The Book of Traps and Lessons
Το Brexit φαίνεται ότι θα μας τροφοδοτεί καλλιτεχνικά για κάμποσα χρόνια ακόμη. Ένας δίσκος, ένα βιβλίο, ένα εξώφυλλο. Μια παράλληλη ανάγνωση και ακρόαση... Του Αντώνη Ξαγά
What is our homeland? Κάπως έτσι μπορεί να ξεκίναγε ένα ποίημα εθνικής αυτογνωσίας αν το έγραφε ένας… Άγγλος Ιωάννης Πολέμης. Και θα συνέχιζε… Μην είν' οι κάμποι; (από τέτοιους, άφθονους) Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά; (χμμ, όχι και τόσο, το ψηλότερο λέγεται Snowdon και έχει ύψος ολάκερα… 978 μέτρα). Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; (χμμμ, σπάνια, πολύ σπάνια, ειδικά από τότε χάθηκε η ένδοξη αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος ποτέ δεν έδυε). Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι και κάθε χώρα της με τα χωριά; (με «το πράσινο της επαρχίας, την αχυρένια σκεπή της τοπικής παμπ, τον κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο και το ανεπαίσθητο χτύπημα της μπάλας του κρίκετ πάνω σε μια ιτιά», ίσως και με ένα Village Green στην μέση σαν αυτό που τραγούδησαν κάποτε οι Kinks) Μην είναι... Πολλά «μην είναι» συνθέτουν μια πατρίδα, και οι ποιητές και οι καλλιτέχνες και οι …απλοί άνθρωποι κατατρύχονται από τέτοια ερωτήματα, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Κάθε τύπου κρίσης. Και στο Νησί περνάνε εδώ και κάμποσα χρόνια την δική τους Κρίση στην σχέση με την «πατρίδα μας την Ευρώπη». Και όχι μόνο…
«Που θα φτάσει αυτή η φρικτή κατάσταση»;
Ατάκα ενός από τους πρωταγωνιστές στο βιβλίο του δημοφιλούς στα μέρη μας (αλλά και στην ευρύτερη ποπ κοινότητα) Τζόναθαν Κόου με τίτλο «Μέση Αγγλία» (έγραψε ήδη κάμποσα εδώ ο Δημήτρης Κάζης), κάποιους από αυτούς οι ακόλουθοι του συγγραφέα θα τους θυμηθούν από παλιότερα βιβλία και εποχές («Λέσχης των τιποτένιων» και «Κλειστός κύκλος»). Είναι λες και τα πολιτικά γεγονότα των καιρών να έφεραν ένα είδος συναγερμού στον πνευματικό κόσμο (για να μην αιωρούνται και ερωτήσεις του τύπου «μα που είναι οι διανοούμενοι»;), και η Καναδέζα Μάργκαρετ Άτγουντ π.χ. διαβάζουμε ότι επιστρέφει στον (και τηλεοπτικά πλέον) γνωστό κόσμο της «Iστορίας της πορφυρής δούλης» με βασικό κίνητρο λέει την εκλογή στις ΗΠΑ.
«Τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη χώρα;»
H ερώτηση του ενός εκατομμυρίου που αιωρείται πάνω από το… Μη-Ηνωμένο Βασίλειο (και όχι μόνο) καθώς αυτό βυθίζεται σε έναν εσωστρεφή υπαρκτό σουρεαλισμό, το μόνο βέβαιο είναι ότι η σκιά των γεγονότων θα πέσει βαριά πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία του Νησιού, σήμερα και τα επόμενα χρόνια. Ο Κόου από την μεριά του τοποθετεί τις ζωές των παλιών ηρώων του στα χρόνια που οδήγησαν από το εθνικό όνειρο των Ολυμπιακών του Λονδίνου στην ιλαροτραγωδία του Brexit, μια μίνι-σάγκα σε ανίχνευση του πώς και γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αλλά και μια φιλότιμη προσπάθεια αποτύπωσης του τρόπου με τον οποίο το πολιτικό εισβάλλει και επηρεάζει στη ζωή των «απλών» ανθρώπων. Ο ίδιος εστιάζει στην μέση, εκεί όπου… σπανίως βρίσκεται η αλήθεια, εκεί απ’ όπου προέρχονται τα κρείττω αλλά και τα χείρω, στην Μέση Αγγλία, στην μέση (διάβαζε μεσαία) τάξη, στην μέση (διάβαζε κοινή) λογική και στην μέση (κάποτε λέγαμε μεσόκοπη) ηλικία, ενώ στον νου του μοιάζει να έχει καρφωθεί περισσότερο η απεύθυνση στους λοιπούς συν-Ευρωπαίους (ένας Βρετανός πιθανολογώ θα βαρεθεί την ζωή του στην ανάγνωση), το βιβλίο είναι κάτι σαν ένα… brexit for dummies, με ήρωες role models απόψεων, εμφανείς συμπάθειες και αντιπάθειες και ελάχιστες αντιφάσεις κι ένα εύκολα συμβολικό και μάλλον αφελές χάπι-εντ, η αφήγηση σώζεται κυρίως από το έξυπνο χιούμορ που διαθέτει άφθονο ο συγγραφέας.
Βάζοντας στην άκρη όμως την ιδεολογική σύγκρουση, διαβάζοντας το βιβλίο σου μένει «κάτι πιο θεμελιώδες και προσωπικό», μια άβολη διαπίστωση ότι το πολιτικό διακύβευμα, όλα όσα συμβαίνουν στην κορυφή της εξουσίας, όσα συμφέροντα συγκρούονται εκεί, μικρή τελικά σχέση έχουν με τις ζωές των ηρώων, ελάχιστα τους αγγίζουν πραγματικά, “they don’t give a f*ck”, που λέει κι ένα μπεστ-σέλλερ των καιρών μας, δεν διακινδυνεύουν το «skin in the game» που γράφει ο Ταλέμπ στο ομώνυμο βιβλίο του. Και μοιάζουν να αποτελούν περισσότερο αφορμές, αφορμές για σύγκρουση, για προβολή της μοναδικότητας του Εγώ, της προσωπικής ιδιαιτερότητας, της υπαρξιακής ανάγκης για διαφοροποίηση και της επιδίωξης μιας ηθικής ή/και «ορθολογικής» ανωτερότητας. Οι ήρωες του βιβλίου ελάχιστα καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, οι σχέσεις τους είναι δυσλειτουργικές, ζουν όλοι σε γυάλες, σε δικούς τους απομονωμένους κόσμους, μια νοοτροπία… Νησιού, όχι μόνο της Βρετανίας απέναντι σε ένα τόσο κοντινό αλλά και τόσο μακρινό Continent, αλλά με τον καθένα ατομικά να είναι μια πυρηνική μειονότητα, ένα μικρό απομονωμένο νησί: «μπορεί να ζουν σε απόλυτη εγγύτητα στην ίδια χώρα, αλλά παράλληλα έχουν ζήσει σε διαφορετικά σύμπαντα και αυτά τα σύμπαντα διαχωρίζονται από ένα θεόρατο, αδιαπέραστο τείχος, ένα τείχος χτισμένο από φόβο και καχυποψία, ακόμη και –ενδεχομένως- από μια μικρή δόση από εκείνα τα απόλυτα αγγλικά χαρακτηριστικά, την αμηχανία και την ντροπή».
Και αν κάποια στιγμή δουν και τα χοντρά ζόρια έχουν εν τέλει την οικονομική ευχέρεια και το ακαδημαϊκό οπλοστάσιο για να την κάνουν… Όπως ο πρωταγωνιστής της εν λόγω ιστορίας. Που θα γιορτάσει την φυγή/απόδραση γύρω από ένα πανευρωπαϊκό τραπέζι με τους νέους του «φίλους».
. . . . . .
«But the distance between people/Is a scale that we can’t balance
This island of England/Oh, England»
Άνθρωπος του λόγου είναι και η Kate Tempest, από διαφορετικό μετερίζι όμως, ούσα ποιήτρια πρώτα και μετά μουσικός. Εν τούτοις από άλλη οδό και με άλλα εκφραστικά εργαλεία μοιάζει να καταλήγει και αυτή στο προσωπικό υπαρξιακό. Ξεκινώντας όχι από το πολιτικό και τις ιστορίες των άλλων όπως ο Κόου (αλλά και η ίδια στους δύο προηγούμενους της δίσκους, το «Everybody Down» του 2014 και το «Let Them Eat Chaos» του 2016), αλλά κατευθείαν από τον Εαυτό. Είναι σαν να βάζει τον δίσκο καθρέφτη και με μια εξωστρεφή… εσωστρέφεια να κοιτάει μέσα από το είδωλο της ολάκερη την χώρα της. Και μέσα από αυτόν, με δυνατή εικονοποιία και… συναισθηματοποιία, χωρίς σύνδρομο Κασσάνδρας, δάχτυλο ηθικού πλεονεκτήματος και εξ άμβωνος συνθηματολογία μιλάει για την διαπλοκή αγάπης και εξουσίας, για την αδυναμία (ή απροθυμία;) επικοινωνίας, ο δίσκος βυθίζεται σε ένα κλίμα γκρίζο, ένα σύννεφο πλανάται πάνω από τον δίσκο, η βρόχα πέφτει στρέιτ θρου, «I take the bins out, it’s raining» και …. «my country is coming apart», «the whole thing’s becoming such a bumbling farce». Και αν το χιούμορ δεν βρίσκει θέση για να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα, υπάρχει όμως και η αισιοδοξία, η πίστη στον άνθρωπο και στην ελπίδα. Γιατί, ναι, «the racist is drunk on the train/the racist is drunk on the internet», αλλά συγχρόνως «there is so much peace to be found in people’s faces».
Και κάπου στο βάθος, πτωχή θεραπαινίδα στον δίσκο η μουσική. Ένα σποραδικό βιολί, μια νότα πιάνου να αιωρείται, ένα νωχελικό διακριτικό beat, κάμποσα ηλεκτρονικά εφέ, καμία ιδιαίτερη έμπνευση, περισσότερο μια ατμόσφαιρα, είναι εμφανές ότι ο Rick Rubin που έβαλε το χέρι του στην παραγωγή προτίμησε να αφήσει τον λόγο απογυμνωμένο και την δύναμη της γλώσσας ελεύθερη να… τσακίσει κόκαλα. Όσο όμως γοητευτική και να είναι η προσωδία της ποιήτριας όσο δυνατή και η στιχουργική της, δεν παύει να τίθεται ένα ζήτημα, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ποιητική συλλογή αλλά για μουσικό έργο. Και ως τέτοιο το προσεγγίζουμε συνολικά.
Δύο έργα λοιπόν, ένα βιβλίο κι ένας δίσκος, δύο άνθρωποι του λόγου, δύο παρόμοιας αισθητικής και στόχευσης εξώφυλλα, ίδια ερωτήματα. Και ίδια δυσκολία να είσαι συγκαιρινός (sic), να κάνεις Τέχνη in situ και να κρίνεσαι από άλλους συγκαιρινούς με βάση και τον στόχο σου αλλά και την αισθητική με την οποία τον επιτυγχάνεις (ή όχι)…
«Το τραγούδι τελείωσε. Έμεινε η σιωπή να απλώνεται στο καθιστικό και το σκοτάδι να αιωρείται έξω, πάνω από το ποτάμι…»
«The current’s fast but the river moves slow/And I can feel things changing/Even when I’m weak and I’m breaking/I stand weeping at the train station/‘Cause I can see your faces/I love people’s faces».