Κινούμενοι για άλλη μια φορά, κι αμφιρρέποντας βέβαια, ανάμεσα σ' αυτό που έχει νόημα και σ' αυτό που πλέον δεν έχει κανένα στη σύγχρονη ελληνική μουσική, φτάνουμε και στο φετινό, δεύτερο δίσκο των λάμδα "Η Επόμενη Μέρα". Πριν δύο χρόνια οι λάμδα εξέφρασαν μια ελπίδα πολλών από μας, με το ντεμπούτο τους άλμπουμ τότε, την εξέφρασαν ως συνέχεια μιας παλιότερης που συνεπικουρήθηκε κατά το παρελθόν από συγκροτήματα όπως οι Morel, Δίλημμα, Ροδάμα, πρώιμοι Κόρε. Ύδρο. κ.λπ.
Τα τραγούδια της "επόμενης μέρας" μπορούν να παρασταθούν αρκετά καλά με κοφτές, νοηματικές εμφάσεις κι υπόγειες συντεταγμένες. Περί της λαϊκότητας της στιχουργίας τους. Για τις φανερές αισθητικές ιδιότητες του ντόπιου που έχουν σε κάποιες στιγμές τους. Περί του αυτοδιαχειριστικού πνεύματός τους - σαν ένα είδος ομολογίας πίστης στο diy. Ή για την έκδηλη απόρριψη της μεγάλης κλίμακας που δηλώνει το γκρουπ ακριβώς μέσω τούτων.
Οι λάμδα έχουν την υγιή περιέργεια για ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως κι οι δίσκοι τους διαθέτουν την ειδική εκείνη δύναμη της καινούργιας ματιάς για τα πράγματα. Παρατήρηση στην οποία ίσως να επιστρέψουμε κι άλλες φορές μέχρι το τέλος του κειμένου, μπορεί όμως κι όχι, να την αφήσουμε απλώς από δω και πέρα γενικώς να εξυπονοείται.
Κρατώντας στα χέρια σου τις χειροτεχνημένες φυσικές κόπιες του cd καταλαβαίνεις αμέσως ότι το τι είδους στοιχεία δύνανται να λάβουν μέρος όποτε γίνεται χρήση απ' τους δημιουργούς του ιδεολογήματος "self-released έκδοση" μπορεί να σημαίνει ένα διευρυμένο κι ελεύθερο πεδίο για τη φαντασία, με μόνιμο ευσεβή πόθο να πρωτοτυπήσει όπως στο παρόν.
Όμως, όπως συμβαίνει εξάλλου και με κάθε μουσικό άλμπουμ, το μεγαλύτερο βάρος ασφαλώς πέφτει στο περιεχόμενο αυτού. Και κυρίως σε τραγούδια όπως τα "Κανένας Μόνος" (ανάμεσα σε όσα με τον τρόπο τους σφραγίζουν την χρονιά στα καθ' ημάς), "Ο Χρόνος Μέσα Μου", "Εικασία" και "Πρωί Στην Οδησσό", τα οποία στηρίζονται σε μια εσωτερική σχέση έντασης που καταφέρνει να καθηλώσει. Τίποτα εδώ δεν είναι πολύπλοκο, μα τίποτα δεν είναι κι αυτό που ακούγεται, κι ιδίως μόνον το τελευταίο.
Αν κι οι λάμδα ενεργούν κολεκτιβικά ως γκρουπ και μέχρις ενός βαθμού διατηρούν πια μια αξιοσέβαστη ανωνυμία στα μέλη τους, θα παραβούμε λίγο τους δικούς τους συμβολισμούς επισημαίνοντας τα εξής: Ο Παντελής Νικηφόρος δεν είναι τραγουδιστής. Είναι ωστόσο ερμηνευτής από κείνους που ξέρουν πώς να αποδώσουν συναισθηματικά στίχους ούτως ώστε αυτοί να καταστούν οικείοι προς όλους, κι εν προκειμένω φαίνεται να αποτυπώνει εύστοχα εντός ενός απεικονιστικού μινιμαλισμού τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις των καιρών όπως παρόμοια κάποτε έκαναν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Δήμος Μούτσης και νεότεροι σαν τον Δημήτρη Λαδά. Κι ευτυχώς έχει αξία ακόμα ένα τέτοιο γεγονός. Επίσης, για την αξιοπρόσεχτη ενορχηστρωτικά δουλειά σε πιάνο και πλήκτρα η οποία δρα όσο απαιτείται, κι όταν πρέπει, στα κομμάτια των λάμδα, και πάντοτε ανατατικά, ευθύνεται ο Κώστας Κωστίδης.
Όταν οι νέοι δημιουργοί τάσσονται υπέρ της εποχής τους λοιπόν, δεν φοβούνται να εκτεθούν. Ειδικότερα οι λάμδα σε κάτι που δένει μαζί το πανκ, τη μελαγχολία, την παράδοση και τη lo-fi (εν)τεχνοτροπία. Κι από κει και πέρα απέχουν λίγα μόλις βήματα μέχρι να το καταφέρουν να σταθεροποιηθεί αφού ενίοτε το δυνατό μείγμα που εμπνεύστηκαν ενδίδει στις ίδιες τις διακυμάνσεις των συστατικών του. Έχει όντως πολύ ενδιαφέρον να τους παρακολουθούμε να επιχειρούν γι' αυτόν τον στόχο, όπως και το να καταγράφουμε το πώς προσλαμβάνουν τον μετασχηματισμό του παρελθόντος σε παρόν. Ακούστε τους.