Fongola
Από τους δρόμους της Κινσάσα στο Κογκό μέχρι την δυτική δισκογραφική παραγωγή ο δρόμος για την μουσική υπήρξε μακρύς. Και με ένοχο παρελθόν... Του Αντώνη Ξαγά
Η μουσική είναι μία. Ειδικά σήμερα που η τεχνολογία έχει φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, που οι ήχοι ταξιδεύουν πέρα και πάνω από σύνορα και οι ροές τους αγκαλιάζουν ολόκληρο τον πλανήτη, με κάθε λογής συνεργασίες και ανταλλαγές να συμβάλουν στην αλληλοκατανόηση και στην προσέγγιση των λαών και των πολιτισμών.
Μια άψογη εισαγωγή για μια καλή σχολική έκθεση, έχει προοπτικές για καλό βαθμό στις Πανελλήνιες νομίζω…
Αρκεί να μην μένει κανένας μαύρος «οικονομικός μετανάστης» στο δίπλα διαμέρισμα ή στο δίπλα θρανίο του παιδιού μας, η πολυπολιτισμικότητα γαρ εκτός του πικάπ καθίσταται απειλή σοβαρή για τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» μας. Για του λόγου και του… φόβου το αληθές, υπάρχει πλέον και τέτοιο επίσημο χαρτοφυλάκιο στην πρωτεύουσα «μας» τις Βρυξέλλες.
Βρυξέλλες… «Η πρωτεύουσα του βελγικού βασιλείου με τα όλο και πιο πομπώδη της κτίρια φαντάζει στα μάτια του σαν ένα ταφικό μνημείο που ορθώνεται πάνω σε μια εκατόμβη μαύρων κορμιών, ενώ οι διαβάτες στον δρόμο του φαίνονται σαν να σέρνουν όλοι μέσα τους το σκοτεινό κονγκολέζικο μυστικό» γράφει ο W.G. Sebald στους συγκλονιστικούς «Δακτυλίους του Κρόνου» του, αποτυπώνοντας σε λέξεις την ουσία της βέλγικης ασχήμιας. Αυτής που «σφραγίζει την εικόνα της χώρας από τα χρόνια της αχαλίνωτης εκμετάλλευσης του Κονγκό». Εικόνες έρχονται συνειρμικά η μία μετά την άλλη, ο Πατρίς Λουμούμπα να πέφτει δολοφονημένος και βασανισμένος, μνήμες τόσο ζοφερές όσο η «Καρδιά του σκότους», εκείνου του βιβλίου του Πολωνού Γιόζεφ Κόνραντ που τις σελίδες του γυρίζεις με ένα σφίξιμο (εκείνου που μετέφερε στην ζούγκλα του Βιετνάμ ο Κόπολα στο «Αποκάλυψη Τώρα», την final cut έκδοση του είδαμε μάλιστα φέτος), η αποικιοκρατία ένα άκλαυτο Ολοκαύτωμα χτισμένο πάνω στο ευρωπαϊκό mainstream «επιστημονικό» ρατσιστικό πρόγραμμα, «αίφνης ο κόσμος ολόκληρος έγινε ένας πόρος», «φανταστικές γραμμές επάνω σε χάρτινα τοπία», και μια χώρα ούτε καν χώρα, αλλά ανώνυμη εταιρεία-ιδιοκτησία του βασιλιά του Βελγίου, «για τον εαυτό του και μόνο», και τους πληρεξούσιους του, όχι, «ο Φεβιέ ξεπερνάει όλους τους Κουρτς, όλους τους τυράννους κι όλους τους παράφρονες της λογοτεχνίας», «όποιος πυροβολήσει πρέπει, για να δικαιολογήσει τη χρήση των σφαιρών, να κόψει τα δεξιά χεριά των νεκρών και να τα φέρει πίσω στο στρατόπεδο». Κονγκό. Κάποτε βέλγικο, κάποτε Ζαΐρ, τώρα Λαϊκή Δημοκρατία, ασκήσεις επί χάρτου και ονοματολογίας…
«Δεν υπάρχει Κονγκό. Υπάρχει ένας ποταμός και το μεγάλο δάσος. Ογδόντα φορές το Βέλγιο. Ογδόντα φορές το τίποτα, στο τέλος κάτι κάνει».
Μικρά αποσπάσματα από το βιβλιαράκι του Ερίκ Βυϊγιάρ «Κονγκό», ένα μνημονικό της ένοχης συνείδησης και του δυτικού στίγματος του Κάιν (κι ας κλαψουρίζουν διάφοροι συστημικοί καλοζωισμένοι διανοούμενοι για το αυτομαστίγωμα της Δύσης». Δεν μπορεί να μιλήσεις για το Κονγκό, ή ακόμη και ένα μουσικό σχήμα που έρχεται από εκεί, από την πρωτεύουσα του, την Κινσάσα με τις 12 εκατομμύρια ψυχές (την παλιά Λεοπολντβίλ, την πόλη του Λεοπόλδου δηλαδή για να μην ξεχνιόμαστε), ξεπερνώντας την ιστορία του…
Η ειρωνεία (ή μήπως απόπειρα εξιλέωσης;) της ιστορίας: είναι στις ίδιες αυτές Βρυξέλλες όπου έχει την έδρα και δρα η δισκογραφική εταιρεία που συνέβαλε όσο καμία άλλη στην ευρύτατη διάδοση του κονγκολέζικου μουσικού πλούτου, ειδικά μέσα από εκείνη την ιστορική σειρά των Congotronics, επιμέλειας του επίσης Βέλγου μουσικού Vincent Kenis (Aksak Maboul ασφαλώς, αλλά και Honeymoon Killers), όπου μάθαμε και εκτιμήσαμε μια πλειάδα μουσικών από τους Kasai Allstars και τους Kisanzi Congo μέχρι φυσικά τους διάσημους πλέον (λόγω και Grammy) Konono Nº1 (οι φίλοι των The Ex είναι και δικοί μας φίλοι), που «έβγαλαν το lo fi από τα τρέντι λοφτ των χίπστερς και το πέταξαν στους χωμάτινους παράδρομους της Kινσάσα» (βλέπε παλιότερο άρθρο του Γιάννη Πλόχωρα). Άνοιξε έτσι ο δρόμος για ακόμη περισσότερες κυκλοφορίες-ανασκαφές στην πλούσια μουσική παράδοση της χώρας («εκτός από τη Νότια Αφρική, καμία άλλη αφρικανική χώρα δεν έχει να επιδείξει σχεδόν έναν αιώνα καλλιτεχνικής δημιουργίας και σύγχρονης τέχνης», σημείωνε ο επιμελητής της έκθεσης «Ομορφιά Κονγκό» που είχε διοργανωθεί στο Παρίσι το 2015), όπως π.χ. η περσινή συλλογή της γνωστής και (μη) εξαιρετέας Soul Jazz «Congo Revolution». Άνοιξε όμως και την πόρτα και για νεότερα ελπιδοφόρα σχήματα και μουσικούς (ακούστε επίσης τα ιδιοφυή ηλεκτρονικά soukous του Rey Sapienz, σε κυκλοφορία από την ουγκαντέζικη Nyege Nyege), χωρίς να χρειάζεται καν να την χτυπήσουν …τρεις φορές. Όπως π.χ. τους ΚΟΚΟΚΟ!, μιας ανοιχτής και διαρκώς μεταλλασσόμενης κολεκτίβας μουσικών από την Κινσάσα, που το όνομά τους σημαίνει ακριβώς… «τοκ τοκ τοκ».
«Πενία τέχνας κατεργάζεται» λέει η λαϊκή ρήση που ανάγεται στον Θεόκριτο του 3ου π.Χ., αλλά έχει ισχύ και σήμερα τόσους αιώνες μετά, lo fi το λένε μερικοί, μπορεί να είναι εξ επίδειξης (sic) για ακριβοπληρωμένα θεάματα, αλλά να είναι και εξ ανάγκης. Έτσι σε συνέντευξη των ΚΟΚΟΚΟ! διαβάζουμε ότι «αγαπούσαμε ανέκαθεν την ηλεκτρονική μουσική, αλλά δεν είχαμε τα μέσα να αγοράσουμε τα απαραίτητα μηχανήματα» (Σ.Σ.: αυτά που στις πλακέτες τους πιθανόν να έχουν πολύτιμα μέταλλα από τον άφθονο ορυκτό πλούτο της χώρας -των ιδιοκτητών της καλύτερα).
Αποτέλεσμα ένα d.i.y. το οποίο πηγαίνει μέχρι το πιο βασικό επίπεδο, οι ίδιοι φτιάχνουν τα περισσότερα όργανα τους, από τις κιθάρες μέχρι τα κάθε λογής αυτοσχέδια κρουστά, από υλικά που βρήκαν στα σκουπίδια (τα «οικολογικά» ανακυκλωμένα δικά μας;), γραφομηχανές, κονσέρβες, κομμάτια από μηχανήματα, γυάλινα μπουκάλια, κάθε νοητή και αδιανόητη πηγή ήχου. Και ένα αποτέλεσμα το οποίο κι αν προσπαθεί να απομακρυνθεί από τα πολλά αφρικάνικα κλισέ (έχει βάλει και ένα καθοριστικό χέρι ο Γάλλος παραγωγός Débruit, ένας τύπος που έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με αϊτινό χιπ χοπ και τούρκικη φολκ, ο οποίος τους ανακάλυψε και τους έβαλε στο στούντιο, χμμμ…, σκέψεις…), στον πυρήνα του διατηρεί την εκφραστική φρενήρη ρυθμολογία διάστικτη με λέξεις που περισσότερο εκφέρονται φωναχτά και συνθηματικά παρά τραγουδιούνται, μην ξεχνάμε ότι μπορεί να ακούμε μια στουντιακή αποτύπωση, αλλά αυτή η μουσική γεννήθηκε έξω στον πολύβουο δρόμο και κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, έτσι μόνο μπορεί να ακουστεί και να εκφραστεί (τα εξηγεί ωραία αυτά στο βιβλίο του «How music works» ο David Byrne).
Στην απέλπιδα προσπάθεια των αυτιών μας για εύρεση οικείων αναφορών, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την μουσική των ΚΟΚΟΚΟ! electro-funk (ή electro-junk αν προτιμάτε κάτι πιο εξυπνακίστικο, όχι πάντως προς Θεού… αφρο-φουτουριστικό), μπορεί να ακούσουμε τους Talking Heads και το νεοϋρκέζικο no-wave (σαν ένα είδος ετεροχρονισμένου αντιδάνειου;), να ανιχνεύσουμε υβριδισμούς των δυτικών συνθετικών γραμμών με ντόπια είδη όπως το soukous, η κονγκολέζικη ρούμπα και τζαζ, οι ίδιοι προστρέχουν σε βοήθεια μας μνημονεύοντας ονόματα όπως ο Tupac και ο Notorious B.I.G. (ναι, μαζί!). Και μπορεί κάπου να χανόμαστε στις πολλές ιδέες και σε μια αυτοσχεδιαστική αναρχία που κυριαρχεί (με όλα τα καλά και τα κακά που αυτή συνεπάγεται), ωστόσο ακούγοντας τον δίσκο, μια έκπληξη παραμονεύει σε κάθε γωνία, και δεν θα σταθούμε μόνο σε εξαιρετικά κομμάτια όπως το Αzo Toke», το καλύτερο κομμάτι του δίσκου με τον υπνωτικό του ρυθμό ή το «Identité» ή το έτοιμο για την πίστα ενός τέκνο κλαμπ «Malembe».
Δεν ξέρω (κατά βάθος δεν το πιστεύω κιόλας) αν η μουσική είναι μία, η μουσική είναι και κάτι άπιαστο πέρα από τις λέξεις και τους ήχους, δεμένη αξεδιάλυτα με τον τόπο της και τις εμπειρίες και τα βιώματα του. Από την άλλη δεν είμαι και οπαδός των αβασάνιστων οικονομικο-τεχνικών αναλογιών στην Τέχνη, όσο κι αν η αποικιοκρατική σαρκοβόρα επέκταση του καπιταλισμού στον «Τρίτο Κόσμο» για αναζήτηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών έχει σοβαρές ομοιότητες με την σημερινή ποπ, που πριν φάει τον εαυτό της, αναζητά νέο ζωτικό αίμα σε κάθε εξωτική γωνιά του πλανήτη. Ωστόσο, πριν μετατρέψουμε το κείμενο σε ανάλυση για την πολιτισμική ιδιοποίηση και μπλέξουμε σε δύσκολα (αν όχι αναπάντητα) ερωτήματα, ας μείνουμε σε ότι ακούμε… Έστω με κάποια (απαραίτητη) ενοχή…