Smog
Ένα έργο που ποτέ δεν ακούστηκε στην εποχή του και με την επανακυκλοφορία του διεκδικεί τη δική του θέση σε μια νέα γραφή της Ιστορίας. Αποτιμά ο Άρης Καραμπεάζης.
Να ξεκαθαρίσουμε καταρχάς ότι εδώ θα ασχοληθούμε και με το περιεχόμενο του ‘Smog’, και με την αξία της επανακυκλοφορίας, και με την περιρρέουσα αυτής ατμόσφαιρα, παρότι η τελευταία ήδη μας έχει αφήσει χρόνους στην υγειά της επόμενης (Παυλίδης-Μαρκόπουλος, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές). Όλα έχουν την σημασία τους, και ας φαντάζει η τελευταία ως μία πρόσκαιρη λεπτομέρεια, που θα ξεχαστεί (αυτή η φράση είναι από το πρώτο draft του κειμένου). Δεν θεωρώ ότι είναι πάντως λεπτομέρεια το έστω και άστοχο και πρόωρο feedback. Όλα έχουν την έστω και ασήμαντη σημασία τους, δηλαδή, όπως ξαναείπαμε στην ίδια παράγραφο.
Το ‘Smog’ δεν υπήρχε στην αγορά των δίσκων. Και όταν λέμε δεν υπήρχε, πραγματικά δεν υπήρχε. Με μία κυκλοφορία στην Γαλλία το 1974 και έκτοτε τίποτε (εντοπίζεται στο Discogs ένα bootleg του 2016), το μόνο βέβαιο είναι ότι αν όχι ελάχιστοι, τότε σίγουρα λίγοι, είχαν ακούσει τον δίσκο, ενώ και την κυκλοφορία ήταν δύσκολο να την πληροφορηθεί κανείς. Εγώ δεν τον γνώριζα τον δίσκο. Και αυτό δεν είναι ομολογία, καθώς είναι προφανές βάσει των παραπάνω.
Άλλο ερώτημα το πόσοι θα άκουγαν τον δίσκο αν ήταν εντός κυκλοφορίας όλα αυτά τα χρόνια, σε συνθήκες όχι επανέκδοσης ‘θρυλικού χαμένου αριστουργήματος’. Μάλλον εύκολη η απάντηση εδώ.
Ο δίσκος, αισθητικά και ηχητικά, τουλάχιστον από την πλευρά του ακροατή, διότι οι δημιουργοί πάντοτε έχουν να πουν κάτι το αντίθετο για το πως επικοινωνούν υπογείως ακόμη και τα πιο αντιθετικά μεταξύ τους έργα τους (ας μην διαφωνήσουμε και σε αυτό τώρα), δεν έχει ασφαλώς κάποια άμεση -τουλάχιστον-σχέση με ό,τι ακούσαμε στις πρόσφατες κυκλοφορίες/επανεκδόσεις υλικού του Σφέτσα από την Terranga Beat.
Αυτό δεν το λέω ως τρομερή ανακάλυψη, αλλά επειδή με εκείνες τις κυκλοφορίες έγινε ο κακός χαμός, υποθέτω ότι θα υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω που ερχόμενοι τότε για πρώτη φορά σε επαφή με το εκεί υλικό του Σφέτσα, θα περιμένουν κάτι αντίστοιχο ή συναφές. Δεν θα το βρουν εδώ.
Περαιτέρω, το υλικό του ‘Smog’ δεν έχει ομοίως καμία σχέση με ό,τι μπορούμε να βρούμε και να ακούσουμε από σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, τα περιβόητα αυτά τελευταία πενήντα χρόνια απ’ όταν κυκλοφόρησε, όσο και αν κάποιοι επιδιώκουν να τους τοποθετήσουν (ή και κάποιοι να τοποθετηθούν οι ίδιοι) σε κάποιες απάτητες κορυφές μουσικής αναζήτησης.
Ο Σφέτσας εδώ πράγματι πατάει αλλού, έρχεται από αλλού και πηγαίνει αλλού. Όλα τα άλλα περί πρωτοπορίας (ακόμη και διαφορετικότητας), επειδή κάποιος ξεχαρβάλωσε τυχόν δύο καλώδια και έκοψε/έραψε πέντε μαγνητοταινίες, στο σύντομο διάλλειμα από κάποια μπουζούκια, έστω και εξηλεκτρισμένα, δεν μας λένε και τίποτε.
Αυτά όμως κατ’ εμέ δεν έχουν καμία απολύτως σημασία για τον σημερινό ακροατή του ‘Smog’. Και αναφέρομαι σε αυτόν που θα αγοράσει τον δίσκο, θα τον ακούσει πραγματικά, θα τον τοποθετήσει σε αντίστοιχα ακούσματα, που ασφαλώς πρέπει να έχει, για να μπορέσει (και υπό την έννοια του αντέξει) να ακούσει τον δίσκο, χωρίς ασφαλώς να χρειάζεται απασχοληθεί είτε με το ποιοι Έλληνες συνθέτες ήταν πρωτοπόροι ή όχι, είτε με το ποιοι δίσκοι από κάθε πεδίο δράσης στέκονται δίπλα στο ‘Smog’.
Πολύ περισσότερο δεν έχουν όχι τυχόν μείζονα, αλλά απολύτως καμία σημασία, τα όσα αναφέρει ο ίδιος ο Σφέτσας, τόσο στο σημείωμα του δίσκου, όσο και σε συνεντεύξεις που έδωσε με αφορμή την επανακυκλοφορία, επί της ουσίας πρώτη πραγματική κυκλοφορία του, και που προκάλεσαν δικαίως -κατ’ εμέ-κάποιες αντιδράσεις.
Κατά το μέρος τουλάχιστον που επαναλήφθηκε μέσα σε όλα αυτά η γνωστή ιστορία περί του δημιουργού, που δήθεν μόνος αυτός είναι ικανός να οριοθετήσει, αποτιμήσει και εν τέλει εναποθέσει την μουσική του και το έργο του στο όποιο πάνθεο αυτός κρίνει και κυρίως αυτός επιθυμεί.
Και η οποία ιστορία – περιέργως πως-πάντοτε περνάει μέσα από τον δρόμο του ‘τα genres δεν έχουν καμία σημασία/η μουσική είναι μία’ κλπ κλπ και καταλήγει στο ότι η κριτική και οι κριτικοί χωρίζουν την μουσική σε χίλια κομμάτια για να έχουν να επαγγέλλονται.
Ειλικρινά, κάποιος από όσους σπεύδουν να αναφωνήσουν ‘δίκιο έχετε/είναι όλοι τους παράσιτα και αποτυχημένοι μουσικοί κατά βάθος/βγάζουν τα κόμπλεξ τους ’ κ.λπ., με το που ειπωθεί κάτι τέτοιο, έχει ποτέ κάτσει να το σκεφτεί σοβαρά το όλο πράγμα; Μάλλον όχι αν κρίνουμε από το ότι αυτού του είδους τα δικαστηριακά πανηγύρια κατά των κριτικών και της κριτικής, ποτέ δεν συνοδεύονται από κάποιου είδους σοβαρή επιχειρηματολογία, πλην των κλισέ. Και δη των κλισέ των πικραμένων.
Όποιος αποστρέφεται και κυρίως συλλήβδην απορρίπτει την κριτική, μάλλον δεν είναι και τόσο σίγουρος για το ίδιο του το έργο, και στην περίπτωση του Σφέτσα, ειδικά ως προς το ‘Smog’, κάθε άλλο παρά δικαιολογείται κάτι τέτοιο. Το ‘Smog’ δεν πρέπει να φοβάται, αλλά να αποζητά την ορθή κριτική αποτίμηση του. Ως προς κάποια μετέπειτα έργα του, μπορούμε να το συζητήσουμε εκ νέου, αν τυχόν δοθεί και πάλι η αφορμή. Εδώ (θα) είμαστε.
Δεν είναι διόλου ασήμαντο όμως, παρά είναι ουσιαστικής σημασίας ειδικά αφ’ ης στιγμής μιλάμε για μία επανακυκλοφορία, που και μέσα από τα δελτία τύπου κάνει λόγο για ‘θρυλικό δίσκο’ και τα λοιπά γνωστά κλισέ, το να αναρωτηθεί κανείς το γιατί ας πούμε δεν είχε συμπεριληφθεί κάποια από τις εδώ έξι συνθέσεις στην εξαιρετική συλλογή ‘Ohm-The Early Gurus Of Electronic Music 1948-1980’, της νεοϋορκέζικης, Ellipsis Arts, που ήδη από το 2005 επιχειρούσε να βάλει και με αυτή και με συναφείς συλλογές, μία τάξη σε τέτοιου είδους πράγματα και ακούσματα, όπως και σε ό,τι ακολούθησε αυτής από το label.
Ή τέλος πάντων σε αντίστοιχες συλλογές, βιβλία και γενικώς στην αποκατάσταση του ονόματος του Σφέτσα ως όνομα αναφοράς στο εν λόγω genre και στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής εν γένει, με ψυχραιμία και χωρίς υπερβολές. Εκτός και αν κάτι μου έχει διαφύγει βέβαια.
Δεν την έχω την απάντηση. Κατά το πλέον πιθανότερο, ο δίσκος υπήρξε πράγματι τόσο ευρέως άγνωστος, ώστε να μην καταστεί δυνατό να υποπέσει στην γνώση και την αντίληψη ακόμη και όσων ψάχτηκαν διαχρονικά και ιστορικά με τους εν λόγω ήχους, για τους λόγους και παραπάνω αναφέρουμε.
Συνεπώς επί του παρόντος, καλό θα είναι να αφήσουμε στην άκρη τις υπερβολές περί θρυλικής, οριακής και δεν ξέρω εγώ τι άλλο κυκλοφορίας. Και κυρίως να αποφύγουμε τους υπέρτιτλους-αρλούμπες του τύπου «Ακούμε ξανά το ‘Smog’ του Κυριάκου Σφέτσα, 50 χρόνια μετά», καθώς το μόνο σίγουρο είναι ότι 50 χρόνια πριν δεν το είχαμε ακούσει, και όχι επειδή τυχόν δεν ήμασταν γεννημένοι. Άλλωστε δεν το ακούγαμε και στο ενδιάμεσο του μισού αυτού αιώνα, εδώ που τα λέμε.
Πάμε λοιπόν στο περιεχόμενο. Καθώς είναι σαφές ότι η οποία αποκατάσταση του χαμένου ‘θρυλικού ή και οριακού’ των ηχογραφήσεων, θα γίνει μέσα από το περιεχόμενο της κυκλοφορίας και μόνο, και όχι ασφαλώς από την εξαναγκασμένη ιστορικότητα που καλείται να περιβληθεί. Αυτά είναι ανοησίες, συνήθως για τα δελτία τύπου, αλλά και όχι μόνο δυστυχώς.
Και αυτό το αναφέρουμε κάθε φορά, σε κάθε επόμενη επανέκδοση ‘χαμένου αριστουργήματος’ που έχουμε στα χέρια μας, ήδη από τις ημέρες που κάποια εκπληκτικά μεν, αλλά που δεν τα ήξερε ούτε ο θυρωρός του υπογείου τους δε, ανθυπογκρουπάκια που μας σύστηνε η Minimal Wave, μας πλασάρονταν ως bigger than Ultravox & Depeche Mode, μαζί και λοιπά. Θα κάνω μία εξαίρεση για τους Hard Corps, στον κανόνα αυτό.
Ξαναλέμε. Δίσκος που ήταν πρακτικά εκτός κυκλοφορίας, δεν τον είχαν ακούσει παρά ελάχιστοι έως πρακτικά κανείς, δεν είχε κανενός είδους επίδραση στα μουσικά πράγματα κλπ, δεν μπορεί να είναι ούτε ιστορικός, ούτε οριακός, ούτε εμβληματικός, τουλάχιστον με την έννοια που προσδίδεται σε αυτούς τους όρους καθ’ υπερβολή όσων επιλέγουν να τους χρησιμοποιούν.
Έστω και αν ο δημιουργός ανακαλύπτει την όποια ηχητική πυρίτιδα. Πολλώ δε μάλλον αν δεν το κάνει, που είναι και το πλέον πιθανολογούμενο, όπως άλλωστε επισημαίνεται και από τον ίδιο τον Σφέτσα, ο οποίος σωστά οριοθετεί μέρος των πηγών και της ‘χώρας προέλευσης’ των όσων ακούμε στο ‘Smog’, πέραν του αν επιδιώκει να διατηρήσει την μονοκαθεδρία στο να το κάνει.
Σήμερα, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τις ηχογραφήσεις και την πρώτη περιορισμένη κυκλοφορία, και ανεξάρτητα αν μεταξύ άλλων από τον ίδιο τον Σφέτσα, επιχειρήθηκε με το ‘Smog’ να δοθεί μία δίοδος ηλεκτρονικής/ηλεκτρακουστικής ανάπτυξης, στα επιτεύγματα της συμφωνικής μουσικής στο μεταίχμιο των δύο προηγούμενων αιώνων, έχει σημασία να θυμόμαστε, ακούγοντας το, ότι ασφαλώς και έχουμε ακούσει ‘πολλά Smog’, σε κάποια ενδιάμεσα χρόνια, όχι σε ανύποπτο χρόνο, αλλά από ανύποπτα υπεύθυνους για αυτό.
Τα περισσότερα από ‘αυτά τα Smog’, αν όχι όλα, τα ακούσαμε όχι τυχόν από συνθέτες εγνωσμένης μουσικής παιδείας και ικανοτήτων, και έχοντες στη διάθεση τους τα μέσα εκείνα για να καταλήξουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα σε πρόωρο στάδιο της μουσικής/τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά κυρίως από παρίες της μουσικής παραγωγής και βιομηχανίας, τύπου Coil, τύπου Pan Sonik κλπ, που ακόμη και αν τελικά έχουν φτάσει να παίζουν στο Ηρώδειο (τύπου Autechre), εν τέλει ο κόσμος από κάποια φάση και μετά αποχωρεί ατάκτως.
Απαρίθμησα ορισμένα και μόνον ‘τρανταχτά’ ονόματα, καθώς αν αρχίσουμε να απαριθμούμε τι συμβαίνει πραγματικά υπογείως, σε micro label , σε mail order που εδώ και δεκαετίες προμηθεύουν -μάλλον ‘άρρωστους’-ακροατές, με αυτό τον ήχο, δεν θα τελειώσουμε ούτε αύριο. Αν θέλετε πάντως ένα απολύτως πρόσφατο αντίστοιχο το ‘Real’ του Ιταλού, Giulio Aldinucci, στην Karl Music, είναι ένας πρώτης τάξεως ηλεκτρονικός/ηλεκτρακουστικός δίσκος νέας εσοδείας, που δείχνει με παρρησία τον δρόμο.
Και για να μην πηγαίνουμε μέχρι την Ιταλία, θα πρέπει να θεωρούμε μάλλον αφελές το να απασχολείται κανείς με επιφωνήματα ενθουσιασμού για την επανακυκλοφορία του ‘Smog’ και να μην έχει κάτσει τόσα χρόνια να ασχοληθεί σοβαρά με τις κυκλοφορίες της Coherent States ας πούμε, ενός label από την Αθήνα δηλαδή, με σαράντα τέσσερις μέχρι σήμερα και από το 2015, κυκλοφορίες, που μία προς μία όχι απλώς καθοδηγούν, αλλά κυρίως ανταμείβουν τον μη περιστασιακό ακροατή του είδους, με δίσκους που ακούγονται, και όχι γενικώς και αορίστως ‘μελετώνται’.
Από εκεί και πέρα, και χωρίς να μπορούμε ή και να υπάρχει λόγος ίσως, σήμερα, να συνδέσουμε το ‘Smog’ είτε με τον σκοπό για τον οποίο είχε ηχογραφηθεί (δηλαδή ως προϊόν ανάθεσης από τον χορογράφο Michel Caserta στον Σφέτσα για την μουσική του ομώνυμου μπαλέτου του -και ασφαλώς δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά η έννοια της ανάθεσης), θεωρώ ότι μπορούμε ευχερέστερα να ‘διακρίνουμε’ μεταξύ τους τις συνθέσεις, τις εντυπώσεις και τις εντάσεις που προκαλούν και ασφαλώς την θέση τους στο ηχητικό σήμερα.
Με το σήμερα να χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμό και εδώ ασφαλώς, καθώς η ‘πρωτοποριακή ηλεκτρονική μουσική’, ποτέ δεν είναι και δεν υπήρξε ασφαλώς τόσο ζήτημα του σήμερα, όσο κάθε φορά αφελώς πιστεύουμε, πολύ δε περισσότερο δεν είναι κάτι που μας περιμένει στο απροσδιόριστο μέλλον. Αν απαλλαγούμε από αυτή την αφόρητη συνθήκη, θα μπορέσουμε να την προσεγγίσουμε ως μία μουσική που έχει θέση στα καθημερινά μας ακούσματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ‘Epicenter Or Magnetic Field’, είναι η σύνθεση εκείνη, που σε ένα ηχητικό περιβάλλον από αυτά που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ‘μικροβιομηχανικά’, προκαλεί πράγματι τα όρια του ακροατή, όχι απλώς ως μια έστω και ελαφρώς ενοχλητική, αλλά πάντως εν τέλει ανεκτή, μουσική επίστρωση, αλλά ως μία εξόχως τολμηρή άσκηση ύφους (ή και υφών, ακριβέστερα), που καταλήγει εκεί λίγο μετά το 13ο λεπτό σε κάτι που με τα σημερινά γνωστικά δεδομένα, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε και proto-dubstep.
Το οποίο βέβαια δεν καταλήγει με την σειρά του, σε κάποιο αυτοτελές, έστω και ασυνείδητα, dance ξέσπασμα, αλλά διαρκώς καλείται σε οπισθοχώρηση από κάτι τέτοιο, από τους ασύνδετους με αυτό ήχους, που τελικά και επιβάλλονται στη σύνθεση. Αυτές θα είναι μάλλον οι ‘ανακολουθίες’, για τις οποίες διαβάζω στα δελτία τύπου. Να που χρειάζονται και αυτά.
Εδώ δηλαδή, θα ήταν πραγματικά χρηστικό, για την πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ακρόασης, να ερωτηθεί ο Σφέτσας, από που ορμώμενος και με ποιον τρόπο σκεπτόμενος και εμπνεόμενος κατέληξε σε μία τέτοια πραγματικά σοβαρή για τα δεδομένα της εποχής των ηχογραφήσεων, απόφαση για ‘σπάσιμο’ του ρυθμού σε τόσα και τέτοια κομμάτια.
Είχαν όλα αυτά κάποια σύνδεση με το ότι επρόκειτο για επένδυση χορογραφίας, είχε ο ίδιος κάποια εικόνα για το με ποιον τρόπο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η μουσική του, ή έγραφε και ηχογραφούσε εντελώς αυτόνομα ; Αυτά θα είχαν όντως κάποια αξία να τα πληροφορηθούμε και όχι την άποψη του για το αν οι μουσικοκριτικοί είναι παράσιτα, βδέλες ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο. Όπου βέβαια ήρθε με το έτσι θέλω από τον ερωτώμενο, και όχι ως αποτέλεσμα των ερωτήσεων, εδώ που τα λέμε.
Εκτενέστερο ενδιαφέρον, υπό την έννοια του ότι κρατάει τον ακροατή σε εγρήγορση πραγματικά σε όλη τη διάρκεια του, έχει και το αμέσως επόμενο ‘Tour’ (όλες οι συνθέσεις διαρκούν λίγο περισσότερο ή λίγο λιγότερο από 18 λεπτά), το οποίο αν τέλος πάντων θέλουμε να το συνδέσουμε με ό,τι ξέρουμε και ό,τι έχουμε ακούσει/ακούμε κατά καιρούς και τόπους, δεν βρίσκεται καθόλου μακριά ακόμη και από το σκηνικό που στήνεται από κάποια ‘λουλούδια’ της martial industrial σκηνής.
Οι συμμετέχοντες, με ίδια ευθύνη πάντοτε, στα του Boyd Rice και στα των Der Blutharsch για παράδειγμα, θα τα βρουν ευχάριστα σκούρα και μετρονομημένα τα πράγματα εδώ πέρα δηλαδή.
Μάλιστα, από το δέκατο λεπτό και μετά, ο Σφέτσας είναι σαφές ότι δεν έχει πρόβλημα να σπρώξει την μουσική του σε πραγματικά άκρα, μη αφήνοντας κάτι σταθερό, εύηχο και ρυθμικό, ως πάτημα για τον ακροατή, αφήνοντας σε τελικά να αναρωτιέσαι σε ποιον τελικά απευθύνονταν όλα αυτά πίσω στο 1974, καθώς άλλωστε αφενός ενεργούσε υπό το καθεστώς της παραπάνω ανάθεσης, αφετέρου εν γένει δεν δρούσε ως συνθέτης στο πλαίσιο ενός ανεξέλεγκτου αβανγκαρντισμού, που τον παρέσερνε σε τέτοιου είδους αναζητήσεις από κυκλοφορία σε κυκλοφορία.
Καθώς μάλιστα γνωρίζουμε με ιστορικά μουσικά κριτήρια σήμερα, ότι αυτοί οι μικρόκοσμοι των ερμητικά κλειστών μουσικών genres, όπως τα παραπάνω, με τα συν και τα πλην τους οπωσδήποτε, διατηρούν αν μη τι άλλο την ικανότητα να δημιουργούν πιστό και παιδευμένο κοινό, εύλογα αναρωτιόμαστε αν ο Σφέτσας θα μπορούσε να υποστηρίξει εαυτόν μέσα σε ένα τέτοιο αληθινά underground ή/και DIY πλαίσιο, αν του δίνονταν η ευκαιρία. Η ακριβέστερα, αν δεν του δίνονταν οι υπόλοιπες ευκαιρίες που είχε ως δημιουργός.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι η απάντηση μάλλον έχει δοθεί, και τοποθετημένο στην υπόλοιπη δισκογραφία του Σφέτσα, το ‘Smog’ ξεχωρίζει ως μία εμφατική παρένθεση, για να μην πούμε εξαίρεση.
Με καλή προαίρεση μπορεί να διακρίνει κανείς ότι το ‘υπόβαθρό’ που δημιούργησε ο Σφέτσας από την εμπειρία ηχογράφησης του ‘Smog’, δεν το άφησε εντελώς πίσω, αλλά το είχε διακριτικά μαζί του, όταν ας πούμε μελοποιώντας την ποίηση και την φωνή της Γώγου, πείραξε και μετακίνησε κάπως παραπέρα την συνήθη πομπώδη διάσταση του ηλεκτρικού ελληνικού τραγουδιού/ήχου της εποχής (αλλά όχι πολύ παραπέρα).
Γενικώς πάντως, θα πρέπει να επισημάνουμε όσο πιο εμφατικά γίνεται, ότι το ‘Tour’ είναι μία παραπάνω από εντυπωσιακή συνολικά σύνθεση, και ίσως η μοναδική σε όλο τον δίσκο που καταφέρνει και δημιουργεί διαδοχικές συναισθηματικές εξάρσεις στον ακροατή που θα απασχοληθεί μαζί της. Η πιο ακραία και ταυτόχρονα η πιο ‘ανθρώπινη’ στιγμή του ‘Smog’.
Το αμέσως επόμενο, και τελικό του δίσκου, ‘Journey’, παρότι και πάλι στο επίπεδο των εύστοχων, όσο και άστοχων, αντιστοιχίσεων, θα μπορούσε να υποστηριχτεί αναδρομικά ως ένα I.D.M. απότοκο, εν τούτοις μέχρι το τέλος παραμένει περισσότερο πρωτόλειο, παρά πρωτότυπο, κυρίως γιατί εξαντλείται σε μέχρι τέλος αυτόνομους ήχους, παρά στην μεταξύ τους σύνδεση.
Συνεπώς και συμπερασματικά στα παραπάνω, στην πραγματικά κρίσιμη αποτίμηση του, δηλαδή στο κατά πόσο μπορεί ως αυτοτελές έργο από το παρελθόν, που κυκλοφορεί πρακτικά για πρώτη φορά πενήντα χρόνια αφότου ηχογραφήθηκε, να τοποθετηθεί όχι απλώς στις παρυφές, αλλά ενίοτε πράγματι και στις κορυφές, μουσικών και ηχητικών κόσμων, που έδρασαν σε επόμενους χρόνους, και όχι απλώς παράλληλα, αλλά κατά κυριολεξία σε εντελώς άλλες συνιστώσες αισθητικής, στόχευσης, και κυρίως περιβάλλοντος, το ‘Smog’, ναι, είναι πράγματι ένας ολοκληρωμένα αριστουργηματικός δίσκος, που του αξίζει να επανακυκλοφορεί και να ακούγεται ξανά και ξανά.
Οτιδήποτε άλλο, από οποιαδήποτε πλευρά και να εκφέρεται, ακόμη και από αυτή του ίδιου του δημιουργού, μοιάζει, και μάλλον είναι, εντελώς περιττό μπροστά στα πολλαπλά επιτεύγματα ενός δίσκου σαν το ‘Smog’. Συνεπώς είναι ακόμη περισσότερο περιττό, να αναπαράγονται άκριτα και αμάσητα πράγματα, που ουδεμία σχέση έχουν με το τι πρόκειται να ακούσει κανείς σε αυτόν εδώ το δίσκο. Ας μείνουμε εκεί.
Αγοράστε το, ακούστε το, τοποθετήστε το εκεί που του πρέπει, καθώς το ‘Smog’ είναι μεν ένας μοναδικός δίσκος, αλλά σίγουρα όχι ανάδελφος.