα 15 κομμάτια του δίσκου είναι heavy instrumental beats αλλά όταν γουστάρει, ραπάρει ανελέητα.
Αυτό που μ’ αρέσει περισσότερο είναι που παρά τη συνοχή και τις καλοκολλημένες ψηφίδες του μωσαϊκού, κάθε track στρίβει σε ένα νέο μονοπάτι. Με το tribal juke “Basmala” μπαίνουμε στο κλαμπ και μέχρι να παραγγείλουμε ποτό ένα καραβάνι βεδουίνων περπατάει κάτω από τα μπλε βουνά του εξωφύλλου και πάνω σε ένα βινύλιο που επιβραδύνεται στο “Haras El Jabal” και στο “Toshkol Asi” αντίστοιχα. Μαγικός ρεαλισμός σε βαριά μπάσα. Tο “Marhale A'la” μοιάζει με παραμορφωμένη προσευχή, το “Saree El Thawaban” μιξάρει vaporwave και αραβική ποπ χωρίς να παθαίνει κρίση ταυτότητας (διότι το fusion πολύ αγάπησαν και τους ασυνάρτητους αχταρμάδες ακόμα περισσότεροι) και το industrial trap “Falnukmel” κάνει τη Μέση Ανατολή πυρωμένο μέταλλο, μα τον Ήφαιστο (δεν αναφέρομαι σε metal μουσική). Και μετά από όλα αυτά (και άλλα περισσότερα, που δεν θεωρώ σκόπιμο να απαριθμήσω στη λογική track by track), το “Tuqoos” δεν μασάει να κλείσει με experimental αραβική folk. Μαγκιά του.
Για τέτοιο ψηφιδωτό μιλάμε. Πολλά μικρά κομμάτια ηλεκτρονικού και χορευτικού πειραματισμού για κάθε σπιθαμή χαμένης παλαιστινιακής γης. Σε μια πατρίδα που ο χώρος των ανθρώπων ορίζεται από τείχη, ο Julmud φτιάχνει μουσική που ανοίγει παράθυρα στον έξω κόσμο και αντιπαρέρχεται τα όρια.