Ένα απ'τα επτασφράγιστα μυστικά των μουσικών παραγωγών της jazz-underground χορευτικής σκηνής πέρσι, παραδίδεται επιτέλους στην κυκλοφορία. Το "Waltz for Koop" χιλιοπαίχτηκε, μπήκε στα playlist και αγαπήθηκε μέχρι θανάτου από τους Kruder & Dorfmeister, Jazzanova, Rainer Truby, KCRW (ραδιοφωνικός σταθμός του Λος Αντζελες που διαμορφώνει σκηνή), από onthecorner.fm (ανεβασμένο διαδυκτιακό ραδιόφωνο) και βάλε.
Ο Gilles Peterson (άντε πάλι αυτός) είχε το ομώνυμο "Waltz for Koop" στη συλλογή του "Worldwide" που κυκλοφόρησε Οκτώβριο του 2000, δηλώνοντας τότε ότι ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς είναι εδώ.
Βέβαια ο δίσκος κυκλοφόρησε Ιανουάριο του 2002. Έγκαιρη η κυκλοφορία και στην Ελλάδα. Αυτό λόγω της πολύ καλής δουλειάς της δισκογραφικής Groovy Garden που αντιπροσωπεύει την περίφημη και cult γερμανική "JCR" "Compost". Το ευχάριστο και παράξενο είναι ότι η Groovy έχει βάση τη Θεσσαλονίκη.
Από τον πρώτο τους δίσκο "Sons of KOOP" (1995), οι σουηδοί Magnus Zingmark και Oscar Simonsson έδειξαν τις μουσικές του διαθέσεις. Trip Hop - Drum n' Bass και jazz με μια νότα βόρειας μελαγχολίας. Δεν γνώρισαν την αναγνώριση τότε αν και θύμιζαν τις καλύτερες στιγμές των Massive Attack και του Tricky. Τώρα ήρθε η ώρα για την αναγνώριση.
Έχουμε μπροστά μας το ιδεατό chillout άλμπουμ (την είπα την καταραμένη λέξη). Έγχορδα που δεν σε χαλάνε, ολίγη από πιάνο, σαξόφωνο, κρουστά και καταπληκτικές φωνές. Χλιδάτη ενορχήστρωση και hard bop ρυθμοί. Αλλά τι φωνές! Οι καινούριες Cecilia Stalin και Yukimi Nagamo τραγουδάνε ανάλαφρα βασισμένες στην καλύτερη τζαζ μουσική παράδοση, από δύο κομμάτια. Kαι (προσφέροντας δικούς τους στίχους) έχουμε τον Earl Zinger "Modal Mile" και τον Terry Callier στο "In a heartbeat".
Η πρόταση των Koop για τον μουσικό 21ο αιώνα βασίζεται στην παράδοση, προσθέτει νέους ήχους, αποτίει φόρο τιμής σε crooner (Terry Callier) και χρησιμοποιεί μουσικά όργανα. Η hardbop και οι ακατατέργαστοι latin ρυθμοί καθορίζουν τον δίσκο, παρά η fusion των 70s που έχασε το πραγματικό νόημα της τζαζ στο δρόμο.
Οι Koop πέρασαν από το hip-hop των Public Enemy, το Detroit-techno του Derrick May, την acid jazz αλλά και την jazz των αρχών του εικοστού αιώνα και η διαδρομή αυτή τους έκανε να επανεξετάσουν τη σχέση τους με τη τζαζ σαν ρυθμό και φόρμα περισσότερο, παρά σαν αυτοσχεδιασμό. Έτσι γλύτωσαν από την έλλειψη ποικιλίας στα ηχοχρώματά τους αλλά και από τον καθαρό ήχο των πιουριστών.
Οι ατμόσφαιρες του δίσκου εναλλάσσονται συνεχώς κάνοντας κάθε στιγμή να μοιάζει σαν ανέμελο καλοκαίρι.
Παρόλο ότι το άλμπουμ κυοφορείται επί δυόμισι χρόνια, η διάρκειά του είναι μόλις 35 λεπτά. Μικρό σε διάρκεια αλλά πλούσιο σε περιεχόμενο όπως όλα τα κλασσικά άλμπουμ του παρελθόντος.
Υποψήφιο για τα καλύτερα του 2002. Σχεδόν τέλειο.