I'm Not Sorry, I Was Just Being Me
Και μπορεί το νεόκοπο βρετανικό σχήμα να δηλώνει "ότι είναι ο εαυτός" του κατά την χύδην έκφραση των καιρών, στον δίσκο ωστόσο ακούμε και άλλους 'εαυτούς' από το παρελθόν. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Δε μπορεί, τώρα τελευταία κάτι γίνεται με τα ντεμπούτα άλμπουμ στη Βρετανία. Από τη μια οι Black Country, New Road κι από την άλλη οι King Hannah. Καμία έκπληξη, όμως. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ναι μεν ο παλιός είναι αλλιώς, αλλά, τελικά, ο νέος είναι (πιο) ωραίος.
Η περίπτωση του ντουέτου των King Hannah είναι κι αυτή boy meets girl in a pub, με τη διαφορά ότι ο Craig Whittle και η Hannah Merrick δεν βρίσκονταν εκεί για να πιούν πέντε - έξι pints, αλλά για να τα σερβίρουν σε άλλους. Πάλι όμως, δεν τη λες και έρωτα με την πρώτη ματιά, αφού αυτήν την είχαν ήδη ανταλλάξει προ διετίας σε κάποια άλλη pub του Liverpool, ένα βράδυ που η φοιτήτρια Hannah έπαιζε ζωντανά τα τραγούδια της. Πώς το έλεγαν οι παλιοί; Σπεύδε βραδέως;
Επειδή προφανώς δεν ήταν και πολλοί εκείνοι που τους ξεχώρισαν από το προπέρσινο EP “Tell Me Your Mind and I’ll Tell You Mine”, έρχονται τώρα με το “I'm Not Sorry, I Was Just Being Me” για να μας συστηθούν καλύτερα, εμμένοντας σε «εγωκεντρικούς» τίτλους. Και, ναι, το πιάσαμε το υπονοούμενο ότι οι τύποι έχουν διαμορφωμένη προσωπική άποψη, την οποία αναπτύσσουν αρκετά ευφάνταστα μέσω των στίχων τους. Το άλμπουμ, που ηχογραφήθηκε μέσα σε οκτώ μήνες με τη συνδρομή των Ted White, Jake Lipiec και Olly Gorman, βγάζει μεράκι και αγάπη για τη μουσική με το γνωστό γλυκό και φαινομενικά ακατέργαστο παλιομοδίτικο τρόπο.
Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που μπαίνει στο κάδρο καθισμένος πάνω στα κλαδιά του μπαομπάμπ ο μουσικός στοχαστής με τη μακριά λευκή γενειάδα, βγάζοντας με οδύνη συλλαβιστές τις παρακάτω λέξεις: «Πώς θα ακουγόταν η Hope Sandoval αν δεν (ήθελε να) ήταν αισθησιακή; Κάπως έτσι». Κι όταν σηκώνουμε το βλέμμα και τον ρωτάμε τι ακριβώς εννοεί, αφού παίρνει βαθιές τρεμάμενες ανάσες με το βλέμμα κρατημένο στο άπειρο, ανακατεύει χρησμούς για τους Wolf Alice και τους Cowboy Junkies του “The Trinity Session”, αλλά και τους Kurt Vile, Beth Gibbons, Sharon Van Etten και Courtney Barnett.
Αφού κατακαθίσουν τα προφερμένα με τη γεύση των φύλλων δάφνης λόγια του διδασκάλου, με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι σχεδόν δε διαφωνεί μαζί μας, όταν του λέμε πως οι Mazzy Star που εμείς ακούμε μοιάζουν ποτισμένοι με τον Gavin Friday και τον Neil Young (“The Moods That I Get In”), ότι νιώθουμε το πνεύμα της πρώιμης PJ Harvey να πλανάται ενίοτε ερωτοτροπώντας με εκείνο του Nick Cave (“Foolius Caesar”, “All Being Fine”, “Big Big Baby”), όπως και τις επιρροές των Yo La Tengo (ομώνυμο τραγούδι) και του “The Moonshine Sessions” του Philippe Cohen Solal (“Go-Kart Kid (Hell No!)”.
Πλέον, γεμάτοι σοφία και ύστερα από επανειλημμένες ακροάσεις, δεν είναι δυνατό να μην εστιάσουμε στην ατμοσφαιρικά μελαγχολική και μυστηριώδη διάσταση της μουσικής των King Hannah, που θα ακουγόταν πιο σκοτεινή, αν δεν ήταν διανθισμένη με αυτοσαρκασμό και μαύρο χιούμορ. Σε αυτήν βρίσκουν τη μέγιστη δυνατή εκφραστικότητά τους οι dark-folk κιθάρες, τα φαζαρισμένα synths και τα, ως επί το πλείστον, spoken-word φωνητικά, που συνήθως είναι αργόσυρτα, αλλά καθόλου βαρετά, πλημμυρισμένα από εικόνες που περιμένουν να τις καλέσεις για να σου αποκαλυφθούν πλήρως.