Το τέταρτο (στην επίσημη δισκογραφία) άλμπουμ των ΚΥ πολώνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όσοι τυχόν τους παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο (στον επίσημο δισκογραφικό χρόνο τους αναφέρομαι), δεν θα δυσκολευτούν να αναγνωρίσουν, σε όλη την ηχητική και αισθητική του έκταση, την καλύτερη μέχρι σήμερα δουλειά τους, που παρότι δεν στέκει (ακόμη) υπό το βάρος του συναισθηματικού παροξυσμού και της συναυλιακής αποτίμησης που επιφυλάχτηκε στην μέχρι σήμερα θεωρητικά αξεπέραστη Φτηνή Ποπ Για Την Ελίτ, εν τούτοις - και καθ' υπερβολή μιλώντας πάντα, στοιχείο που ταιριάζει στην τέχνη, και δη στη μουσική, προκειμένου να μην ξεπέφτει στο επίπεδο της καθημερινής χρήσης- στα δεκατρία αυτά τραγούδια, ολοκληρώνεται σχεδόν το όραμα μπάντας και οπαδών. Συνεπώς, η συνέχεια προμηνύεται δύσκολη για αμφότερους.
Το που έγκειται η πόλωση, δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε τόσο εκτενώς, όσο το που έγκειται η πώρωση. Όσοι τυχόν θεωρούσαν πάντοτε τους ΚΥ ένα κακόγουστο αισθητικά, αλλά και μουσικά, αστείο δυτικόμορφης ελληνικής μουσικής, με ροκ επίγευση και καλή - αλλά μη επαρκή - γνώση εναλλακτικών τακτικών, δεν πρόκειται να αλλάξουν γνώμη αναγκαζόμενοι να ψιθυρίσουν στίχους του τύπου "το προσύμφωνο υπεγράφη και οι πλαστές εγγυητικές ήταν εδώ". Για τους "απέναντι" θα μιλήσουμε.
Όσο και αν το Free Nelson Mandela ακούγεται σήμερα περισσότερο ανεπίκαιρο από ότι το James Brown Is Dead, o στίχος "Ο Γιαρουζέλσκι κάνει πίπες στην Ομόνοια" αποτελεί έξοχο παράδειγμα επικαιροποίησης, μιας μουσικής με απείρως πιο σημαίνοντα νοήματα από ότι προδίδουν τα εξωτερικά της γνωρίσματα. Κάπως έτσι -εύστοχα θεωρώ και όχι περιττά ή εξαναγκασμένα- εισχωρούν στον τραγουδιστικό κόσμο των ΚΥ - που πάντως παραμένει αφόρητα προσωπικός και βιωματικός- προσωπικότητες και καταστάσεις που κατά το δοκούν μπορούν να θεωρηθούν σπουδαίοι ή και ευτελείς σε σχέση με τους παραπάνω, από τον Παναγιώτη Πικραμμένο μέχρι τον Καποδίστρια και τον Φεραίο, ενώ τα συνήθη περάσματα του κάνει και ο Ιησούς, με τον οποίο νιώθουμε πλέον εξοικειωμένοι. Και παρότι το θεωρώ απίθανο ο Π.Ε. Δημητριάδης να κάνει κάποτε καριέρα ως εναλλακτικά αναρχίζων εθνικός κωμικός, η προσέγγιση των ΚΥ στην υπόθεση ροκ και ελληνικό, ελληνικό και ροκ έχει πλέον -αν και από ολότελα διαφορετική οπτική- αρκετές αντιστοιχίες με ό,τι άγγιξαν κάποτε οι Μουσικές Ταξιαρχίες ή ίσως και ο ίδιος ο Πανούσης στο οριακό για την συνθετική του διάνοια άλμπουμ Χημεία και Τέρατα (για να το παρατήσουν σχεδόν ακαριαία).
Το εναρκτήριο Όταν Έρχονται Οι Τέκτονες καινοτομεί ως απόπειρα προσέγγισης ενός σαρδόνια ιστορικού ελληνικού ροκ μορφώματος, ικανά αντιηρωϊκού και στα θεμιτά όρια από την γοητεία προς την γοητευτική συνομωσιολογία και την χλεύη αυτής. Το Τα Βράδια Της Κρίσης δεν φαντάζομαι να δυσκολευτεί να βρει την αποδοχή που του αξίζει, ενδεχόμενα και σε αυτούς που δεν το αξίζουν. Οι ίδιοι όμως οι ΚΥ οριοθετούν τέτοιου είδους εκδοχές του εαυτού τους σε αυστηρά ένα τραγούδι ανά δίσκο και δεν θα διαφωνήσω σε αυτό, καθώς όντως υπάρχουν δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στο γελοίο και το μυστήριο, οπότε καλύτερα να μην τα προσεγγίζει κανείς τόσο συχνά.
Ακολουθεί μια τριάδα αριστουργηματικών -χωρίς πολλά-πολλά- τραγουδιών, με έντονα εσωτερική, όσο και πικρή γραφή, από τα οποία με ευγενικό τρόπο ξεχωρίζει το Χωριστός Βίος, ερμηνευόμενο από τον Αλέξανδρο Μακρή, με μετρονομική ψυχρότητα, και καθοδηγούμενο από το πιάνο του ιδίου, με τρόπο που το κάνει να ακούγεται σαν την ακουστική απόδοση μίας ηλεκτρονικής στο πρωτότυπο της μπαλάντας, μία προσέγγιση στην Πλάτωνος χωρίς συνθετητές, drum machine και παράδοξους στίχους. Ομοίως -αν και εκτός της παραπάνω τριάδας- και το 'Χάδια', τραγούδι δουλεμένο από παντού με έντονο το στίγμα της ενορχηστρωτικής άποψης των ΚΥ, που δεν αφήνει το pop αισθητήριο να σαρώσει τα πάντα, αλλά σχεδόν εκδικητικά το αφήνει παρατημένο να ασφυκτιά ορισμένες φορές.
Στη μέση ακριβώς του δίσκου το εθιμοτυπικά μελιστάλαχτο ντουέτο Μια ανοιχτή πληγή θα μπορούσε το ίδιο άνετα να ήταν μία ευτυχής στιγμή για τους Αδάμ και Μαρία ή μία άβολη στιγμή για τους Al Bano και Romina Power. Ενταγμένο όμως στη λογική ενός LP με την κυρίαρχη του όρου έννοια, που ακούγεται όντως από την αρχή μέχρι το τέλος και πολλές φορές ξανά από την αρχή και πάλι μέχρι το τέλος, αποτελεί πρώτης τάξεως υποχώρηση εξάρσεων, πριν από τον δεύτερο κύκλο τραγουδιών του δίσκου, που παρουσιάζονται ακόμη περισσότερο δύστροπα και ακόμη περισσότερο ενταγμένα στην εσωτερική λογική του συγκροτήματος.
Συνεπώς θεωρώ ότι η Παλαιότητα, παρότι δεν φτιάχτηκε με υλικά κράχτη, είναι από τα απολύτως σπουδαία τραγούδια όχι μόνο εδώ μέσα, αλλά και για την περίπτωση ΚΥ εν γένει, και δέκα χρόνια μετά μπορούμε ως ακροατές να πούμε ότι η αποτυπωμένη παραίτηση του Μη Με Ρωτάς βρίσκει επιτέλους την αντίστροφη λύση αυτής σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών στον ίδιο τόπο, αλλά αυτή τη φορά στο πλακάκια του μπάνιου και όχι τυχόν σε κάποια ηλεκτρική συσκευή, αν θέλουμε να λαϊκίσουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ένα εγχειρίδιο χωρισμού από τα λίγα που δεν μετατρέπουν το συμβάν σε αφορμή pop (ή έστω λαϊκοκαψούρικης) ευφράδειας, αλλά το περιχαρακώνουν στις αρχικές του διαστάσεις και δεν το αποκολλούν από εκεί για αόριστους λόγους λύτρωσης.
Κάπου εκεί, στον βαθύτατα εσωτερικό κόσμο των ΚΥ υπάρχει η Συμφιλίωση τραγούδι που δεν απέχει από τη λογική του μαγικού δευτερολέπτου κατά το οποίο αλλάζουν τα πάντα, που είχε περιγράψει κάποτε ο Τάσος Πατώκος και που είναι στρωμένο με όλους τους απαραίτητους τόνους θορύβου και παραμόρφωσης, ώστε να μη γίνει εύκολα σουξέ. Παρότι θα γίνει και αυτό, ενδεχόμενα λόγω και των παραπάνω στοιχείων. Το Ο Σατανάς Της Γειτονιάς θα μπορούσε να το καταφέρει από τον τίτλο και μόνο και ήδη με την πρώτη ακρόαση πείθεσαι ότι δεν υπάρχει τίποτε κακό σε αυτό. Η πιο έντεχνη στιγμή του άλμπουμ, και χωρίς ίχνος ειρωνείας να καλύπτει ψευδεπίγραφα αυτό το γεγονός.
Το Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό με μία φράση το χαρακτήρισε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ο Θεοδόσης Μίχος λέγοντας ότι πρόκειται "για τον καλύτερο χειρότερο δίσκο που ηχογραφήθηκε ποτέ". Τις αντιδράσεις των πιστών απέναντι του, τις περιέγραψε απολύτως περιεκτικά ο Φοίβος Δεληβοριάς, λέγοντας ότι "(το ακούω) Ασταμάτητα! Και όταν δεν το ακούω το σκέφτομαι". Σε εμένα έμεινε ο άχαρος ρόλος της επεξήγησης λεπτομερειών και αιτιολογιών επί των παραπάνω. Με την σημείωση ότι πρόκειται για έναν ξεκάθαρα ροκ δίσκο, στον οποίο η συνύπαρξη θορύβων και μελωδιών, πιάνου-τρομπέτας, ψιθύρων και κραυγών, καταλήγουν σε κάτι πολύ σπουδαιότερο από τη σύζευξη Καρβέλα- Χατζηνάσιου με Constellation και Belle And Sebastian, από όσο θα σας φανεί στις πρώτες ακροάσεις και ενστικτώδεις αντιδράσεις σας απέναντι του. Η βαθμολογία δεν έχει καμία σημασία (λέμε τώρα...), αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να τονιστεί ότι έχουμε όντως να κάνουμε με μια μορφή instant classic, έστω και ο χώρος που καλύπτεται αισθητικά όντως για άλλους προσεγγίζει το άπειρο, ενώ για άλλους παραμένει στα σκατά. Μπορώ να το δεχτώ αυτό. Και για τους ΚΥ και για οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα προκαλεί τέτοιου είδους αντιδράσεις.