TROBBB!
O δίσκος ντεμπούτο ενός παλιού γνώριμου. Παράδοξο δεν ακούγεται; Ο Μάνος Μπούρας εξηγεί βυθιζόμενος σε μια ατμόσφαιρα "κατεστραμμένων" αστικών beat
Χρόνια ολόκληρα περνάει μπροστά από τα μάτια μας το όνομα του DJ και παραγωγού Kutmah, γι’ αυτό μου κάνει μεγάλη εντύπωση που θεωρεί ακόμη και ο ίδιος το δίσκο αυτό ως το ντεμπούτο του, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη μεγάλη δισκογραφία στο ενεργητικό του. Πάνω από μια δεκαετία τυπώνονται δίσκοι με το όνομά του στο εξώφυλλο, ενώ ενεργός στο χώρο της μουσικής είναι πάνω – κάτω είκοσι χρόνια. Ίσως το ότι μπαίνει στο ταπεινό μα ιδιαίτερα κομψό σαλόνι της Big Dada (του παρακλαδιού δηλαδή της μέγιστης κι επιδραστικής Ninja Tune) να έχει ξεχωριστή σημασία, τόσο σε συμβολικό όσο και σε επίπεδο που έρχεται σε απόλυτη επαφή με την δισκογραφική πραγματικότητα, όπως τη βιώνει σήμερα ένας μουσικός ή καλλιτέχνης γενικότερα.
Να είναι κάποιου είδους ξεκίνημα αυτό, που έρχεται σαν σηματοδότηση του κλεισίματος ενός μεγάλου κύκλου που έχει διανύσει μέχρι σήμερα ο Justin Mcnulty; Να αποτελεί το απόσταγμα μιας περιπετειώδους πορείας μέσα στο πολυδαίδαλο μονοπάτι που έχει διαβεί, και τον έχει φέρει να σπινάρει δίσκους και να σκαρώνει beats πλάι στους καλύτερους, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Μεγάλη Βρετανία; Να είμαστε άραγε εμείς οι τυχεροί που τα παράδοξα παιχνίδια της τύχης στη ζωή του τον έχουν μπολιάσει με τόση φαντασία και έμπνευση, ώστε η μουσική του δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο τρικυμιώδης απ’ όσο δείχνει, με όσα έχουν παρεισφρήσει μέσα της ύπουλα μα ευπρόσδεκτα;
Σύντομο βιογραφικό επειδή έχει σημασία: γεννήθηκε στο Μπράιτον από Αιγύπτια μητέρα και Σκοτσέζο πατέρα (δε θα το πάμε τόσο μακριά ώστε να προσπαθήσουμε να βρούμε με ποιο τρόπο μπορεί να έχουν αλληλεπιδράσει οι δύο αυτές ρίζες της καταγωγής του…). Στα δώδεκά του χρόνια μετακόμισε με τη μητέρα του στο Λος Άντζελες, όπου όταν ήρθε ο καιρός ανακατεύτηκε στη φάση της Dublab, η οποία διατηρούσε δισκογραφική εταιρία, ραδιοφωνικό σταθμό και λοιπές ευγενείς δραστηριότητες. Αυτές συσπείρωσαν γύρω τους φρέσκα δημιουργικά μυαλά που σκοπό τους είχαν κατά κύριο λόγο την αναγέννηση του χορευτικού ήχου διαμέσου μιας street προσέγγισης, που ασφαλώς είχε μόνιμα τη χιπ χοπ παράδοση και κληρονομιά στο κεφάλι της. Αργότερα, ξεκίνησε τις βραδιές Sketchbook οι οποίες έμελλε να μείνουν ιστορικές για τη σκηνή της πόλης και άνδρωσαν μια νέα γενιά ρυθμοπαραγωγών. Αναπόφευκτα, έγινε κολλητός με τον Flying Lotus, τον Gaslamp Killer και τον Daedalus, για να αναφέρουμε μόνο τρεις από τους επιφανέστερους. Τα dj sets και τα mixtapes έπεφταν βροχή, και την άνοδό του έμελλε μονάχα να ανακόψει κάτι αναπάντεχο.
Την άνοιξη του 2010, και χωρίς να έχει κάποια προηγούμενη εμπλοκή με το νόμο, απελαύνεται από την Αμερική, αφού προηγουμένως κρατείται για δύο μήνες σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών στο Νέο Μεξικό, κι επιστρέφει ξανά στην Αγγλία την οποία κάνει και πάλι σπίτι του (σήμερα ζει στο Βερολίνο). Συνεχίζει ασφαλώς να γράφει μουσική και να παίζει σε μαγαζιά, μεταξύ δε άλλων αξιοσημείωτων επιδόσεων, επιμελήθηκε μια σπουδαία συλλογή για λογαριασμό της ετικέτας Brownswood του επίσης εξαιρετικού dj Gilles Peterson.
Πολύ θα ήθελα στο σημείο αυτό να γράψω ότι όλα αυτά τα συμβάντα έχουν βρει το δρόμο τους στη μουσική που γράφει ο Kutmah, αλλά θα έλεγα ψέματα. Δεν ακούω τίποτα από τις περιπέτειές του στα τριάντα ένα κομμάτια που απαρτίζουν το TROBBB!, ή αλλιώς The Revenge Of The Black Belly Button! (αναφορά σε μια σκηνή bullying που είχε υποστεί όταν πήγαινε σχολείο, μέχρι που ο τύπος που τον αποκαλούσε έτσι τις έφαγε και τελείωσε εκεί αισίως η ιστορία!). Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κλισέ μας αρέσει να τα διαβάζουμε και να τα πιστεύουμε τελικά, κι οπωσδήποτε κάνουν ωραίο εφέ στα δελτία Τύπου που αφορούν σε καινούργιες κυκλοφορίες. Ποιος θέλει να διαβάσει για έναν παραγωγό που γεννήθηκε στα περίχωρα του Νότινχαμ, έμαθε κάποιες μουσικές ακούγοντας τον Rinse FM κάνοντας ταυτόχρονα μπαλάκια με όσους θησαυρούς ανακάλυπτε σκάβοντας βαθιά μέσα στη ρινική του κοιλότητα, και τελικά αποφάσισε να πάρει ένα sampler ως εναλλακτική λύση απ’ το να κόψει τις φλέβες του; Ενώ στη δική μας περίπτωση, ε; Καμία σχέση! Το φλέγον ζήτημα τελικά είναι ένα, μετά από όλα όσα είπαμε και γράψαμε γι’ αυτόν: λέει τίποτα ο δίσκος του;
Ναι, λέει! Είναι ένα παράδοξο ταξίδι γεμάτο από αστικές μυρωδιές και θορύβους, αρκούντως σκοτεινό και δυσοίωνο, όπως θα περίμενε κανείς να το ακούσει σαν το προϊόν ενός ανθρώπου που έρχεται σε άμεση επαφή με το δρόμο και τις μουσικές που αυτός εμπνέει (βέβαια, αυτά ισχύουν μέχρι τη μέση περίπου του δίσκου, από το σημείο εκείνο και μετά κάποιες αχτίδες φωτός αρχίζουν και διαχέονται εμφανώς στα κομμάτια). Υπάρχει αυτή η συνεχής αίσθηση του επείγοντος που χαρακτηρίζει τέτοιου είδους δίσκους, που αγχώνονται να καταγράψουν κάθε ανάσα που αντηχεί στους στενούς τοίχους των μικροσκοπικών διαμερισμάτων της πόλης, και κάθε νέο ρυθμικό παλμό που δείχνει ότι οι καρδιές των ανθρώπων που ζουν σε αυτά ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπους να κάνουν κάτι νέο, κάτι που θα τους σώσει από την καταστροφική ρουτίνα τους. Το άκουσμα του TROBBB! δεν είναι εύκολο, δεν θα το βάλεις σαν χαλί για να τσιλάρεις (δεν είναι downtempo!, προειδοποιεί ο ίδιος ο Kutmah στο οπισθόφυλλο), και σίγουρα δεν θα το βάλεις για να χορέψεις, μιας που τα beats εδώ μέσα είναι κατεστραμμένα και δεν επιδέχονται επιδιόρθωσης. Δε θα μπορέσεις καν να το έχεις να ρολάρει όσο χάνεσαι στις ρίμες των ράπερ που συμμετέχουν, μιας που οι τέτοιου ύφους στιγμές που περιέχει είναι μετρημένες στα δάχτυλα (σε αρκετά δάχτυλα, έστω) και άτακτα διάσπαρτες στην κάτι λιγότερο από ωριαία διάρκειά του (στο δεύτερο μισό του δίσκου λίγο πιο συμπυκνωμένες). Ορισμένες απ’ αυτές βέβαια είναι εντυπωσιακές: το Cooler Of Evidence ακούγεται σαν συνεργασία των Death Grips με τους TV On The Radio (με τον N8NOFACE στα φωνητικά), το L.A. Memories αποτελεί μια από τις φωτεινότερες στιγμές του δίσκου, όπως αρμόζει στο θέμα που πραγματεύεται το κομμάτι (φωνητικά από τον Sach) (και πάλι, ούτε κι εγώ), ενώ ένας άλλος φιλαράκος του, ο Gonjasufi, κάνει εδώ την έκτακτη εμφάνισή του στο Bury Me By The River που κλείνει το άλμπουμ με χάρη και φανερή διαφορετικότητα, συν μια διάθεση που πηγάζει ξεκάθαρα από τα blues. Πρέπει να το ακούσεις για να το πιστέψεις και να πειστείς ότι το κομμάτι αυτό είναι φτιαγμένο για να επενδύσει μια ταινία, με westernική αισθητική κι αιματοβαμμένο τέλος – ο Tarantino θα το λάτρευε.
Εκείνο που μένει λοιπόν σαν βασική αίσθηση από το δίσκο, το κεντρικό του νόημα, είναι μιας δουλειάς η οποία αγωνιά να καταγράψει τον τρέχοντα παλμό της σύγχρονης electronica αποφεύγοντας κατά δύναμη τα κλισέ (δεν τα καταφέρνει πάντα). Αν αφήσουμε παράμερα τη συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο οι καινούργιοι δίσκοι, από το χώρο της electronica ή και μη, καταφέρνουν να πηγαίνουν μπροστά το είδος που πραγματεύονται, τότε μας μένει στα χέρια μια δουλειά που μπορεί να είναι έως και απολαυστική, ακόμη και μέσα στη στρυφνότητα του ίδιου της του χαρακτήρα. Εδώ που τα λέμε, προδιαγραφές σαν κι αυτή είναι που μας δίνουν τις απαιτούμενες ενδείξεις σχετικά με τη σπουδαιότητα ενός δίσκου τελικά. Και το TROBBB! περνάει αυτού του είδους τις εξετάσεις (σχεδόν) με άριστα.