Ways of seeing
Βερολινέζικο τέκνο από έναν Σκωτσέζο με (ψευδο) αρχαιοελληνικό όνομα. Αρκεί μια τέτοια περιγραφή; Εξαρτάται από τον τρόπο που την βλέπεις… Του Αντώνη Ξαγά
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Βερολίνο. Μοιάζει κίνηση-φορσέ αν είσαι… πρωθυπουργός νοτιοευρωπαϊκής σογιοκρατικής αποικίας, αλλά και στους καλλιτέχνες που ανακατεύονται με τα ηλεκτρονικά η ευρωπαϊκή αυτή metropolis μοιάζει να ασκεί μια ιδιότυπα ακαταμάχητη έλξη τύπου γης της Επαγγελίας.
Αυτή την διαδρομή ακολούθησε και ο νεαρός Tom Scholefield από την σκοτεινή βόρεια Γλασκώβη, στο σκοτεινό (λιγότερο), βόρειο (λιγότερο) Βερολίνο, έχοντας ήδη δύο κυκλοφορίες σκοτεινού (τι άλλο;) ambient αλλά και rave παρεκκλίσεων στις αποσκευές του. Και μάλιστα με ψευδώνυμο καλλιτεχνικό κατά έναν τρόπο… δικό μας.
Κι αν αυτό δεν έχει κάποια άμεση σχέση (τουλάχιστον στα… μάτια ενός εξωτερικού ακροατή) με τον δίσκο, αξίζει να αναφερθούμε έτσι παρενθετικά στην προέλευση της έκφρασης Konx-Om-Pax, γιατί η ιστορία είναι γουστόζικη καθώς εμπλέκει ερμητικά τάγματα, μασονικές στοές, απόκρυφα εγχειρίδια, αιγυπτιακά και ελληνικά μυστήρια, την αυτού Σατανικότητα Aleister Crowley και αρχαιόπληκτους υμνητές της χούντας (ότι πρέπει για αναγνώστες του Έκο ή… του Νταν Μπράουν). "Κονξ Ομ Πα(ν)ξ» λοιπόν είναι η επίμαχη έκφραση στα ελληνικά, για πολλούς ήταν λέει η φράση με την οποία έδιωχναν τους ξένους στα Ελευσίνια Μυστήρια, κι ας μην υπάρχει καμία αναφορά της στην αρχαιοελληνική γραμματεία (μα τι μυστήριο θα ήταν αν υπήρχε;), εκτός από μια αναφορά σε ένα μεσαιωνικό λεξικό όπου υπήρχε λήμμα "κογξ ομ. παξ" όπου το "ομ." σήμαινε "ομοίως", κογξ και παξ ήταν δύο λέξεις που αναφέρονταν στους ήχους που κάνει το πετραδάκι στην κλεψύδρα που πέφτει (την λέει ωραία την ιστορία ο Νίκος Σαραντάκος που ξετρύπωσε το στοιχείο). Μια παραδρομή λοιπόν, μια λάθος ανάγνωση, που πάνω της χτίστηκαν πύργοι αποκρυφιστικών δοξασιών και ανοησιών που φτάνουν και μέχρι την τεχνοκρατική (υποτίθεται) εποχή μας.
Πίσω στο Βερολίνο όμως, που τούτο τον καιρό έχει μπει σε παρελθοντολαγνικό τριπ, δεν είναι μόνο τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους που ετοιμάζονται να τα εορτάσουν με κλασική υποθέτω γερμανική κιτσερέλα, αλλά και τα 30 χρόνια Love Parade, 30 χρόνια τέκνο διαβάζω σε τίτλους γερμανικών περιοδικών, και όσο αμφισβητούμενες κι αν είναι τέτοιες χρονολογήσεις έχουν ένα δικαίωμα παραπάνω να το λένε αυτό για την μουσική-αντιδάνειο που ξεκίνησε από το Ντίσελντορφ και επέστρεψε μέσω Ντιτρόιτ στην νέα πρωτεύουσα, αυτές τις μέρες υπάρχει μάλιστα και έκθεση σε μουσείο για το τέκνο. Πως το είχε πει αφοριστικά ο αγαπημένος μου Gabi Delgado των DAF; «Τα παλιά πράγματα ανήκουν είτε στο μουσείο είτε στην χωματερή και δεν υπάρχει καμία εναλλακτική».
Ευτυχώς (ή δυστυχώς;) η ζωή και η πραγματικότητα δεν ακολουθούν την ανθρωπογενή απολυτότητα του βλέμματος, το τέκνο εξακολουθεί να είναι ένα ζωντανό είδος, όχι βέβαια επειδή οι… τουρίστες κάνουν ουρές για να μπουν στον ναό του Berghain, αλλά γιατί εξακολουθούν να βγαίνουν τέτοιοι δίσκοι που παλεύουν δημιουργικά ανάμεσα στην συνομιλία με το παρελθόν και την επιθυμία της πρωτοτυπίας.
Δεν ξέρω βέβαια πόσο βερολινέζικος είναι αυτός ο δίσκος του Konx-Om-Pax, δεν είναι κι εύκολη (ούτε ίσως και δόκιμη πολλές φορές) η ανίχνευση τέτοιων εντοπιοτήτων, το ίδιο γαρ το βερολινέζικο τέκνο (που σαν τις …πιπεριές Φλωρίνης δεν είναι απαραίτητο να κατάγεται από το Βερολίνο) πέρα ίσως από κάποιες μίνιμαλ φόρμες και μια κάπως μουντή διάθεση, δεν είναι ακριβώς Π.Ο.Π. προϊόν, ένας στενά οριζόμενος ήχος, αλλά περισσότερο μια αίσθηση κοινότητας και δημιουργικής ανταλλαγής και αλληλεπίδρασης.
Και ένα τέτοιο προϊόν είναι και αυτός ο δίσκος, έχει και τις εκλεκτικές του συνεργασίες (με Silvia Kastel και Nightwave), είναι ηχητικά πολυσυλλεκτικός, αισιόδοξος, φωτεινός και διεθνιστικός, το κομμάτι που τον ανοίγει είναι ένας φόρος τιμή στο L.A., ενώ δεν λείπει και το Παρίσι στις 5 το πρωί (“Paris 5am”, ίσως η πιο γοητευτική ώρα της πόλης, αν θυμηθούμε και το παλιό χιτ του Jacques Dutronc). «Ο δίσκος είναι μια πανάκεια απέναντι στο σκοτάδι και τον αποπροσανατολισμό που υπάρχει παντού το 2019» λέει ο ίδιος, «Optimism over Despair» το διατυπώνει κιόλας σε ένα ευφορικό μπητ, προφανώς είναι από αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, γιατί τελικά… όλα στο βλέμμα είναι. Στον τρόπο που κοιτάμε (βέβαια από το είδα μέχρι το οίδα είναι κάμποσος δρόμος).
Έτσι τιτλοδοτεί άλλωστε και τον ίδιο τον δίσκο, «Ways of seeing», είναι γουστόζικο επίσης ότι είναι ο δεύτερος δίσκος από τον ηλεκτρονικό χώρο με αυτό τον τίτλο, ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι από τότε που γράφαμε για τον ομώνυμο δίσκο του Advisory Circle, είναι κι ένας πειρασμός να χρησιμοποιήσω τον ίδιο πρόλογο, "χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια μόνο τρόπο να κοιτάνε», μόνο που εδώ το κόνσεπτ δεν είναι τόσο νοσταλγικό ούτε τόσο στοιχειωτικό όπως στις κυκλοφορίες της Ghost Box, κι ας έχει πάρει τον τίτλο (κατά δήλωση του πάλι) από παλιό ντοκυμαντέρ του BBC που ασχολούνταν με τους διαφορετικούς και διόλου στατικούς τρόπους πρόσληψης ενός έργου τέχνης. Ο ίδιος πάντως δίνει ιδιαίτερη σημασία και στο μάτι, στην μουσική που… βλέπεται, (συμβαίνει και στην απτή πραγματικότητα και λέγετε συναισθησία), γραφίστας ήταν η κύρια του ενασχόληση, και μάλιστα για ονόματα σαν τον βασιλιά Μίδα ή label σαν την Hyperdub.
Και πράγματι, μπορούμε να μιλήσουμε για την μουσική του με όρους οπτικής τέχνης και γεωμετρίας. Μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια και να αφεθούμε σε ιμπρεσιονιστικά αφηρημένες εικόνες από τις οποίες αναδύονται δομές και μοτίβα, να απολαύσουμε την τεχνική του οπτικού sfumato, το αργό δηλαδή πέρασμα από έναν τόνο σε έναν άλλο, πιο φωτεινό ή πιο σκιερό, να φανταστούμε μελωδικές γραμμές άλλοτε απαλές σαν καμπύλες, άλλοτε ατέρμονες σαν ευθείες που οδεύουν προς το άπειρο να συναντηθούν. Και μετά να τα ξανα-ανοίξουμε…
Ways of hearing…