Wyatt at the Coyote Palace
Δεν είναι εύκολο να φτιάχνεις μουσική χωρίς μεσάζοντες, δισκογραφικές εταιρείες και μανατζαραίους διαπιστώνει ο Τάσος Πατώκος.
O φίλος μου ο Βασίλης ο Παυλίδης ακούει περίπου 243 δίσκους το μήνα και κάθε δίμηνο στέλνει στο MiC το «δελτίο μουσικής επιθεώρησης». Στο πρόσφατο δελτίο ο Βασίλης άκουσε μέχρι και το χριστουγεννιάτικο album της Amy Grant, αλλά ούτε νύξη για το καινούριο της Kristin Hersh. Κάτι για το οποίο βέβαια φταίει η Hersh, κι όχι ο Βασίλης. Και πιο συγκεκριμένα: εδώ και κάμποσα χρόνια η Hersh έχει πλέον ξεγράψει δισκογραφικές εταιρείες, managers και λοιπά, και χρηματοδοτείται κατευθείαν από τους ακροατές της. Ηχογραφεί και περιοδεύει με την ίδια συχνότητα όπως παλιά, με τη διαφορά ότι ενώ άλλοτε είχε από πίσω της μια 4AD να κάνει έστω και μια υποτυπώδη προώθηση, σήμερα χρειάζεται να προσπαθήσεις για να αγοράσεις τους δίσκους της: οι τρεις τελευταίοι έχουν κυκλοφορήσει ως βιβλίο μαζί με CD, κάτι που σημαίνει ότι τον αγνοούν τόσο τα περισσότερα βιβλιοπωλεία όσο και σχεδόν όλα τα δισκάδικα που έχουν απομείνει. Η Hersh μοιάζει να μη δίνει δεκάρα για αυτό, όσο έχει την υποστήριξη των ακροατών της και μπορεί να κυκλοφορεί ακριβώς τους δίσκους που θέλει.
Για κάμποσα χρόνια αυτό δεν ήταν αυτονόητο. Στα πρώτα βήματα των Throwing Muses, η εταιρεία πάσχιζε να τους πλασάρει ως την απάντηση στις Bangles και πίεζε για ένα hit. Πολύ σύντομα έγινε σαφές ότι η Hersh δεν ενδιαφερόταν στο παραμικρό να γίνει μια νέα Susanna Hoffs (ευτυχώς), το πρόβλημα όμως (από εμπορικής πλευράς) ήταν ότι η Ηersh δεν είχε καμιά παρόμοια φιλοδοξία και δεν ήθελε να ανταγωνιστεί κανέναν/καμία και να αποδείξει τίποτα. H φιλοσοφία της συνοψίζεται τέλεια σε μια πρόταση που είχε γράψει η ίδια σε μια παλιά κυκλοφορία των Throwing Muses: «θέλαμε να αφήσουμε ένα δώρο πάνω στο τραπέζι και να φύγουμε διακριτικά από το δωμάτιο»...
Το δώρο της αυτή τη φορά είναι ένα διπλό CD μαζί με βιβλίο, και πρόκειται για ό,τι καλύτερο έχει κάνει από τo “Sunny Border Blue” του 2001. Όταν είχε βγει εκείνος ο δίσκος, το Magnet είχε γράψει τότε ότι «για να μας δώσει το 2001 καλύτερο singer-songwriter δίσκο, ένα από τα εξής δύο πρέπει να συμβούν: ή να αναστηθεί ο Nick Drake, ή ο Leonard Cohen να επιστρέψει με κάτι αντάξιο του «Songs of Love and Hate». Σήμερα κανένα από τα δύο δεν μπορεί πλέον να συμβεί, αλλά αυτό που έχει μείνει ακόμα ίδιο είναι ότι η Hersh συνεχίζει να βγάζει σπουδαίους singer/songwriter δίσκους, εκεί που οι παλιοί της σύντροφοι είτε έχουν πάθει writers’ block (βλ. Kim Deal) είτε έχουν ξεμείνει από ιδέες (βλ. Tanya Donelly), είτε έχουν αρχίσει να γελοιοποιούνται στην προσπάθειά τους να αναβιώσουν το παρελθόν (βλ. Βlack Francis).
Με 2-3 κομμάτια λιγότερα, το υλικό του “Wyatt at the Coyotte Palace” θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα CD, αλλά μου αρέσει που είναι μοιρασμένο σε δύο. Δεν υπάρχει κάποιο concept και δεν είμαι σίγουρος ποιον δίσκο στην πραγματικότητα άκουσε ο reviewer του Pitchfork που λέει ότι κάποια κομμάτια επαναλαμβάνονται ή ότι είναι προσχέδια. Τίποτα απολύτως δεν επαναλαμβάνεται, και δεν υπάρχει κανένα προσχέδιο. Πολύ απλά, έχουμε δύο ολοκληρωμένους δίσκους 40-45 λεπτών που η Hersh αποφάσισε να κυκλοφορήσει ταυτόχρονα. Με 12 τραγούδια ο καθένας, σχεδόν τους φαντάζεσαι και σε βινύλιο, με 6 τραγούδια στην κάθε πλευρά. Και στα δύο CD οι καλύτερες στιγμές έρχονται στη μέση, αφενός με το Hemingway’s Tell και το Detox (στο πρώτο CD) και το Εlysian Fields και το Soma Gone Slapstick (στο δεύτερο). Έχουμε και πάλι κωδικοποιημένους στίχους, εναλλαγές στις ταχύτητες, εθιστικές μελωδικές γραμμές – όλα αυτά που οι φίλοι της Hersh θεωρούν πλέον δεδομένα, αλλά δεν είναι. Το να πεις «ένα ακόμα τυπικό album της Hersh» δεν είναι μικρό πράγμα γιατί ένα «τυπικό» album για την Hersh αγγίζει πολλές κορυφές και είναι μεγάλο κατόρθωμα που συνεχίζει να μας δίνει τέτοια «τυπικά» albums εδώ και 30 πια χρόνια.
Κατά τα άλλα, το συμπαθητικό album της Angel Olsen μπαίνει στις λίστες με τα καλύτερα του 2016, ενώ το “Wyatt at the Coyote Palace” θα περάσει λίγο-πολύ απαρατήρητο ακόμα και από κάποιους που θα μπορούσαν το λατρέψουν αν δινόταν η ευκαιρία. Από τη μία είναι κρίμα, αλλά από την άλλη, κάθε νότα του “Wyatt…” δείχνει ότι η δημιουργός του βρίσκεται ακριβώς εκεί που πάντα ήθελε από καλλιτεχνικής/δημιουργικής πλευράς: να μπορεί να κυκλοφορεί τη μουσική που θέλει και να απευθύνεται μόνο σε όσους θέλουν πραγματικά να ακούσουν, χωρίς περιττούς μεσάζοντες και τυμπανοκρουσίες.