Frequencies For Leaving Earth 1-5
O Bug -με το βαφτιστικό του όνομα εδώ- αναζητεί συχνότητες διαφυγής από τούτον τον κόσμο. Το ζήτημα είναι που έχει άραγε σκοπό να μας οδηγήσει; Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Κάποτε (το 1994) ο Kevin Martin είχε τη φαεινή ιδέα να επιμεληθεί τη συλλογή της Virgin υπό τον τίτλο «Isolationism: Ambient 4», η οποία ήταν ένα έργο τέχνης της αποστασιοποίησης, της εσωστρέφειας και της γλίτσας από τον πάτο του πηγαδιού και με επιλογές από τα σημαντικότερα ονόματα του ωχρού αυτού ήχου ονόματι dark ambient. Που να φανταζόταν μετά από τόσα χρόνια ότι θα αναγκαστεί να κλειστεί κυριολεκτικά σπίτι του και ο όρος isolationism να είναι κυριολεκτικός.
Ήρθε ο καιρός, ζυμώθηκε αρκετά το πράγμα μέσα του, και αποφάσισε εν τέλει (ευκαιρία ήταν) και ο ίδιος, να ξαναπιάσει αυτό το κουβάρι χωρίς άκρη. Κάποια δείγματα είχαμε ακούσει στον φανταστικό διπλό δίσκο των Techno Animal, το “Re-Entry” από το 1995 και πέρσι εμφανίστηκε στην εταιρία Room40 ο πρώτος δίσκος με το όνομά του που αποτέλεσε απόδειξη ότι το ιδίωμα αυτό έχει ακόμα λόγο ισχυρό. Η συνέχεια ήταν επιβεβλημένη μέσα στην πρώτη καραντίνα του 2020, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο έργο αποτελούμενο από πέντε διακριτά μέρη.
Και από τον τίτλο καταλαβαίνουμε ότι η βασική ιδέα, το σενάριο του έργου, είναι η φυγή και μάλιστα από τον πλανήτη (άμα είναι να την κάνουμε, να την κάνουμε... όχι μισές δουλειές). Δεν είναι και λίγα τα κακά που μας βρήκαν εδώ που τα λέμε και οποιοσδήποτε ευαίσθητος άνθρωπος μια τάση φυγής την έχει, ειδικά όταν του την απαγορεύουν. Αυτό που συμβαίνει με αυτή τη μουσική είναι πράγματι ένα ταξίδι-φυγή το οποίο επιτυγχάνεται μέσω ειδικών συχνοτήτων (μπάσων και άλλων) που απορροφούν τις ψυχικές εκπομπές των ανθρώπινων νευρώνων και τις μεταφέρουν κάπου... έξω.
Στο πρώτο μέρος έχουμε τρία μακροσκελή θέματα, αργόσυρτα, ολοκληρωμένες συνθέσεις βόμβων που σκάβουν βαθιά και προετοιμάζουν το έδαφος για να μπορεί να περάσει το φως του επισκέπτη-ακροατή (‘I became light’ λέγεται το τρίτο κομμάτι). Μια ας πούμε εισαγωγή, μια ζοφερή έναρξη με διάφανες μισοπεθαμένες και απόμακρες μελωδίες, μάλλον μία μελωδία, μια στιγμή της ίσως, που τεντώνεται επ’ άπειρον.
‘Frequencies for Leaving Earth vol.2’. Από τα 5 μέρη αυτό είναι το πιο ιδιότροπο. Μετά την εισαγωγή μπαίνουμε κατευθείαν στα βαθιά με μια ακολουθία δέκα κομματιών, Feedback Cycles όπως τα ονομάζει ο καλλιτέχνης, που τα μηχανικά μπάσα τους με εντελώς αφαιρετικό τρόπο, γυμνά και απόκοσμα σερνάμενα και αδιάσπαστα μουρμουρητά, ακούγονται ίσως σαν τις μηχανές του Enterprise κολλημένες στο warp 9.8 πηγαίνοντας στο πιο θολό, στο πιο σκοτεινό υπερπέραν. Μια μάλλον ζοφερή κατάσταση θα έλεγα, η οποία όμως είναι σχεδόν ευεργετική για τον σκληροτράχηλο δέκτη που ξέρει να ξεχωρίζει την ποιητική από τα ζιζάνια, ακόμα και μέσα στο πιο απομακρυσμένο και έρημο χωράφι στις 4 το πρωί.
Το ρούφηγμα από τη μαύρη τρύπα ολοκληρώνεται και αρχίζει το τρίτο μέρος. Ο προορισμός μπορεί πάντα σε ένα ταξίδι να είναι συγκεκριμένος αλλά δεν είναι όλοι οι προορισμοί συμβατοί με τη φυσική. Μπορεί δηλαδή οι νόμοι της φυσικής να χρησιμοποιούνται για να φτάσεις τους προορισμούς αλλά εκεί η φύση μεταλλάσσεται. Μια φύση που δεν έχει διαστάσεις αλλά ούτε και ο χρόνος έχει υπόσταση διαχειρίσιμη. Αυτός ο προορισμός είναι ένα μέρος μέσα στο σύμπαν όπου όλα μετατρέπονται σε ήχο και το πιο επίμονο drone χάνει την ελαστικότητά του, την ύλη του και απλώνεται παντού. Όλα είναι ένα και παντού σαν μια θεία μελωδία, σαν τραγούδι που δημιουργήθηκε από μόνο του την ώρα που τα σώματα των ταξιδευτών εξαϋλώνονταν. Ένα gospel άλμπουμ λέει ο Kevin ότι έφτιαξε εδώ και δε μας κάνει εντύπωση αφού σκάβοντας στο σκοτάδι τελικά βρίσκει το πιο απόλυτο φως, αυτό των Σεραφείμ, που μπορείς να αντικρίσεις μόνο αν εγκαταλείψεις την υλική κατάσταση.
Από το τρίτο μέρος και μετά τα πράγματα δεν μπορούν παρά να έχουν μια πιο κοινή πιο συγγενική διάθεση αφού όπως είπαμε φτάσαμε στον προορισμό. Όμως επειδή εδώ όλα είναι άμετρα και άπειρα, εμείς ως κοινοί θνητοί θα δούμε κάποιες εκφάνσεις αυτού του όλου από αυτές που μπορούμε να αντιληφθούμε, ξεχωριστά. Έτσι το vol.4 κρατάει τη μελωδία ως ένα κεκτημένο πια στοιχείο, ένα χαρακτήρα γνώριμο όσο και αδιάσπαστο μέσα στα νέφη. Εκτός από αυτό όμως ακούμε δυσοίωνες σειρήνες, μηχανικά τραγούδια προερχόμενα από ξεχωριστά δώματα της ύπαρξης. Βαριά ρηφ, επαναλαμβανόμενα μοτίβα ταχυδακτυλουργικών εκκενώσεων ηλεκτρικών που φαίνονται από χιλιάδες έτη φωτός να αναβοσβήνουν σα να ‘ναι ακριβώς δίπλα. Θαμπά αλλά και καθαρά εναλλάξ. Θόρυβος μέσα στο σκοτάδι. Τέλος, επειδή η ύπαρξή μας ως όντα έχει όρια, δε μπορούμε παρά να αντιληφθούμε αυτό το μεγαλειώδες ταξίδι μέσα σε αυτά, δηλαδή θα πρέπει να έχει ένα κλείσιμο, έναν χρονικό περιορισμό. Αυτό το ρόλο παίζει το πέμπτο μέρος, ένας πάτος ή ένα κοσμικό ταβάνι μέσο σχεδόν τζαζ μελωδισμών όμως απόμακρων και φαινομενικά ατέρμονων μέσα σε ένα βαρύ και πηχτό από το σκοτάδι ambient των εξώτερων συνόρων της ύπαρξης. Εκεί μπαίνει το τέλος σαν ιερό τραγούδι των τοιχωμάτων των συνόρων της.
Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, πρόκειται για έπος.