Cultural Bleeding
Η ακρόαση του δίσκου προκαλεί έντονο... ρομαντισμό. Του Αντώνη Ξαγά
Υπήρχε μια παλιά διαφήμιση (κατά τα ειωθότα, το κόνσεπτ έχει κατατροπώσει το αντικείμενο της, το οποίο έχει εν τω μεταξύ ξεχαστεί), στην οποία ένας ...σουβλατζής έλεγε στον υπάλληλό του ότι "δεν του αρέσουν τα "ρεύματα". Προφανώς δεν το εννοούσε από αυτή την οπτική, αλλά είναι ένα ζήτημα γενικότερα τα ...ρεύματα στην τέχνη. Διότι ούτε εύκολα ούτε και μονοσήμαντα είναι στον ορισμό τους, τα όρια τους είναι ασαφή και διάτρητα, γι' αυτό άλλωστε μελετώνται και προσδιορίζονται μέσω της έκφρασης, των απολήξεων και των επιδράσεων τους. Οι οποίες συνήθως μπορεί να ξεστρατίζουν και σε περίεργα έως και αναπάντεχα παραποτάμια. Είναι πολύ ενδιαφέρον πάντως να παρατηρείς ένα τέτοιο ρεύμα από τη στιγμή πηγάζει και στη συνέχεια πως "ρέει" διαμέσου τόπων και χρόνων κατεβάζοντας ...φερτές ύλες, πως το πνεύμα του περνάει σε κάθε εποχή, πως εμπλουτίζεται, πως ενίοτε επινοείται εξ αρχής, πως ακόμη και ξεστρατίζει σε αναπάντεχα παραποτάμια, διατηρώντας όμως συγχρόνως κάποια από τα αρχικά του χαρακτηριστικά.
Τον όρο "νεορομαντισμός" πολλοί τον πρωτο-απαντήσαμε εκεί στις αρχές των 80s, στο Λονδίνο, εκφρασμένο από τα γυαλιστερά και "ανδρόγυνα" blitz σύνθια των Visage του "Fade to grey" και των Ultravox, στην πραγματικότητα βέβαια υπήρχε από τια τέλη του προ-προηγούμενου αιώνα σε διάφορες εκδοχές (νεορομαντικός ήταν ήδη ο Βάγνερ), στα μέρη μας χρησιμοποιήθηκε για εκείνη την περίφημη γενιά ποιητών του '20, με την εμμονή για τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου, τον θάνατο και τις μάταιες αγάπες (ξέρετε τώρα, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Πολυδούρη κ.α.).
Γενικά ο ρομαντισμός είναι ένα αμφιλεγόμενο/παρεξηγημένο (όχι αδίκως, μπορώ να σημειώσω) ρε(ύ)μα, το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν άφησε σχεδόν κανένα τομέα της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δραστηριότητας ανέπαφο, επιφέροντας τεκτονικές αλλαγές, με την έμφαση που έδωσε στην απόλυτα ελεύθερη (έως και παθιασμένα ανεξέλεγκτη) προσωπική έκφραση, στο προβάδισμα του συναισθήματος επί της λογικής, στην απόδραση από την πραγματικότητα, στην νοσταλγία για ένα χαμένο παρελθόν (ή και μέλλον!), κάμποσοι θεωρητικοί τον έθεσαν στο απέναντι ταμπούρι από τον Διαφωτισμό, στην πραγματικότητα ήταν (και είναι) απλώς το flip side του, το ένα συμπληρώνει το άλλο, τις ακρότητες του και τις υπερβολές του, ενώ πολλές φορές αναμείχθηκαν φτάνοντας ακόμη και στην τερατογένεση (ο φασισμός δεν είναι παρά μία θανατηφόρος μείξη ορθολογικού τεχνοκρατισμού και ρομαντικής παράκρουσης).
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπόλιασαν και την μουσική, το διάχυτο αίσθημα μελαγχολίας και απώλειας, οι ονειρικές ενορχηστρώσεις, η εσωτερική απογύμνωση και έκθεση, η νοσταλγία για ότι υπήρξε ή δεν υπήρξε ποτέ. Από τον πρώτο πάντως ρομαντικό στη μουσική, τον οποίο τίτλο τον απονέμουν τα κιτάπια σε όχι κάποιον λιγότερο σπουδαίο από έναν Μπετόβεν, το ποτάμι έχει κυλήσει πολύ μέσα στο χρόνο, η κάθε εποχή διαμόρφωσε το δικό της αισθητικό ύφος (πως περίπου περνάνε τα γονίδια από γενιά σε γενιά, με ανασυνδυασμούς, μεταλλάξεις, διαγραφές, μέχρι που το τρισέγγονο να βγαίνει εντελώς διαφορετικό από τον προπάππου;), με αποτέλεσμα ο ρομαντισμός να περιλαμβάνει ένα αδιανόητο πλάτος και εύρος μουσικών, που μπορεί να πιάνει από τον Λούντβιχ και να φτάνει μέχρι την ...Kriistal Ann.
Την οποία Kriistal Ann (Άννα Μιχαηλίδου είναι το ...κοσμικό όνομα), ίσως δεν την γνωρίζουμε όσο θα έπρεπε, το όνομα της "πετάει" κάτω από τα εγχώρια ραντάρ, ενώ έχει να επιδείξει έναν αξιοσημείωτο όγκο έργου, δεν είναι μόνο ο εν λόγω τρίτος της δίσκος, σε αυτόν προσθέστε συμμετοχή σε σχήματα όπως οι Paradox Obscur (τους οποίους μόλις πρόσφατα συναντήσαμε με εξαιρετική συμβολή σε μια συλλογή για τα δραματικά γεγονότα του Παρισιού), παλιότερα οι Resistance Of Independent Music, σε αυτά προσθέστε και μια πλειάδα συνεργασιών (Aidan Casserly, Equinoxious, Stockhaussen κ.α.) Να είναι τούτη η εξωστρέφεια η οποία την κρατά σε απόσταση από τις ενδογαμικές και ομφαλοσκοπικές αθηναϊκές καλλιτεχνικές παρέες; Το γεγονός ότι δρα και κινείται στις πιο σκιερές και υποφωτισμένες γωνίες του σύγχρονου ευρωπαϊκού (νεο)ρομαντισμού; (ίσως το επίθετο "ευρωπαϊκός" να συνιστά πλεονασμό, ο ρομαντισμός έτσι κι αλλιώς γέννημα και θρέμμα της γηραιάς ηπείρου υπήρξε).
Ενός νεορομαντισμού πάντως ο οποίος ενσωματώνει όλα τα γνωρίσματα του "μητρικού" ρεύματος, με τη νοσταλγία να εκδηλώνεται για τα αναλογικά σύνθια του κρύου μινιμαλισμού, τότε που το σκοτάδι κάλυψε την κάπως επιδεικτική λάμψη του blitz, του είδους που εκ των υστέρων βαφτίστηκε (και με ...εμπορικές προθέσεις) minimal (dark)wave, ένα είδος που γνώρισε μια δεύτερη άνοιξη στα 00ς με τις ανασκαφές να φέρνουν στο φως κάθε τι μίνιμαλ χαμένο (ακόμη κι ότι έπρεπε να μείνει χαμένο) και κάθε παλιό ηλεκτρονικό μαραφέτι (πάντως το πέρασμα του ρομαντισμού στα σύγχρονα σύνθια ίσως να μην τίποτις άλλο παρά μια φυσική συνέχεια μιας παλιάς ιστορίας, αν θυμηθούμε τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η αντικατάσταση του κλειδοκύμβαλου από το πιάνο με την διεύρυνση της ηχοχρωματικής παλέτας).
Σε ένα τέτοιο πνεύμα κινείται και ο δίσκος της Kriistal Ann, ξεκινώντας ήδη από τον τίτλο, "Cultural bleeding" (Controlled bleeding; θα ήταν μια άμεση συνειρμική ερώτηση), πολιτισμική/πολιτιστική αιμορραγία, ένας κρυπτικός τίτλος με πολλές ερμηνείες ανοιχτές για τον ακροατή, ειδικά σε καιρούς όπου ο πολιτισμός έχει γίνει όπλο για ταυτοτικές συγκρούσεις και πολεμοχαρείς διακηρύξεις.
Το κάπως αμείλικτο γεγονός ότι το είδος αυτό της συνθετικής ποπ έχει πλέον σχετικά τυποποιηθεί και παγιωθεί στους εκφραστικούς του δρόμους (θα μου πείτε ποιο είδος δεν έχει φτάσει ή δεν προσεγγίζει έστω αυτό το σημείο;), μπορεί από την άλλη να συνιστά και μία πρόκληση, οι περιορισμοί γαρ μπορεί να δράσουν και ευεργετικά ορισμένες φορές. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο φορμαλιστικό πλαίσιο, η Μιχαηλίδου καταφέρνει να βάλει τις προσωπικές τις πινελιές, φτιάχνοντας μερικές ωραίες και δυνατές μελωδίες, σε κομμάτια όπως το "Fading lights" ή το "Essential mist", βάζοντας τη σφραγίδα της με την αυστηρή μέσα στην εκφραστικότητα της φωνή, με μία συνθετική (χαμηλών τόνων πάντως) επικότητα (δίχως να αποφεύγει και κάποια ολισθήματα προς το πομπώδες) και ένα μελαγχολικό κλίμα το οποίο επιτείνεται από την ιδιαίτερα προσωπική ποιητική. Την οποία επιστρατεύεται να συμπληρώσει και η Αντιγόνη του Σοφοκλή, μέσα από τον ύμνο στην αποκορύφωση του ρομαντικού πνεύματος, στην αστείρευτη και ακαταμάχητη πηγή ευτυχίας αλλά και δεινών και μελαγχολίας, στον έρωτα δηλαδή, έρως ανίκατε μάχαν (θυμάστε βρε τίποτις, ή νύχτα την περάσαμε την Αντιγόνη στο σχολείο;). Ασφαλώς δεν απουσιάζει και το συνεργατικό πνεύμα, μαζί με το ιταλικό δίδυμο Schonwald φτιάχνουν το καταχθόνια ρυθμικό "Fall of misery".
Απομένει μόνο μια γενικότερη παρατήρηση, ότι όλες αυτές οι συνεργασίες φαίνεται να γίνονται αποκλειστικά στη βάση μιας αισθητικής συγγένειας, βασισμένης αλλά και κάπως περιχαρακωμένης σε κοινούς κώδικες, τούτο αποτελεί ένα σαφώς καλό (ίσως και προαπαιτούμενο) θεμέλιο, όμως λείπει η όσμωση με τη διαφορετικότητα, η τριβή με έναν άλλο ήχο, εκείνη που θα δώσει έναν πραγματικά σπουδαίο δίσκο, και όχι έναν απλώς όμορφο. Θα μου πείτε και αυτό λίγο δεν είναι, και ένα δίκιο θα σας το δώσω...