Στην κριτική του για το Comicopera του Wyatt, ο Θανάσης Παπαδόπουλος πολύ σωστά επισήμαινε την προκατάληψη με την οποία συνήθως αντιμετωπίζονται δίσκοι δεινοσαύρων, μαμούθ και λοιπών τεράτων που κυκλοφορούν άφθονοι στις μέρες μας. Και ναι μεν η "δικτατορία" της καινοτομίας είναι σε ένα βαθμό λογική και αναμενόμενη, αλλά ένας νοητός καιάδας για τους γερόλυκους της μουσικής είναι εν τέλει άδικος (η punk το παράκανε εδώ, η post-punk σε ένα βαθμό έβαλε ξανά τα πράγματα στη θέση τους) και άλλωστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το μουσικό παρελθόν το βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας, λίγο μεταλλαγμένο, ειδικά από την άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αρκετοί Αμερικάνοι μουσικοί δεν αρκούνται στα του οίκου τους αλλά στα πλαίσια της folk αναβίωσης κρυφοκοιτάνε και προς τη βρετανική μέσα από το πρίσμα της μουσικής του Bert Jansch, της Vashti Bunyan και άλλων. Τέτοιου είδους συνεργασίες / συμμετοχές είναι αρκετά συχνές πια, κάτι που μάλλον ευνοεί όλους τους εμπλεκόμενους... Ο συνήθως ξεχασμένος από τα σύγχρονα δεδομένα εκάστοτε μουσικός, σαφώς γοητεύεται από τον ενδιαφέρων και αναμφισβήτητα υποβαστάζεται κατά κάποιο τρόπο για να ξανανέβει στην επιφάνεια... Οι εκάστοτε συμμετέχοντες από την άλλη, φαντάζομαι ότι ικανοποιούνται αποτίνοντας φόρο τιμής και κάποιου είδους δικαιοσύνη... Επειδή την ψυχολογία δεν την κατέχω, καλύτερα να εγκαταλείψω κάπου εδώ τις υποθέσεις μου... Για να κάνω πιο χειροπιαστά τα παραπάνω, θα αναφέρω τη συμμετοχή του απανταχού παρόντα Banhart στους πρόσφατους δίσκους των Jansch (όπου συμμετείχε και η Beth Orton) και Bunyan (όπου έβαλαν την πινελιά τους μεταξύ άλλων και οι Max Richter και Joanna Newsom). Ακόμα πιο σχετικό παράδειγμα: στον πρόσφατο καλό δίσκο του συνοδοιπόρου του Ayers, Robert Wyatt, συνεισφέρανε και οι Brian Eno και Paul Weller, μαζί με τον Manzanera των Roxy Music.
Ο τελευταίος είναι εν τέλει και ο συνδετικός κρίκος του φετινού δίσκου του Wyatt με το σύγχρονό του Unfairground του Kevin Ayers. Θα ήμουν μεγάλος ψεύτης αν έλεγα ότι όλοι οι συμμετέχοντες μού είναι γνώριμοι ή γνωστοί αλλά αναγνώρισα ανάμεσά τους μέλη των Ladybug Transistor και Neutral Milk Hotel (αμφότεροι εξ Elephant 6 κολεκτίβας), Teenage Fanclub, Gorky's Zygotic Mynci, Architecture in Helsinki (!!) και την Candie Payne. Η προβολή του δίσκου, παρότι συνέπεσε χρονικά με αυτόν του Wyatt, ήταν εξαιρετικά μικρή, ακόμα και από τα βρετανικά έντυπα και αυτό είναι μάλλον άδικο, αφού και με τη βοήθεια όλων των προαναφερθέντων, έχουμε κάτι παραπάνω από μια απλά τίμια επιστροφή... Έχοντας αφήσει πολύ πίσω τον ψυχεδελικό πρωτο-prog ήχο των Soft machine στα τέλη της δεκαετίας του '60, και τους 2-3 αξιόλογους προσωπικούς του δίσκους λίγο αργότερα, ο Ayers επιστρέφει με πιο χαλαρή διάθεση και διασκευάζει τις εντυπώσεις για ό,τι μεσολάβησε από τότε! Έχοντας μεγαλώσει στη Μαλαισία, "ξοδέψει" αρκετά χρόνια στην Ibiza, και μένοντας πια κάπου στη νότια Γαλλία, δε δυσκολεύεται να εμπλουτίσει τις βρετανικές μουσικές του καταβολές με τη γνωστή γαλήνια και αιώνια λιακάδα που είναι εμφανής και στο εξώφυλλο του δίσκου (έστω και αν κάτι λείπει από το εικονιζόμενο λούνα-παρκ)...
Παρά τη σχετικά γαλήνια διάθεση που προκαλεί ο δίσκος, θεματικά ο Ayers δεν αποφεύγει να αναφερθεί στο πέρασμα του χρόνου (όπως στο μελαγχολικό Cold shoulder και στο Only heaven knows), περασμένες αγάπες, χαμένες ευκαιρίες και Dylan-ικά twists of fate. Σε πολλές στιγμές η ενορχήστρωση φαίνεται πραγματικά να δίνει άλλη πνοή στα κομμάτια, όπως στο Baby come home, στο ντουέτο με τον Bridget St John με τα μεξικάνικα πνευστά και το ακορντεόν αλλά και στο πλέγμα πιάνο/έγχορδα του εφιαλτικού Brainstorm. Και αυτή φαίνεται να είναι η ουσιαστική διαφορά με τους προηγούμενους μετα-1975 δίσκους του. Το ταλέντο του Ayers (ο Peel έλεγε ότι είναι τόσο οξύ που μπορείς να πραγματοποιήσεις χειρουργική επέμβαση στο μάτι με αυτό) μαζί με το "with a little help from my friends" concept (που με καταλαβαίνουν απόλυτα, θα συμπλήρωνα) αρκούν ώστε το αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικό, απολαυστικό και αρκετά εύπεπτο. Σε καμία περίπτωση όμως φτωχό ή φτηνό. Το απολαυστικό βρετανικό φλεγματώδες χιούμορ εμφανίζεται πάντα από εκεί που δεν το περιμένεις:
Ερωτώμενος από το Mojo για το τι είναι καλύτερο, το κρασί, οι γυναίκες ή το τραγούδι, ο Ayers απαράμιλλα περνάει από την ανούσια ερώτηση σε μια απολαυστική απάντηση: "It's the combination of the first two which works for the third, or too much of the first and the loss of the second as well, I guess..."