Short Movie
Άλλαξε στυλ αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να πανικοβληθούμε. Του Γιώργου Λεβέντη
Η φράση ''πέμπτο άλμπουμ της εικοσιπεντάχρονης Bρετανίδας folk τραγουδοποιού που αυτή τη φορά αφήνει την ακουστική κιθάρα και πιάνει την ηλεκτρική'' γεννάει κυριολεκτικά τρομακτικούς συνειρμούς. Ατέλειωτες συνεντεύξεις με τίτλους όπως ''δεν κατάλαβα ποτέ γιατί οι συνομήλικοί μου προτιμούσαν τους Interpol αντί να ψάξουν την Vashti Bunyan''. Τραγούδια για ταινίες του Παπακαλιάτη που δεν έχουν γυριστεί ακόμη. Το post-electric folk να αποδεικνύεται τελικά η έμπνευση πίσω από το επόμενο άλμπουμ των Electronic. Την καλλιτέχνιδα να αναζητεί την έμπνευση σε αμερικανικά ηλιόλουστα τοπία για να ξεκολλήσει. Μιλάμε για κρύο ιδρώτα, όχι αστεία.
Από όλα αυτά μας έκατσε μόνο η επίσκεψη στο L.A., αλλά το κακό είναι πολύ μικρό. Απλά η ψιλοΰποπτη αμερικανική προφορά κλέβει κάποιες φορές την παράσταση χωρίς να χρειάζεται. Κατά τα λοιπά ο δίσκος όχι μόνο κυλάει, αλλά δε χρειάζονται και πολλά-πολλά ακούσματα για να δεις ότι το νέο στιλ της πάει μια χαρά. Το να δώσεις ροκίζουσες αποχρώσεις σε ένα κατά βάση folk υλικό μπορεί να οδηγήσει σε τραγελαφικά αποτελέσματα, αν η μουσική σου παιδεία δεν είναι αρκετά ευρεία -και της Laura δεν είναι- για να παίξεις με τις εναλλαγές αυτές. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να οδηγήσει μια επιτυχημένη για σένα φόρμα σε συντηρητική αναδίπλωση. Ο κίνδυνος δεν περνάει καν ξώφαλτσα όπως δείχνουν στιγμές όπως το ''False Hope''. Είναι και αναζωογονητικό και αισιόδοξο για την παραπέρα πορεία της να εντοπίζεις λίγη Patti Smith μέσα της αντί για Joni Mitchell, λίγο Stories from the City, Stories from the Sea αντί για τα άπαντα του Dylan. Σε κάνει να σκέφτεσαι πως καλλιτέχνες όπως αυτή χρειάζονται την αυτοπεποίθηση όσο και την έμπνευση.
Δίσκοι όπως αυτοί της Marling όσο και αν προσπαθείς για το αντίθετο χαρακτηρίζονται και στιγματίζονται από τους στίχους τους και η πικρή αλήθεια είναι πως αν δε σου αρέσουν γενικά οι κλισέ αυτοαναφορικοί λυγμοί δε θα σου αρέσουν και τώρα, όσο ταλαντούχα και αν είναι η φέρουσα την έμπνευση. Μπορείς να ζητήσεις απλώς από τη μουσική να είναι όσο πρέπει περιεκτική και ενδιαφέρουσα για να απορροφήσει ή και να αναδείξει τα όσα θέλει η ίδια να πει. Το ''Strange'' το καταφέρνει θαυμάσια ενώ το ''Gurdjieff's Daughter'' δείχνει ακόμη και προς ένα radio-friendly μέλλον αν δεν το φοβηθεί. Τόσο οι πιο ατμοσφαιρικές (με τη folkαρία που μπλεξαμε τα τελευταία χρόνια δε θα αφήσουμε κλισέ χαρακτηρισμό ήσυχο) στιγμές όπως το ''Warrior'' όσο και οι πιο ''κατατάξιμες'' όπως το ψευτοbluesy ''Don't Let me Bring you Down'' δείχνουν έναν αέρα και μια μη γείωση που χρειάζoνται σε μουσική όπως αυτή για να μη γίνει αισθητικά και συναισθηματικά κουραστική. Σε κάθε στίχο της μας δείχνει πως θέλει τόσο την αγάπη όσο και την ανεξαρτησία, την προστασία όσο και την αυτοπροστασία. Το λιγότερο που έχουν να κάνουν οι μελωδίες είναι να μας δώσουν την (ψευδ)αίσθηση πως την προστατεύουν και από την αυτολύπηση και από την αυτοεπιβαλλόμενη μοναξιά και κατά κανόνα το καταφέρνουν.
Ο κάθε μουσικόφιλος έχει τις προτεραιότητές του για το ποιους καλλιτέχνες πρέπει να προστατεύουμε λίγο περισσότερο και για μένα αυτοί είναι πάντα όσοι δείχνουν συνέπεια στην ποιότητα της δημιουργικής τους πορείας, όσοι δεν σπρώχνονται από το μύθο τους, αλλά τον δημιουργούν τραγούδι το τραγούδι. Δυστυχώς για αυτή, αν και πραγματικά ταλαντούχα, η Laura Marling δεν έχει τη σπίθα και την αλαζονεία για να γίνει κάτι παραπάνω από ''ο εαυτός της''. Δε θα γράψει ποτέ το ''Running Up That Hill'' της γενιάς της, θα μπορούσε, αλλά δεν ξέρει πώς. Όσο όμως η συγκινητική της συνέπεια την κάνει να κερδίζει το παρόν, δεν πειράζει καθόλου. Δεν ξέρω αν και για ποιο λόγο θα θυμόμαστε κάποτε τη Laura Marling, αλλά αν υπάρχει όντως ο λόγος, μας τον δείχνει διαρκώς εδώ και πέντε άλμπουμ.