Aν κάποτε έλιωσες το ντεμπούτο των Elastica και ως εκ τούτου οι The Long Blondes δε σού λένε και πάρα πολλά, αν είχε τύχει να ανακαλύψεις τους Tiger και συνεπώς τα συγκροτήματα τύπου The Automatic σού μοιάζουν απλά συμπαθή, αν έζησες την baggy και την britpop σκηνή όταν συνέβαιναν με αποτέλεσμα η σημερινή γενιά του "new rave" να σού φαίνεται υπερεκτιμημένη, τότε δικαιολογημένα να είσαι καχύποπτος και απέναντι στους Klaxons. Δε χρειάζεται και πολύς κυνισμός για να δεις ότι ένα μέρος της επιτυχίας τους στηρίζεται στο image τους - ένας ερμηνευτής sex-symbol, και ένας manager που είχε την ιδέα να τούς βάζει να φωτογραφίζονται παρέα με τεράστια smileys, με σκοπό να τούς κάνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα νέα groups: αν δε σου κάνει εντύπωση ο τραγουδιστής, σού εντυπώνεται τουλάχιστον στη μνήμη το smiley.
Κι όμως οι Klaxons είναι προορισμένοι για πολλά περισσότερα από το να μείνουν γνωστοί ως το group που φωτογραφίζεται μαζί με τεράστιες χαμογελαστές φατσούλες. Και τα πειστήρια για αυτό υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στο "Myths Of The Near Future", ένα πρώτο βήμα φιλόδοξο, ευφυές και συναρπαστικό - ένα album που αποτελεί αυτομάτως σημείο αναφοράς για τη φετινή χρονιά, και που πρόκειται από εδώ και στο εξής να συναντάμε πολύ συχνά σε λίστες με θέμα τα καλύτερα ντεμπούτο όλων των εποχών. Για να ξεμπερδεύουμε γρήγορα με τα μειονεκτήματα: ένα μεγάλο μέρος του δίσκου είναι ήδη γνωστό από τα singles και τα ΕPs των Klaxons, κι έτσι, όσοι έχουν ήδη έρθει σε επαφή με το υλικό του συγκροτήματος, θα χάσουν την απόλαυση να παρασυρθούν μαζικά από έναν καταιγισμό νέων γερών τραγουδιών. Έπειτα, είναι και το τελευταίο track που δείχνει ότι διαρκεί 20 λεπτά, αλλά στην ουσία είναι ένα δίλεπτο τραγούδι, μετά σιγή ενός τετάρτου, και φινάλε με 2 περίπου λεπτά αχρείαστου θορύβου. Τώρα θα μου πείτε, αυτό το τελευταίο είναι αρκετά σύνηθες σε πολλούς δίσκους, τώρα είναι που σε ενόχλησε; Βασικά, ανέκαθεν με ενοχλούσε (αυτός ο ανόητος που το σκέφτηκε πρώτος και παρέσυρε και τους υπόλοιπους θα έχει σίγουρα άσχημο κάρμα για μια ζωή), αλλά στο "Myths Of The Near Future" είναι ακόμα πιο χτυπητό, μιας και χαλάει τη δομή και τη μορφή ενός δίσκου που αγγίζει την τελειότητα.
Με λίγα λόγια, λοιπόν, οι Klaxons έχουν παραδώσει στη νέα γενιά έναν υποδειγματικό δίσκο, ένα album για να γίνει το "Definitely Maybe" ή το "Parklife" των σημερινών εικοσάρηδων. Oι ως άνω συγκρίσεις δεν έχουν τόσο να κάνουν με τη μουσική καθεαυτή, όσο με τη βαρύτητα που φέρει ο δίσκος, τον πλούτο των ιδεών του, τη δυναμική της απήχησης που μπορεί να έχει, την πιθανότητά του να μείνει κλασικός. Όσο για μια καθαρά μουσική σύγκριση, εδώ έχουμε την άψογη υλοποίηση όσων τόσο ακαλαίσθητα προσπαθούν να κάνουν εδώ και δύο δίσκους οι TV On The Radio, το υλικό που θα ήταν άξιο για να διαδεχτεί το "Think Tank" των Blur, τα παρανοϊκά concepts των KLF (ακούστε τη σειρήνα στο "Atlantis To Interzone") παρέα με τα fuzzy κιθαριστικά διαμαντάκια των Yo La Tengo ("As Above, So Below"), μια πολυδιάστατη προβολή των Franz Ferdinand με σεβασμό στις ανατρεπτικές διαθέσεις του Beck. Kι αν σας μπέρδεψε αυτή η ένα προς ένα αντιστοιχία ενός ονόματος από τη Μεγάλη Βρετανία με ένα κατά βάση άσχετο όνομα από την Αμερική, ας υπογραμμιστεί εδώ ότι αυτός ακριβώς είναι και ο μεγάλος θρίαμβος των Klaxons: έχουν κατορθώσει να αλέσουν την κουλτούρα της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής και να παράγουν μια σειρά από κομμάτια που δεν κάνουν την εκκεντρικότητα αυτοσκοπό, και δεν τολμούν crossovers μόνο και μόνο επειδή μπορούν, αλλά αντίθετα, επιχειρούν μια αβίαστη πρόσμειξη αγαπημένων στοιχείων από διάφορες σχολές και ποικίλα συγκροτήματα, και τελικά προτείνουν έναν ήχο διεγερτικό και ερεθιστικό, είτε όταν πρόκειται για το ψυχεδελικό anthem που ακούει στο όνομα "Golden Skans", είτε για το ακαταμάχητο νευρώδες slack του "Isle Of Her". Πείτε το, αν θέλετε, new rave, αλλά το "Myths Of The Near Future" είναι μίλια (που θα έλεγαν και οι Άγγλοι) μπροστά από τα αντίστοιχα σύγχρονα albums με τα οποία συγκρίνεται και αντιπαραβάλλεται.
Λίγο πριν το τέλος, δε, έρχεται και μια αναπάντεχη διασκευή: το house κομμάτι της disco diva Grace "Not Over Yet" - ένα από τα υγιέστερα και κολλητικότερα δείγματα χορευτικής μουσικής των nineties (αργότερα η Grace κατακρεούργησε Gavin Friday, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) μετατρέπεται σε ένα άριστο r'n'r κομμάτι, εντελώς ακομπλεξάριστα και άνετα, όπως όταν κάποτε οι Travis διασκεύαζαν Britney, ή οι Departure Lounge έδιναν τη δική τους εκδοχή στο "Survivor" των Destiny's Child, αδιαφορώντας για το θεωρητικό αντι-cool της επιλογής τους. Και με ένα τόσο γερό ντεμπούτο στο ενεργητικό τους, οι Klaxons σίγουρα δεν έχουν καμιά έννοια να αποδείξουν οποιοδήποτε cool σε κανέναν: η μουσική τους εκφέρεται τόσο παθιασμένα που μένεις με τη βεβαιότητα ότι παίζουν πρώτα από όλα για να εκτονωθούν οι ίδιοι, για αυτό και δεν έχουν κανένα άγχος για το αν θα μπουν σε ξένα χωράφια, ή αν, εν τέλει, η αξιολάτρευτη κακοφωνία του δαιμονισμένου "Four Horsemen Of 2012" μπορεί στα αλήθεια να κλείσει ένα δίσκο που ανοίγει με μια σύνθεση τόσο στρωτή, αλλά και εθιστική, όπως το "Two Receivers" - ένα εναρκτήριο λάκτισμα που μάς υποδέχεται στον κόσμο των Klaxons περίπου όπως το "Planet Telex" από το "The Bends" των Radiohead: βάζοντάς μας κατευθείαν τρικλοποδιά.