Killinnosense
Γεννήθηκαν στη Σαλονίκη αλλά ως γονείς αναγνωρίζουν τους Pink Floyd, Radiohead, Depeche Mode και Massive Attack. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
Στην εναλλακτική μουσική πραγματικότητα της χώρας μας αρχίζει να εκλείπει το φαινόμενο των καλλιτεχνών που παρότι κινούνται επί σειρά ετών δραστήρια και μεθοδικά, καθυστερούν να αντικρίσουν τα δημιουργήματά τους να κυλούν στο δισκογραφικό αυλάκι. Μερικοί, βέβαια, προσβλέπουν σε απόσπαση του ενδιαφέροντος κοινού που αναζητά ποικιλοτρόπως και μανιωδώς φρέσκα πρόσωπα και πράγματα, αρκούμενοι στο να διαθέτουν τακτικά υλικό είτε διαδικτυακά, είτε υπό τη μορφή αυτοσχέδιων cd-rs, ακόμα και σε κασέτες. Πλέον, τα γεγονότα μας ωθούν στο να παρατηρήσουμε εν Ελλάδι, την τάση που δεν έβλαψε κανέναν μη mainstream χώρο στο εξωτερικό. Αυτήν της διακίνησης μουσικής μέσω εταιρειών που μπορεί να μην προσυπογράφουν την εμπορική τους απήχηση, ωστόσο εξασφαλίζουν στο μέτρο του ρεαλιστικά δυνατού, την έκθεση σε πλατύτερο τουλάχιστον κοινό.
Οι Killinnosense που τριγυρνούν στους θεσσαλονικιώτικους δρόμους εισπνέοντας τον αέρα της συμπρωτεύουσας, ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που περίμεναν υπομονετικά έως ότου ένα τους ολοκληρωμένο έργο ετών εισέλθει σε ένα διαρκές και συνεπές αλισβερίσι με τους ακροατές. Κι απ' ό,τι εξάγεται ως συμπέρασμα, η πολυπόθητη πλήρης βουτιά στην "επίσημη" δισκογραφία, τους βγάζει εν μέρει αλώβητους στην επιφάνεια. Στο αμάλγαμα ήχων του φερώνυμού τους άλμπουμ, τους παρατηρείς να συλλογίζονται με θέα την σύγχρονη αστική πραγματικότητα επιστρατεύοντας αμιγώς λυρικές απόψεις. Αποπειρώνται κατά το δοκούν να αποτραβηχτούν απ' την πεζότητα με ηλεκτρονικά και κιθαριστικά εφόδια βρετανικής κυρίως προέλευσης.
Ξεκινώντας δια των ήδη γνωστών, διαπιστώνουμε ότι οι ασχολούμενοι με τα προσφάτως "ελληνικά ανεξάρτητα" θα αναγνωρίσουν αμέσως τρεις καταθέσεις του δίσκου που πρωτοεμφανίστηκαν στο παρθενικό EP τους Matters Most. Από εκεί απουσιάζει ορθά το εκφραστικά υπολειπόμενο "Hope departed". Στην εκκίνηση, που κατά τα κλισέ λεγόμενα αποτελεί το ήμισυ του παντός, δρα αισθαντικά το "Nothing to feel". Ο synth pop κορμός του παραπέμπει, απροκάλυπτα ίσως, στο βασικό κιθαριστικό riff του "Enjoy the silence" των Depeche Mode, οι οποίοι κινούν εμφανέστατα τα ερεθίσματα του γκρουπ, εντούτοις δημοσιοποιεί κι άλλες δυναμικές που έρχονται τόσο απ' τα πιανιστικά θέματα όσο κι απ' την κιθαριστική εξέλιξη. Παραδίπλα στέκει το "Escape" που τους κρατά δέσμιους μιας electro-rock μανιέρας, απαρτιζόμενης από πλαστικούς ρυθμούς, οξύθυμες μα τετριμμένες παιχτικά κιθάρες και techno bleeps. Λίγο, όμως, πριν τον αποχαιρετισμό ("Under below") αποδίδουν με περίσσια κομψότητα, jazz αρμονικότητα και την Εύα Βολογιαννίδου να αγγίζει το ζενίθ του ερμηνευτικού της εύρους, τις θελκτικές ιδιότητες του εγχειρήματός τους.
Προφανές και κατανοητό συνάμα, το γεγονός ότι οι αναπτύξεις των Killinnosense παρακινούνται από μια συναισθηματικά φορτισμένη γραφή, η καρποφορία της οποίας εξαρτάται εν πολλοίς απ' την λεγόμενη "ατμόσφαιρα". Αυτή τους η στάση πότε τους στέλνει σε αδιέξοδο και πότε τους επιβραβεύει. Λάβετε θέσεις ακρόασης και προσέξτε πως τα καταφέρνουν περίφημα στο trip-hopίζον "All I know", που δεν μου βγάζει απ' το νου πως γράφτηκε απ' την συνεύρεση Massive Attack - Blonde Redhead για τα μέτρα της Kazu Makino. Κοντοσταθείτε άφοβα, στην εικονοκλαστική εναλλακτική ποπ του "Still remain" και στην καθοδηγούμενη απ' τον Jean Michel Jarre πληκτροφόρα γραμμή του "Way on my own". Δεν θα μείνετε, θαρρώ, για πολύ στις υπερβολικά μελό ακροβασίες τύπου "Letting go".
Όταν αποφεύγουν να ανακατέψουν progressive rock τεχνικές και μεταλλικής υφής κιθάρες, όπως και ελισσόμενα συνθετικά beats, τους βγαίνει φυσικά. Όποτε, όμως, το πράττουν, παραδίδουν τραγούδια κατ' επίφαση εκρηκτικά σαν τα "Blocked" και "Nobody". Εντονότερα ατυχής απόπειρα, κρίνεται αυτή της διασκευής του χιλιοταλαιπωρημένου Creep των Radiohead που παραγκωνίζει την κιθαριστική εκτόνωση του πρωτότυπου προς χάριν μιας επαναλαμβανόμενης πραότητας που κουράζει.
Μια περισσότερο τολμηρή εκδοχή των Killinnosense θα τους προβίβαζε μονομιάς στις εξέχουσες περιπτώσεις του εγχώριου στερεώματος, αφού η μελωδική τους φλέβα χτυπάει ακατάπαυστα. Απομένει μια επιτυχημένη προσπάθεια απεμπόλησης των στοιχειών εκείνων που φανερώνουν ότι οριοθετούν αυστηρά τον ήχο τους βάσει των επιρροών τους, καθώς και μια διάκριση μεταξύ των συστατικών που μπορούν να διαχειριστούν άψογα, κι αυτών που αναπόφευκτα επιβάλλεται να παραμερίσουν.