Kolida Babo
Άνεμος ανανέωσης συνεχίζει να πνέει (και κυριολεκτικά εν προκειμένω) στην παράδοση. Του Άρη Καραμπεάζη
Ο Μπάμπης ήταν και είναι απασχολημένος με το να γράφει βιβλία, ο Ξαγάς με το να βρει τρόπο για να χωρέσει θεωρίες του Αλτουσέρ ως πρόλογο σε live review της Φυλιώς Πυργάκη, έχουμε χάσει τα ίχνη του Πανότα και κάπως έτσι ο πρώτος δίσκος υπό την ούγια MIC records όχι μόνο δεν κυκλοφορεί από εμάς, αλλά ηχογραφείται κάπου ανάμεσα στην Αριδαία και την Αθήνα, με βάση ένα παραδοσιακό όργανο των Αρμενίων, ανιχνεύοντας και αναμοχλεύοντας ηχητικά και μη έθιμα μίας από τις όσες Μακεδονίες (όλες ξακουστές, εδώ που τα λέμε).
Σίγουρα ανήκουμε στη Δύση ως site τελικά ή έχουμε υποκύψει ανεπιστρεπτί στα δομικά βιώματα που θέλαμε κάποτε να πολεμήσουμε υπό την σκέπη των βομβαρδιστικών των Radio Birdman;
Το πρώτο άλμπουμ του πνευστού ντουέτου (πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι παρόμοιο) των Σωκράτη Βότσκου και Χάρη Π. (αυτός είναι που δεν είναι από την Μακεδονία πάντως) πάσχει πριν και χωρίς να ακουστεί.
Και τούτο διότι σε κάθε επόμενο google search θα το βρείτε να (αυτο)υπονομεύεται κάτω από φράσεις όπως «η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα που πρέπει να είναι προσβάσιμη στον καθένα», που εδώ που τα λέμε δεν μπορεί να διαχωρίσει κανείς αν προωθεί ως άποψη την ελεύθερη έκφραση ή το δικαίωμα του Spotify να πληρώνει στους μικρομεσαίους δημιουργούς 23 € για κάθε 1.000.000 ακροάσεις του δίσκου τους.
Ζούμε σε μπερδεμένους καιρούς ασφαλώς και όλη αυτή η αναζωπύρωση της σχέσης μας με την παράδοση κάθε είδους, κάνει τα πράγματα ακόμη πιο μπερδεμένα. Οι καιροί όμως αλλάζουν, όπως θα δούμε και σε μερικές παραγράφους παρακάτω.
Πριν παραδοθούμε πάντως είτε στην υπερηφάνεια για την ελευθεριότητα στην μουσική έκφραση της (όποιας) φυλής, είτε εκ του αντιστρόφου στην δυσπιστία προσέγγισης ήχου και αισθητικής, επειδή ακριβώς μας θυμίζουν την (όποια) φυλή μας, ας ξεκαθαρίσουμε ότι το Kolida Babo είναι ένας πρώτης (έως ανωτάτης θα έλεγα, αν δεν ήμουν κατά τα συνήθη δύσπιστος με τη σειρά μου με τον ενθουσιασμό των πρώτων ακροάσεων, αλλά και πόσους μήνες να τον ακούμε τον δίσκο πια μέχρι να κάτσουμε να γράψουμε δυο πράγματα για να μη χαθούν και τα δικά μας ίχνη;), πρώτης επαναλαμβάνω, λόγω του εύρους της παρένθεσης, τάξης δίσκος για όσους ο συνδυασμός των λέξεων «πνευστά, αυτοσχεδιαστική μουσική και περίεργος-η-ο», σε διάφορους μεταξύ των περαιτέρω συνδυασμούς, αρκεί για να κινήσει τα νήματα, που τελευταία κάπως νωχελικά ταλαντώνονται στην κάθε επόμενη επανέκδοση του τάδε χαμένου spiritual jazz αριστουργήματος από το τρίτο υπόγειο γκαράζ μιας εκκλησίας στη Βόρεια Ντακότα.
Και μόνη η χρήση της λέξης jazz μας έχει ήδη εισάγει για τα καλά σε όλα εκείνα τα μονοπάτια, που πρώτοι και τελευταίοι κάτι κρετίνοι μοέμπιοπαχατουρίδηδες της μουσικής παρα-φιλολογίας τα έχουν πατήσει, αερολογώντας περί avant garde κλαρίνων και tribal νταουλιών, αλλά κάτι τέτοια τα έχουμε συνηθίσει πλέον.
Το άλμπουμ είναι πολύ καλό, ξαναλέω, και μάλλον θα το λέω σε κάθε επόμενη παράγραφο, διαισθανόμενος την απειλή των κλισέ να καθυποτάξουν ακόμη και τον φόβο των meta-hipster σουξέ, σε έναν κόσμο που στροβιλίζεται αδιάκοπα σε μία κούρσα από κουρασμένους παραγωγούς ηλεκτρονικής μουσικής, που άκουσαν κλαρίνο/νταούλι, είδαν φύση και βγήκαν, γιατί με τη σειρά τους είχαν πήξει και αυτοί στα δικά τους υπόγεια.
Και οι οχτώ τελικές ηχογραφήσεις του ντουέτου των Kolida Babo, αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμών που διήρκεσαν τρία χρόνια ανάμεσα σε Αθήνα και Αριδαία, όπως αναφέρει και το Δ.Τ. και ήταν παντελώς αχρείαστο να το γράψω και εδώ, είναι πάντως τόσο jazz, έτσι ‘ηλεκτρονικές’ και μετρημένα πρωτογονικές (αν θεωρήσουμε ότι η παράδοση είναι όντως κάτι το πρωτόγονο), όσο –ας πούμε– και ο τελευταίος τεράστιος δίσκος του Jon Hassell, για τον οποίο θα άξιζε ακόμη και στο κόμμα του Βαρουφάκη να γραφτούμε, αν τυχόν ο πρώτος ακολουθεί και νουθετεί και εκεί τον Brian Eno.
Η μόνη στιγμή που ένιωσα άβολα στη διάρκεια του δίσκου, ήταν –και είναι– στο ‘Waltz In G Minor’, που ανοίγει την δεύτερη πλευρά, καθώς θυμήθηκα ότι δεν μπορώ να θυμηθώ να συνέβη κάτι χειρότερο στην μουσική τα τελευταία 20 χρόνια από τους Beirut, δηλαδή την διανοουμενιζέ ηχητική υπόκρουση για να τρώει κανείς την καπνιστή μπριζόλα του. Λάθος ήδη από μόνο του το να καπνίζεις την μπριζόλα δηλαδή.
Θεωρώ ότι γίνομαι κατανοητός, διαφορετικά θα πρέπει να επαναλάβω ότι πρόκειται για έναν στιβαρά καλό δίσκο, στον βαθμό που να μην ενοχλεί ακόμη και το ότι τον μάθαμε και τον αγαπήσαμε μέσα από την «συχνότητα» του BBC 6 και από πάνω κυκλοφορεί και από αγγλικό label. Λες και ζούμε υπό καθεστώς κάποιας πολιτιστικής χούντας της επιστροφής του techno δηλαδή και αναγκαζόμαστε να μαθαίνουμε τα μουσικά νέα της γειτονιάς μας από τις διάφορες ντόϊτσε-βέλλες που έσπειρε πίσω και γύρω του ο John Peel. Συγκρατημένη η παραπάνω φράση, αν σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσα να γράψω και ντόϊτσε-βδέλλες (...).
Ακριβολογώντας πάντως, έστω και στο τέλος, θα ήταν όντως πιο ορθό να χρησιμοποιήσουμε για τον δίσκο και την προσέγγιση του σχήματος στα πράγματα εν γένει, τον όρο jazz influenced, που θεωρώ ότι τα βάζει (τα πράγματα) στη θέση τους, καθώς με την αυστηρή ματιά του ιστορικού (που δεν είμαστε) καλό είναι να παραδεχτούμε επιτέλους πως ούτε τα κλαρίνα, ούτε το αρμένικο Duduk είναι jazz από μόνα τους και σώνει και καλά, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα κακό. Μην πούμε δε για τα νταούλια.
Η jazz, η αισθητική, και οι τεχνικές της είναι όχι το προϊσχύον καθεστώς, όπως αφελώς θέλουμε να ξεγελιόμαστε, αλλά το μελλοντικά επιδιωκόμενο σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Για να μην πούμε το ποθούμενο, που σπάνια έρχεται, αλλά εδώ πάντως δείχνει να έχει έρθει.
Και κυρίως θα έπρεπε να αναφερόμαστε στην ικανότητα ή απλώς στην επιδίωξη της jazz να επιτάξει το διακαώς ποθούμενο μέτρο, συνεπώς κατά την ορθή χρήση της και τον πάντοτε σωτήριο μινιμαλισμό, είτε πρόκειται για την βίαια εφόρμηση των Minor Threat προς τις ανιαρές ροκ δομές, είτε για την υλιστική διάσταση που επιχειρούν να δώσουν σχήματα σαν τους Kolida Babo, μεταφέροντας στο ηχητικό σήμερα τα άυλα εκείνα έθιμα εκείνα και τους ταλαιπωρημένα ασπόνδυλους ήχους της (εδώ που τα λέμε) πατρίδας μας, καθώς διαμετρικά υποφέρουν από τη παρά φύσιν χρήση, που τους επιφυλάσσουν οι συνήθεις λάτρεις και τιμητές της πατρίδας μας και των ηθών της,
Συνεπώς πριν από τα διάφορα τα λόγια τα μεγάλα, ψεύτικα και μη, προέχουν οι ακροάσεις, με ή χωρίς ενθουσιασμό και αυτές με την σειρά τους, αλλά πάντοτε χωρίς την συναίσθηση ότι γίνεται κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.
Ακόμη και όταν γίνεται τελικά, όπως αναμφίβολα γίνεται στην περίπτωση των Kolida Babo, τους οποίους ασφαλώς και θα παρακολουθούμε με ανυπομονησία για την συνέχεια, όπως ακριβώς είχαμε πει και για τους Epirus Quartet πριν από πέντε χρόνια, αλλά τελικά δεν έμελλε να υπάρξει (προς το παρόν;) συνέχεια σε εκείνη την περίπτωση.
The Times They Are A Changin’, βέβαια, που λέει και η φίλη μου η Χίλντα, που παρότι δεν ξέρω εγώ από που τα ακούει και τα μαθαίνει κάτι τέτοια ρητά, αλλά κάποιες φορές έχει όντως και άρρητα δίκιο.
Και εν προκειμένω και το timing για τους Kolida Babo δείχνει να είναι έως και ύποπτα κατάλληλο ή έστω καταλληλότερο ακόμη και από αυτό προ πενταετίας, όταν και δεν είχαμε χωνέψει για τα καλά ότι μαζί με τα όλα που θα ξαναγυρίσουν τελικά σε εμάς, θα ξαναγυρνούν τόσο η μουσική του θρακιώτη παππού μας από το χωριό (R.I.P.), όσο και ο διακριτικός τίτλος της με επίκεντρο το φαγητό-εφιάλτη της θρακιώτισας γιαγιάς μας (R.I.P. 2) από τα κρέατα που είχαν περισσέψει από τις μέρες των Χριστουγέννων. Ρε κάτι πράγματα που ζούμε...