Χριστούγεννα του 2001, στο σπίτι του Alex Turner κάπου στο Sheffield, όπου ο δεκαπεντάχρονος τότε Alex κρατάει στα χέρια του την πρώτη του κιθάρα. Στο πλάνο μας βρίσκεται ακόμα το φιλαράκι και μελλοντικός συνεργάτης του στους Arctic Monkeys, Jamie Cook. 4 3 2 1 και πάμε.
'Jamie, άκου να δεις τι θα γίνει. Όταν μάθουμε να παίζουμε, θα γράψουμε δικά μας τραγούδια και θα γίνουμε το μεγαλύτερο συγκρότημα στη Βρετανία, ή μάλλον σε όλο τον κόσμο. Θα παίζουμε headliners στα φεστιβάλ μόλις μετά τον πρώτο δίσκο. Χα χα χα...'
'Χε χε, καλό, πολύ καλό, ξέρεις και άλλα τέτοια...;'
'Άκου και το άλλο το καλύτερο. Αφού γίνουν όλα αυτά και επειδή θα είμαι ήδη καταξιωμένος καλλιτέχνης, θα κάνω ό,τι επιλογές γουστάρω. Ίσως π.χ. να κυκλοφορήσω προσωπικό δίσκο με επιρροές από Scott Walker, Bowie και Morricone, είναι κάποιοι τύποι που ανακάλυψα σκαλίζοντας τη δισκοθήκη της μάνας μου και μου άρεσαν, θα 'χει πολύ γέλιο.'
'Καλά ε, με κούφανες τελείως, μην πίνεις τόση λεμονάδα, σε χαλάει ρε φίλε...'
7 χρόνια μετά και οι προφητείες του Alex γίνονται πραγματικότητα προς έκπληξη άλλα και ενθουσιασμό του Jamie. Το μόνο που δεν προέβλεψε σωστά ήταν ότι ο δίσκος αυτός δεν είναι προσωπικός, αλλά συνεργασία με ένα άλλο φιλαράκι του, τον Miles Kane. Σε ποιο σημείο ακριβώς έχει συνεισφέρει καθοριστικά ο Kane δεν μπόρεσα να καταλάβω, αφού ακόμα και η φωνή του μοιάζει αρκετά με του Alex, αλλά στο λίγο πιο άγριο και τσαμπουκαλεμένο. Και είναι και άλλα που δεν τα φαντάστηκε καν, όπως το ότι την παραγωγή έχει κάνει ο πολύς James Ford και τα έγχορδα έχει επιμεληθεί ο Final Fantasy -συνεργάτης των Arcade Fire- Owen Pallett.
Είναι πολλοί που θα αναρωτηθούν πού ήταν όλες αυτές οι 60s και 70s επιρροές στα albums των Monkeys. Κοινώς, από πού ξεφύτρωσαν οι ποπ μελωδίες, τα μεγαλόπνοα ρεφρέν και η αίσθηση μελαγχολικού κυριακάτικου απογεύματος που κυριαρχεί στο album. Η απάντηση είναι απλή. Τα παραπάνω στοιχεία υπάρχουν και στους Monkeys, αλλά είναι κρυμμένα πίσω από τις δυνατές κιθάρες και τα QOTSA ξεσπάσματα, ενώ στην προκειμένη περίπτωση γίνεται προσπάθεια να αναδειχτούν μέσω των μεγαλεπίβολων ενορχηστρώσεων και των επικών εγχόρδων.
Η προσπάθειά τους να αναπαράγουν την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής στέφεται με απόλυτη επιτυχία, κάνοντάς τους να ακούγονται τελείως διαφορετικοί από τους συνομηλίκους τους. Όπως είναι γνωστό οι αναδρομές στο παρελθόν από τα νέα σχήματα γίνονται κυρίως με στόχο είτε τους Beach Boys, είτε το post punk. Καιρό έχουμε να ακούσουμε δίσκο επηρεασμένο από Scott Walker και Burt Bacharach. Πολύ θετικό αυτό αφού ως γνωστόν το πολύ το κύριε ελέησον (Beach Boys) το βαριέται και ο παπάς (Brian Wilson). Καλό είναι τα νέα γκρουπ να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν, και όχι αυτό που επιτάσσει η εκάστοτε μουσική τάση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ερμηνείες, αφού ακούγοντας μόνο τη μουσική θα περίμενε κανείς μια φωνή crooner, τύπου Brian Ferry ή Richard Hawley. Αντί αυτού ακούμε τις φωνές δυο παιδιών που δε θέλουν να πλασαριστούν ως 'μεγάλοι' για να πουλήσουν πιο εύκολα τα δρακρύβρεχτα love stories τους, παραμένουν κοφτοί και βιαστικοί, όπως τους (τον) συνηθίσαμε.
Η στιγμή που νιώθεις ότι κάτι πραγματικά αξιόλογο συμβαίνει έρχεται αργά, στο My Mistakes Were Made For You, όπου η αβίαστη μελωδία και το chill out τέμπο εντυπωσιάζουν. Από εκεί και πέρα χαλαρώνουν λίγο οι ρυθμοί και η ομάδα αποδίδει πολύ καλύτερα. Το In My Room πρέπει πάσει θυσία να χρησιμοποιηθεί στο επόμενο 007 και τα Meeting Place και Time Has Come Again μπορούν άνετα να σώσουν συναισθηματική ταινία της σειράς και αντί για γέλιο και χλευασμό να προκαλέσει συγκίνηση και δάκρυα.
Όσοι τους εκθειάζουν ενώ είχαν θάψει τους Monkeys μπορούν άνετα να χαρακτηριστούν υποκριτές, αφού τα δυο γκρουπ είναι πολύ κοντά σε ύφος και αξία, απλά οι Last Shadow Puppets ακούγονται μερικές φορές λιγάκι επιτηδευμένοι, προσπαθώντας να μιμηθούν συγκεκριμένες ηχητικές φόρμες. Ας είναι...
Lend an ear to: The age of the understatement