Κενοί χώροι
Κυκλοφορεί μόνο σε μια χούφτα (108) βινύλια. Του Αντώνη Ξαγά
Ο απρόσκλητος και (πολύ) αδιάκριτος διαρρήκτης έχει μπει νυχοπατώντας στο σπίτι. Σε ένα παντελώς άγνωστο σπίτι, δεν έχει καμία ιδέα για τους ενοίκους του, δεν έχει κάνει καμία κατασκοπευτική προετοιμασία ως είθισται. Άλλωστε δεν είναι ένας κοινός διαρρήκτης σαν τους άλλους, δεν ψάχνει για λεφτά (τα οποία δεν υπάρχουν κιόλας κατά το γνωστό ανέκδοτο), ο στόχος του είναι άλλος. Του αρέσει να σκαλίζει σε συρτάρια και ντουλάπια, κουτάκια και φακέλους, να ψάχνει λευκώματα, να λαθρακούει παλιές μαγνητοταινίες, να διαβάζει σημειώσεις, να ανοίγει φωτογραφικά άλμπουμ, να βλέπει άγνωστα πρόσωπα να του χαμογελούν από το βάθος του χρόνου, να αναρωτιέται και να χτίζει ιστορίες για αντικείμενα θυμητάρια ολωσδιόλου ευτελή και ακατανόητα για όλους πλην από τον κάτοχο τους. Με άλλα λόγια, είναι ένας κλέφτης αναμνήσεων. Αν υποθέσουμε βέβαια ότι οι αναμνήσεις μπορεί να κλαπούν...
Αυτή είναι η αίσθηση που απομένει μετά από μια (πολλοστή) ακρόαση του νέου δίσκου των Κτιρίων τη Νύχτα (εντάξει ένας είναι ο δημιουργός, αλλά μ' αρέσει η πληθυντική αναφορά σε αυτού του τύπου τα σχήματα). Οι "Κενοί χώροι" λοιπόν είναι μια σπουδή στη μνήμη. Βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχικός ρόλος της τέχνης στην μακραίωνη πορεία της ήταν ακριβώς η διαφύλαξη των αναμνήσεων σε ένα πιο ...ασφαλές μέσο από τα φθαρτά και θνητά εγκεφαλικά μας κύτταρα. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σπουδή πάνω στην απολύτως προσωπική μνήμη και με την εκ των υστέρων επιλογή και επεξεργασία της (και όχι, να σημειώσω, με την επίπλαστη "όψιμη" μνήμη της κατεβασμένης δισκοθήκης από το μακρινό παρελθόν, όπως είναι μια έσχατη μόδα στον χώρο).
Στη μνήμη μπορούμε να "προσάψουμε" πολλά επίθετα. Θα σταθώ στο ότι είναι εξ ορισμού άναρχη, ανορθολογική και μη-γραμμική (θα μου πείτε έτσι ακριβώς είναι και ο κόσμος μας, μη-γραμμικός, αν αγνοήσουμε τις κατά τόπους εξιδανικευμένες μας προσεγγίσεις). Με συνέπεια να είναι επίσης εξαιρετικά επιρρεπής σε χαοτικούς κι απρόβλεπτους συνειρμούς και συσχετίσεις. Φανταστείτε ότι έφτασε ο Προυστ να μυρίσει μία μαντλέν, ένα μπισκότο δηλαδή, για να καταλήξει να γράψει ένα κατεβατό επτά τόμων. Τα Κτίρια τη Νύχτα από τη μεριά τους δεν έφτασαν σε τόσο φιλόδοξα μεγέθη, μισή ώρα κρατάει ο δίσκος, ο οποίος (ταιριαστά με το περιεχόμενο του) κυκλοφορεί σε βινύλιο σε ...108 αντίτυπα αλλά και σε ψηφιακή μορφή (σε δυνητικά ...άπειρα αντίτυπα).
Κάπως έτσι, σαν τη μνήμη, ακούγεται λοιπόν ο δίσκος αυτός. Άναρχος, χαοτικά συνειρμικός, μη-γραμμικός. Τίποτε εδώ μέσα δεν ακολουθεί την κλασική (γραμμική) δομή ενός τυπικού τραγουδιού. Ψήγματα λέξεων και θραύσματα ήχων συναρθρώνονται με παιγνιώδη διάθεση, ποπ σπαράγματα των πρώτων ακροάσεων (τα οποία μόνο ποπ μπορεί να είναι έτσι κι αλλιώς), αυθόρμητες εμπνεύσεις οι οποίες παρέμειναν ανολοκλήρωτες, ήχοι από παλιές μασημένες κασέτες ("εγχειρισμένες" ίσως και κολλημένες με σελοτέιπ), σήματα Μορς από το μακρινό παρελθόν, λούπες που απέμειναν να κυνηγούν την ουρά τους σαν το βενζόλιο του Κεκουλέ, τα παράσιτα είναι το ηχητικό ανάλογο των κιτρινισμένων φαγωμένων στις άκριες 9 χ13 φωτογραφιών, μια αναπαράσταση πιθανώς του παραμορφωτικού φίλτρου που πέφτει πάνω σε κάθε ανάμνηση. Ας είναι καλά ο υπερ-τεχνολογικός μας κόσμος που μας προσφέρει τόσα εξωτερικά βοηθήματα υλικής διατήρησης της μνήμης (διευκολύνοντας έτσι πιθανώς και τον ...κλεφτή της εισαγωγής). Ας είναι καλά, θα προσέθετα, και οι ιδέες των πρώιμων ντανταϊστών για το κολλάζ ή τα μεταγενέστερα cut-ups του μπαρμπα-Burroughs, η επίδραση των οποίων έφτασε πολύ μακρύτερα, τόσο σε χρόνο όσο και σε εύρος, απ' ότι ποτέ θα περίμεναν.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το χτίσιμο ενός τέτοιου έργου με τη δημιουργία μιας γλώσσας. Μιας γλώσσας βασισμένης όχι σε στοιχειώδεις αλφαβητικές ψηφίδες (όπως είναι π.χ. οι νότες), αλλά σε μεγαλύτερα νοηματικά συμπλέγματα, ας τα βαφτίσουμε ηχητικά ιδεογράμματα. Το αποτέλεσμα της σύνθεσης τους είναι ένα σύνολο προσωπικό αλλά και κρυπτικό και ενίοτε ερμητικό, το οποίο δεν είναι εύκολο να αποκρυπτογραφηθεί από έναν τρίτο (οι απόπειρες αποκρυπτογράφησης ας πούμε της Γραμμικής Α προσκρούουν ακριβώς σε αυτό το χαρακτηριστικό). Κάτι που εν προκειμένω αποτελεί τόσο το πλεονέκτημα όσο και το εγγενές μειονέκτημα του δίσκου. Ή σε καλύτερη διατύπωση, τη δυσκολία του. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να δώσεις σχήμα σε μια τέτοια ζαλιστική πολυσυλλεκτικότητα...
Όμως τελικά, όπως και σε όλα τα έργα τέχνης, δεν έχει νομίζω κανένα νόημα να τα προσεγγίζεις με μια τέτοια "αποκρυπτογραφική" διάθεση, να προσπαθείς να ανιχνεύσεις σε αυτά τον (συνήθως άγνωστο σου) δημιουργό τους και τις δικές του σκέψεις, συναισθήματα και προθέσεις, να αναζητείς κοντολογίς το τι "θέλει να πει ο ποιητής" όπως μας ρωτούσαν οι κακοί φιλόλογοι των σχολικών μας χρόνων. Γιατί πάντοτε το ζήτημα, πέρα από την ...κρυφή ματιά στις ζωές των άλλων, είναι τι σου λέει εσένα το κάθε ποίημα/έργο. Έτσι μέσα στο πλέγμα των Κενών χώρων, όλο και κάποια αφορμή μπορεί να υπάρξει, όλο και κάποιο κρυφό νεύρο μπορεί να ενεργοποιηθεί, για να πυροδοτηθεί ένας νέος, απόλυτα προσωπικός καταρράκτης συνειρμών. Μπορεί να είναι ένας στίχος, τα κορίτσια στην Καλλιδρομίου, ένας ήχος, ένα γρατσούνισμα στην κιθάρα, οτιδήποτε...
Ίσως τελικά να μην υπάρχουν "κλέφτες" αναμνήσεων...